Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Στου στίχου το άγγιγμα σπαρταρούσε



Ο Ποιητής κάτω απ’ το δέντρο των ωρών,
γλυκόπιοτους στίχους συγκέντρωνε, στο ποτήρι του να πιει.
Και να σου!  Το πνεύμα – η φωτισμένη γυναίκα, η Μούσα
που άγγιξε με τα αερικά της χέρια τον μαγικό του οίστρο,
να πως ξεσήκωσε τους ανέμους του μυαλού
σε κάτι εξαίσια, βαθύσκιωτα μονοπάτια
απ’ όπου ο στίχος θα τρέξει σαν χαρούμενο παιδί!
Κι αν το αίσθημα που πάνω της φούντωσε το πάθος,
αν οι φτερούγες στις πλάτες της ήταν γεμάτες και πλατιές,
μόνο τα όνειρα την πίστη θ’ αναστήσουν
και τα χείλη της θα δροσίσουν στο υπέρλαμπρο φιλί του.

Κόρη με το θνητό περίβλημα,
στου στίχου το άγγιγμα σπαρταρούσε
και το μελένιο φιλί ποθούσε, στης γλώσσας τα ουράνια.
Είδε ψηλά το φως να διαπερνά τις πυκνές, ανέγγιχτες φυλλωσιές
παίζοντας ανάμεσα από τα κλαδιά, από φύλλο σε φύλλο.
Είδε το φως μιας νοητής ουράνιας σκάλας
που ανέβαινε ο ύμνος της ζωής και προχωρούσε η ξεγνοιασιά
σαν Θείο δώρο, μεταγγίζοντας της φωνής της τη γλυκάδα.

Πώς προσπερνούσαν πάνω της, σαν αγγίγματα λεπτών φτερών
τα δάχτυλά του Ποιητή, τα βουτηγμένα στη μελάνι
ζωγραφίζοντας σ’ αυτό τ’ αγνό χαρτί – το σώμα της
που στων πόθων το κύμα είχε παρασυρθεί!
Μαύρα μικρά σημάδια που μέτρησε στο θεοστάλακτο κορμί
ο δημιουργός μιας ιδανικής στιχοπλοκής
καλώντας κάτι υπέροχες στιγμές,
παραδομένες στης αρμονίας το παιχνίδι.

Μια ανυπόφορη ζωή εξαργυρώθηκε σε όνειρα,
σε αιώνιες ρήτρες Ποιητών που σμίγουν με τη Μούσα
προσυπογράφοντας τον ήχο των απαλών χειλιών,
τον επικίνδυνο ζυγό των όμορφων ματιών,
ας στάξει απ’ τις φλέβες και τα κύτταρά τους όλη η ουσία,
ας τους στραγγίξει εκείνη όλο το μυστήριο, όλη την ιερή μανία!

Λάσκαρης Π. Ζαράρης 

**  Α΄ Έπαινος από την Εταιρεία Τεχνών, Επιστήμης & Πολιτισμού Κερατσινίου το έτος 2012

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Ένα ποίημα του Θεόδωρου Σαντά


ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΦΥΚΙΑ


Δεν ξέρω αν μπορώ να σε λέω αγάπη,

να σκουντάω τον άνεμο
και να με εξουσιάζουν τα θέλω σου.
Δεν ξέρω αν μπορώ να γλιστρώ
στα πράσινα φύκια
που αργοσαλεύουν στους όρμους σου,
να ξενυχτώ να σου γράφω
ποιήματα της εικαστικής
και να εισπράττω τα εύγε σου.
Δε μιλώ με στίχους που σε πλήγωσαν χθες,
με ακροβασίες που διαρρηγνύουν
τη μεταξένια κλωστή απ’ την Αριάδνη σου.
Με τους ήχους της νύχτας μιλώ
με την ηχώ απ’ το γέλιο σου
με τον τριγμό των δακρύων
που έχουν αποθέσει
τη στίλβη των άστρων σου
στους κρύπτες των ορυγμάτων.
Δε θ’ αφήσω τη λάμψη σου
σε σκουριασμένες ματαιοδοξίες του χθες.
Ίσως χρειασθεί να παραβιάσω
τα μη και τα πρέπει,
έστω μ ’ένα ταξίδι στο Αιγαίο
να εκπληρώσω το τάμα στον Άγιο σου
κι ας γίνω σκιά της σκιάς μου
στη σκιαγραφική της μαγνητικής.
Όμως στις αναλαμπές του Σεπτέμβρη
καθώς θα τρυγάμε την άμπελο
και θα αναζητούμε χωρίς ενοχές
το τσαμπί απ’ τον βότρυ μας,
μ’ ένα παρατεταμένο φιλί
θα συνεχίσουμε με την ποιητική της μαιευτικής
ν’ αντιφεγγίσουμε αλήθειες
με τον ορθολογισμό του Παράδεισου!

Θεόδωρος Σαντάς
Θεσσαλονίκη

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 12ΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ Ε.Τ.Ε.Π. ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ













Τρίτη 29 Μαΐου 2012

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗ

Olympie Temple Zeus.JPG 

Το ποίημα του συνεργάτη μας Παύλου Πολυχρονάκη «Ολυμπιακοί Αγώνες» που στάλθηκε στην Αγγλία από το Υπουργείο Πολιτισμού, μαζί με άλλα κείμενα, ως συμμετοχή της Ελλάδας στην Πολιτιστική Ολυμπιάδα της Αγγλίας, βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο από την Ένωση Λογοτεχνών της Αγγλίας της οποίας πρόεδρος είναι ο Τόνυ Κένεντυ. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Midnight» και στάλθηκε για συμμετοχή στο Λογοτεχνικό Φεστιβάλ του Εδιμβούργου το οποίο θεωρείται το καλύτερο του κόσμου.
Το ποίημα του Πολυχρονάκη, που βραβεύτηκε, είναι το παρακάτω:

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Οχτώ αιώνες προ Χριστού και προς τιμή του Δία
«Αγώνες Ολυμπιακούς» κάναν στην Ολυμπία
που είναι «της Γης το Ιερό», το «Άγιο φυλακτό της»
η Οικουμένη ολόκληρη, μαζί με το όνειρό της.
Στην Ολυμπία δηλαδή πριν τρεις χιλιάδες χρόνια
γεννήθηκαν και θέριεψαν με της ελιάς τα κλώνια.
Κι ο μέγας; Θεοδόσιος, χωρίς καμιά αιτία,
με νόμο τους κατάργησε εις την χιλιετία.
Σε κώμα παραμένανε για χρόνια οχτακόσια
και πέντε χρόνια πριν να μπει το χίλια εννιακόσια
ήρθε ο Βαρώνος Κουμπερτέν, φιλί ζωής τους δίνει
κι από το κώμα που ήτανε ευθύς τους αναστήνει.
Δυσκολευτήκαν στην αρχή από πολλούς ανέμους…
κτυπήθηκαν κι από τους δυό παγκόσμιους πολέμους,
μα τελικά νικήσανε και καθιερωθήκαν
«θρησκεία πανανθρώπινη» μετά αναδεχτήκαν
το πιο ωραίο γεγονός σ’ όλης της Γης τους τόπους,
για άσπρους, μαύρους, κόκκινους και κίτρινους ανθρώπους.
Μα όσο κι αν αναδειχτούν κι όσο κι αν δοξαστούνε,
«απ’ τους αγώνες τους παλιούς», πάντα θα υστερούνε,
γιατί παλιά, να μάχονται όλοι τους σταματούσαν
όταν οι Ολυμπιακοί αγώνες ξεκινούσαν∙
ενώ «εις τους σημερινούς», πολέμους ξεκινούνε,
τους αθλητές, στο Στάδιο μέσα τους εκτελούνε
κι οι τρομοκράτες με τυφλό κτύπημα απειλούνε
«την Τελετή της Έναρξης». Θεέ! μην το αξιωθούνε…

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Σε μια γιορτή της νύχτας μυστική

 

Το βλέμμα σου, ένα άστρο που γελά

εσύ πρωινή χαρά
σαν ήλιος σε ουράνιο δώμα που συναπαντά
της αυγής το αχάραγο κορμί.
Σε μια γιορτή της νύχτας μυστική
ένα νυστέρι η σιωπή
που μάτωσε το κλάμα σου απότομα…
Θυμάσαι λόγια νοσταλγικά
που έπεσαν κάποτε σαν πέτρες στο βυθό…

Βουβή καρδιά στα πέλαγα πώς δροσίζει
τον πόνο που έγινε πληγή,
όνειρα που έπλασες από μικρή
και εύθραυστα αισθήματα χάθηκαν σ’ ερήμους!

Στο πρόσωπό σου ρόδιζε το χρώμα της ζωής,
στα χέρια σου πλημμύριζε η αψάδα της ψυχής,
τα βλέφαρα σου πάντοτε γερμένα στην Ανατολή,
λυτά τα απέραντα ξανθά σου τα μαλλιά.
Είχες μαζί τις αστραπές στα σύννεφα ψηλά,
είχες φεγγάρι στήθος να σκιρτά στην αγκαλιά,
φιλιά ενός έρωτα ουράνιου, μακρινού
κι όλα τα κύματα της θάλασσας, να σου εμπνέουν σιγουριά.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Νησί του έρωτα και των ανέμων



Φουσκώνει η θάλασσα πολύ

με τα μαβιά της κύματα.
Στέλνει το αγριεμένο της φιλί
κι ο ουρανός ο σκοτεινός
πάει ν’ ανοίξει μια πληγή
στη μνήμη που επέστρεψε εκεί.

Νησί του έρωτα και των ανέμων,
νησί της θαλασσοταραχής
όπου οι αύρες στα βράχια σου φωλιάζουν,
οι γλάροι τ’ όνομά σου ψάλλουν.

Αχ, το βελουδένιο σου κορμί
πώς απλωνόταν σαν σημαία των ονείρων!
Ας δόθηκες στον ύμνο των ψιθύρων,
ας στράγγιξες του ήλιου τις αχτίνες
κι ας πήρες απ’ τα σύννεφα τη λαχτάρα της βροχής.

Εδώ, σ’ αυτή τη γη πόθησες τον τέλειο έρωτα,
ας γέλαγε ο ουρανός με αστραπές
και σου ’στελνε η θάλασσα
το αγριεμένο της φιλί.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Η Πρόεδρος


   11-00 το πρωί, η πρόεδρος της εταιρείας περπατούσε αγέρωχα με τις κόκκινες γόβες στο μαρμάρινο διάδρομο, με κατεύθυνση την αίθουσα συνεδριάσεων. Ο βοηθός της, την ενημέρωνε για τα θέματα της ημέρας. Το πρόσωπό της, σκληρό και αδίστακτο, άκουγε με απάθεια τη θεματολογία. Κοίταξε για μια στιγμή το τσιγάρο που είχε στο χέρι της. Το έβαλε στο στόμα της και ρούφηξε, πήρε φωτιά το χαρτί, κάηκε γι’ αυτήν. Το τελείωσε και θέλησε να το πετάξει, σταμάτησε και τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Του το έδωσε και μπήκε μέσα στην αίθουσα.
   Όλοι σηκώθηκαν. Ο βοηθός έκανε τις συστάσεις. Ήταν το πρώτο τους meeting. Εκείνος φορούσε γκρι κοστούμι, λευκό πουκάμισο και μεταξωτή γραβάτα με γκρι ρίγες. Έδωσε το χέρι του, την χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού και έπειτα της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει.
   Αυτή ήταν ντυμένη μ’ ένα κόκκινο στενό φόρεμα μέχρι το γόνατο. Κρουαζέ ντεκολτέ, που όμως δεν άφηνε τίποτα ακάλυπτο. Άναψε ξανά τσιγάρο, το κρατούσε με το αριστερό της χέρι. Ένα μικρό ρόλοι που χτυπούσε μαζί με την καρδιά της φορώντας πάνω του μικρά διαμαντάκια, έκανε παρέα στο νωχελικό καπνό. Ένα ζευγάρι μαύρα μαργαριταρένια σκουλαρίκια κουδούνιζαν σαν κουνούσε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά. Μια σειρά επίσης μαύρα στόλιζαν το φίνο λαιμό της.
   Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα πίσω και άφηνε ακάλυπτο το πρόσωπο της που διαμαρτύρονταν σε κάθε ήχο υψηλών ντεσιμπέλ. Κάθε τόσο σήκωνε το δεξί χέρι ψηλά, σήμα να σταματήσει η παιδική και ανούσια οχλαγωγία, χωρίς να προφέρει ούτε λέξη. Πάλι σιγή ιχθύος. Έδωσε το  λόγο σ’ έναν σύμβουλο. Δίπλα στο ντοσιέ της είδε ένα μανικετόκουμπο. Το έσπρωξε με το δάκτυλο της και εκείνος το φυλάκισε μες στην παλάμη του. Το πήρε και το ξαναφόρεσε. Όλη την ώρα τα μελιά της μάτια ακολούθησαν την πορεία του μέχρι που κούμπωσε στο μανίκι. Τον κοίταξε και του χαμογέλασε, το ίδιο και εκείνος. 
   Καθώς έστρεφε το βλέμμα της στο σύμβουλο, εκείνος με τα πονηρά του μάτια, της αφαίρεσε τον κολιέ,  του ήταν εμπόδιο για να πλησιάσει τα χείλια του στο λαιμό της. Αυτή θαρρείς και το ένιωσε, κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του χωρίς όμως να τον κοιτάξει και απάντησε στο ερώτημα αν συμφωνούσε μέχρι στιγμής. Έσυρε τότε εκείνος την καρέκλα πιο κοντά της. Τώρα το βλέμμα του έβγαζε πύρινες φωτιές, αφαιρούσε τα σκουλαρίκια που έκαναν θόρυβο και του αποσπούσαν την προσοχή.  Τα χείλη του δάγκωσαν το δεξιό της λοβό, εκείνη δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. 
   Νιώθοντας εκείνα τα βλέμματα του, αναστατώθηκε και ανασηκώθηκε απ’ το κάθισμα, έσβησε το τσιγάρο και έκλεισε το ντοσιέ. Όλοι κρέμονταν απ’ τα χείλη της. Σηκώθηκε απ’ τη θέση της και συνέχισε την ομιλία όρθια, δίπλα στο παράθυρο. Το βλέμμα του την ακολούθησε. Την χάιδευε με τα μάτια-χέρια σ’ ολόκληρο το σώμα της. Βρήκε την ευκαιρία και της ξεκούμπωσε το φερμουάρ καθώς περνούσε απ’ μπροστά του. Εκείνο δίχως να έχει από που να κρατηθεί, γλίστρησε και αφέθηκε στην αγκαλιά του μαρμάρου. 
   Μάζεψε τους  ώμους της με μια απότομη κίνηση, όταν εκείνος  πίσω της δάγκωνε τον αριστερό ώμο και  έκλεβε φιλί απ’ τα υγρά της χείλη  στα δεξιά.

Εύη Γκάλαβου
Κοζάνη

Δύο ποιήματα από τη Vicky Kostenas Lagdos


ALBA BOREALIS (συνέχεια) ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ΤΟ ΜΕΡΟΒΙΓΛΙ



Μα όπου και να ’μαι
εδώ ολόγυρα θα στριφογυρνάω.
Ψάχνω λέξεις μέσα
απ’ του κόσμου τις χαρές,
στεφάνι να πλέξω για τη χαραυγή.
Το πέρασμα στων Ωρών
το αδιαχώρητο, δεν έχει τελειωμό.
Ψίθυροι αναφτερώνουν
στο πρωινό σεληνόφωτο
για το καρτέρι της ροδαυγής.
Προτού σταλάξει το δάκρυ
αναφλέγεται ο πόνος.
Πριν κουρνιάσει η μπόρα
πετάει η θλίψη
στο δένδρο ψηλά της φωτιάς,
με τις πυρακτωμένες
κόκκινες γλώσσες
να περιτυλίγουν και ν’ αναφλέγουν
τον ουρανό.

Το αργοκύλητό της 
χρυσόφεγγο αστέρι
λάμπει στο μέτωπο της μέρας.
Όταν τα χρώματα διαθλώνται
στη θάλασσα ακούσια
καταρρέει η πεθυμιά
του ουρανού απ’ το βαρύ
φορτίο της αντανάκλασης.
Στην ιδέα και μόνο
πως με τη σκέψη αποκομίζει κύματα
μ’ ένα χαμόγελο υπαγορεύει στην καληνυχτιά
της ψυχής τ’ ανασκίρτημα.
Μέσα στ’ αφρούρητα πρωινά
σπάζει το κέλυφος για ν’ αναμείξει
κόκκινα, κίτρινα και βιολετί σημάδια.
Πράσινα τα μάτια της ανησυχίας,
γαλάζια αυτά της ευτυχίας.

Μπροστά απ’ το παράθυρο του ουρανού
νωρίς παίζεται η γιορτή
εξέλιξης παράδοσης της μέρας
στις αγκαλιές του κόσμου.
Πίσω απ’ του λόγου τη σιγή
η σιωπή συνθέτει μελωδίες.
Πλανόδιες δροσοσταλιές
φύλλα γίνονται και πολεμούν
να καταλάβουν τις άυπνες
νύχτες του δάσους.
Έρωτας η μελωδία αλλοτινής χαράς.
Με ροδοπέταλα μεθούσε η νύχτα,
που σκάρωσε η αυγή
να κρύψει τις πομπές της.
Κι ανέμιζε ο αγέρας κι έρανε
της νύμφης το φουστάνι,
που άφηνε το στρίφωμα
να δείχνει το φουρό.

Τα όνειρα ήρθαν στον πουρνό της μέρας,
όπου γέννησε τα γιασεμιά,
περνώντας απ’ το πέρασμα
για των Ωρών το αδιαχώρητο.
Χαράματα ξεδίνουν τα όνειρα
στα ανοιχτά πελάγη,
τείνοντας το πλατύγιαλο μέτωπο
στο αψύ βλέμμα της ανατολής.
Πολυδερκής ο ορυμαγδός πλανάται
στου αδάμαστου Δία τ’ αστροπελέκια.
Ma non mica male!
Μέσα απ’ τη σιωπηλή έκθαμβη
έκρηξη σβήνουν  τ’ αστέρια,
που διψούν τον ύπνο να χορτάσουν.
Ψίθυροι στο σεληνόφωτο
καλλιεργούν τη σκοτοδίνη
μη δούνε τ’ άστρα το βουνό
και γκρεμοτσακιστούν.

Ολόγυμνη αλήθεια είναι
της μερόβιγλης αυγής
η μυστικιστική συμφωνία.
Μια πάλη με της νοσταλγίας
την ημισέληνο.
Μια αστροφεγγιά απαλλαγμένη
απ’ το αγιάτρευτο πάθος
στήνει καρτέρι στο αλάθητο μεροβίγλι
για να εξασκήσει το βλέμμα.
Στη μελαγχολία της σιωπής
ηχούν τα φώτα
στο σιωπητήριο της μέρας.
Μέσα από συλλογισμούς
κύριων χρωμάτων
ξεπηδά η ευφράδεια της ζωής
να χρωματίσει με χρωματόλυση
μια φανταχτερή αμαρτία.
Και στις Ώρες, που τρέχουν
μακριά να μου φέρουν ζωή,
να προφτάσω, 
όσο θα ξανοίγει ο καιρός   
ξέρω πως μια μέρα το φέγγος  
της Άλμπα θα πιάσω.

Vicky Kostenas Lagdos
Poetessa
Zürich, 24. Mai 2012

Λυρικό απόσπασμα από το ομώνυμο Ποιητικό έργο της Vicky Kostenas Lagdos «Alba Borealis» σε μουσική αποθέωση στίχου από το έργο του διεθνούς ταλαντούχου μουσικοσυνθέτη κ. John Sokoloff «Aurora Borealis» , ενώ η επιμέλεια της βιντεοσύνθεσης ανατέθηκε και ήρθε αίσια εις πέρας από τον αγαπητό φίλο της κ. Γ. Τσιπλάκη, τον οποίο ευχαριστεί από τα έγκατα της καρδιάς της ιδιαίτερα.



ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΕΥΤΕΡΠΗ


Ω, Μούσα των δασόπυκνων βουνών!
Στα ματόκλαδά σου πάνω
οι κερασιές δένουν
τον πρώιμο εύχυμο καρπό
για το φιλί των εραστών.
Αφήνοντας ένα μειδίαμα
στης χαραυγής τ’ αναφιλητό
για να ’χει η μέρα νόημα
και η ζωή το φως της.

Και τι δεν θα ’δινα στίχους σου
στο στημόνι να ’δενα.
Δρόμους να παίρνω, να ξεμακραίνω
και να γυρίζω στην ποταμιά
με τους θυσάνους της καλαμιάς
ν’ αποστηθίζω πουλιών τραγούδια,
να ξεσκιστώ μες τα παλιούρια
για το χορό τ’ ανέμου της λυγαριάς.
Η αποψινή νυχτιά χτενίζεται
με ασημένια χτένια.
Αριπρεπής ο Κίσαβος
σου στέκει επιστεφής.
Μα συ την πένα πιάσε
μην πέσει καταγής.
Σήκω κι αγκάλιασε ό,τι έφυγε
μέσα από μιαν ανάσα χρόνου.
Σύναξε τα ματόφυλλα
στο ιερό λημέρι των Νυμφών
τα πρόσηλα αλώνια με ξανθοήλιαστα
άχυρα ωραίων εποχών.
Κι εγώ να φέρω πάω ένα χαμόγελο,
που άφησε ένα δάκρυ
ν’ αργοκυλήσει
απ’ των ματιών την άκρη.
Ψάξε για ρίμες ποίησης,
που γέννησε η Άλμπα
σαν της ημέρας έφεξε
το φως το ερατεινό.
Ψάξε μέσα στο δείλι,
που χάνεται
σταγόνες για να βρεις
εύδιου φεγγαριού
για να’ χουν τ’ αμπέλια
αιτία κι αφορμή
τον πόνο τους να κλάψουν.

Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin
Zürich, 24. Mai 2012