Δέχτηκα με
μεγάλη χαρά να προλογίσω την ποιητική συλλογή της Ροδίτισσας ποιήτριας Λίτσας
Μοσκιού, χαρακτηρισμό τον οποίο η ταπεινότητα της δεν την αφήνει να αποδεχτεί, χρόνια
πριν ακόμη όταν έγινε η πρώτη γνωριμία μας και μάλιστα στο δημοφιλές μέσο
κοινωνικής δικτύωσης, το facebook. Άλλωστε, η ίδια ξεκαθαρίζει τις απόψεις της στο
ποίημά της: «Στον
ποιητή».
Αστροβροχή που γέννησε
το υπέρλαμπρο φως
και σ' έφερε στο κόσμο τούτο να υπάρξεις
οδηγός ταπεινότητας
στις ψυχές των ανθρώπων
της υπέρτατης αρετής
ρασοφόρος.
Πιστεύω
ότι η αποδοχή των προσωπικών αισθημάτων είναι το πρώτο βήμα και το δεύτερο βήμα
είναι η άρνηση του κόσμου που περιτριγυρίζει τον ποιητή, με την έννοια ότι δεν είναι
ποτέ πλασμένος ιδανικά ή αγγελικά (όπως έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός), για να
περάσει αφιλτράριστος από την ευαίσθητη ψυχή του ποιητή. Τις περισσότερες
φορές, ο κόσμος μοιάζει με δέντρο που δεν ποτίζει τις ρίζες του η αλήθεια και
τα κλαδιά του τα τσακίζει η υποκρισία και η ευκολία.
Η αγαπητή
Λίτσα Μοσκιού, μπορεί να καθυστέρησε να εμφανιστεί στα ελληνικά γράμματα με το
πρώτο εκδοτικό της εγχείρημα, όμως -μας κάνει να υποψιαζόμαστε- ότι περίμενε να
έρθει ο κατάλληλος καιρός, ώστε να είναι σε θέση να αναλάβει ολόκληρη την
ευθύνη που απαιτείται από τη μεριά του ποιητή και να κυοφορήσει τις ιδέες της,
περνώντας τες από το φίλτρο του νου και της ψυχής. Τις μετέτρεψε σε αφομοιώσιμα
υλικά για κάθε αναγνώστη, ακόμη και γι’ αυτόν που δεν ελκύεται ιδιαίτερα από
τον ποιητικό τρόπο έκφρασης και αποφεύγει να νιώσει τη χαρά που προσφέρει η
ανάγνωση ενός ποιητικού βιβλίου.
Η απλότητα
και η καθαρότητα των στίχων της, παρόλο που δεν είναι βασισμένη σε ποιητικές
φόρμες και αυστηρές ποιητικές μορφές, κερδίζει απ’ την πρώτη στιγμή τον
αναγνώστη. Αυτό δε σημαίνει βέβαια, ότι αποτέλεσε και κρυφή επιδίωξή της τα
ποιήματά της ν’ αγγίξουν τους μελλοντικούς αναγνώστες της, αλλά τα έγραψε με το
εύπλαστο ζυμάρι της ψυχής που αντιτάσσεται, διαμαρτύρεται έντονα, κρίνει,
αναθεωρεί, γκρεμίζει, γεννάει και δε σταματά ποτέ να ονειρεύεται. Τα όνειρα
είναι ο κεντρικός πυρήνας ανάπτυξης της δραστηριότητας κάθε ευαίσθητου
ανθρώπου, πόσο μάλλον μιας ποιήτριας που τα συνοδεύει με όμορφα επίθετα και
μεταφορές.
Ασυναίσθητα
γίνομαι συλλέκτης ονείρων και με τη μαεστρία που τα ντύνει η Λίτσα, θαρρείς ακόμη
και τα νεκρά όνειρα ζεσταίνονται και ζωντανεύουν. Γίνονται τόσο οικεία, ενώ
πριν ήταν αρκετά μακριά. Στο ποίημα: «Αποστάτες ονείρων», γράφει:
Απαρηγόρητα τα όνειρά μας
πετροβολήσαμε.
Στο ποίημα: «Ανώνυμες θλίψεις»:
Τα σκυμμένα φεγγάρια μέσα μας
κλαίνε για τα νεκρά όνειρα.
Στο ποίημα με τίτλο: «Δοσίλογοι» αποτυπώνει με
πίκρα:
Σε μια αλάνα αφήσαμε
να παίζουν παιδιά
πάνω σε πτώματα ονείρων.
Στο ποίημα με τίτλο: «Δε θα λεγόσουν άνθρωπος»,
το μήνυμα που δίνει η ποιήτρια είναι αισιόδοξο.
Δε θα λεγόσουν άνθρωπος
αν έθαβες τα όνειρά σου
μετά από κάθε θάνατό τους
μην ελπίζοντας σε μια ανάσταση.
Αν και τα όνειρα πεθαίνουν
ανασταίνονται, ακόμη και μέσα από τις στάχτες τους, αφού η θύμησή τους μπορεί
να πονά και να αναζωογονεί ταυτόχρονα. Έτσι, στο ποίημα: «Εξ’ αρχής», «το χώμα, στάχτη ήταν» και τελειώνει με
τη διατύπωση: «ανούσια πια η ανάσταση...».
Όνειρα
εδώ, όνειρα εκεί, αντικείμενα λατρείας αλλά και κακοπάθειας, αν και δεν
περιγράφονται αναλυτικά πέρα από τη λέξη τους που υπονοεί κάτι μεγάλο και
σημαντικό για τη ζωή κάθε ανθρώπου. Όνειρα που θα μπορούσαν να βιώνονται ως
χάδι και αγγέλου αύρα, αλλά στην πορεία χάνεται η αρχική γοητεία τους, όπως
δίνεται η εικόνα τους στο ποίημα: «Στυγερό έγκλημα»:
Η βροχή μούσκευε
ως το κόκαλο
όλα τα μισά
και απροστάτευτα όνειρα
που τριγυρνούσαν
πάνω στα κεραμίδια του σπιτιού.
Όνειρα
ίσως χειροπιαστά μα ποτέ υλικά, πάντα πνευματικά και δημιουργικά, όπου μέσα
τους καθρεφτίζεται η ποιήτρια να διαβάζει τον περασμένο χρόνο της ζωής της και
τις προσωπικές της στιγμές μέσα από το καμίνι και τη φλόγα της έμπνευσης, όπως
σημειώνει στο τέλος του ποιήματος: «Το ταξίδι»:
Μες τα λιμάνια
βουλιάζουν
αταξίδευτα
τα όνειρα των ανθρώπων.
Όμως ποτέ δεν ξεχνιέται «Ο λόφος», όπου στην
πρώτη στροφή διατυπώνεται όμορφα:
Ο λόφος των παιδικών μας χρόνων
ο λόφος που η ψυχή μας σκαρφάλωνε
ματώνοντας χέρια και γόνατα
να κατακτήσει το όνειρο.
Τι μένει
λοιπόν από το ν’ ανοίξουν οι πόρτες και τα παράθυρα αυτού του «ονειρόσπιτου»,
που μας παραδίδει με αγάπη και σεβασμό η Λίτσα, να βλέπουμε τα ποιήματά της σαν
ολόλευκα περιστέρια να πετούν ψηλά, άπιαστα, υπέροχα, ανυπόταχτα, να στοχεύουν
στην καρδιά και την ψυχή. Συγκινούν απεριόριστα και σε κάνουν να σκέφτεσαι για
τη ζωή σου: αν έζησες ειλικρινά, αν έζησες με κρυμμένες αλήθειες, αν τόλμησες,
αν δίστασες, αν κυνήγησες την ευτυχία ή αν η ευτυχία σε βρήκε εντελώς ξαφνικά. Αυτό
ακριβώς το νόημα περιλαμβάνει το ποίημα: «Εικονικά»:
Μα τώρα, πόσες αλήθειες αλήθεια
σε καθιστούν μερικώς ανυπότακτη.
Ανακαλύπτεις με πόνο πως η ψυχή σου
δεν έχει μνήμες απ' αυτό το σώμα
και ψαχουλεύεις στο κενό της ύπαρξης σου.
Η ποίηση
είναι βροχή στην ξηρασία της σύγχρονης υλιστικής εποχής. Τα εκατόν τέσσερα
ποιήματα της Λίτσας Μοσκιού γίνονται η δροσιά κάθε ταλαιπωρημένης ψυχής, οι
αντικατοπτρισμοί σε μια έρημο, τα ριγωτά κύματα της θάλασσας, τα λαμπυρίζοντα
αστέρια στον νυχτερινό ουρανό, βλέμματα, αγγίγματα, ομιλίες ανθρώπων που ήρθαν
κι έφυγαν από τη ζωή μας και άλλων που συνεχίζουν να βρίσκονται μαζί μας, πίνοντας
τη γλύκα της φιλικής ανταπόκρισης και της ανταλλαγής όμορφων στιγμών και
αισθημάτων, αρνούμενοι να πιουν το δηλητήριο της λήθης. Η Λίτσα Μοσκιού δε
φωνάζει, μα η φωνή της ακούγεται πολύ δυνατά γιατί στην ουσία μας
εκμυστηρεύεται διαπιστώσεις και αποφάσεις ζωής. Κι ο ποιητής που έχει σκεφτεί
καλά πριν κάνει το πρώτο του βήμα, ξέρει τι σημαίνει φτώχεια:
Αυτό είναι φτώχεια
Ξέρεις τι είναι
να μην έχεις φυτέψει
ένα λουλούδι;
Να μην έχεις νιώσει ποτέ
να τρέμεις από φόβο στον άνεμο
κάθε φορά που το δέρνει;
Να μην έχεις απλώσει
ένα χέρι με τρυφερότητα
σε κάποιον
και το βλέμμα σου να προσπαθεί
να τρυπήσει την ψυχή του
να κλάψει εκεί από συμπόνια;
Φτώχια είναι...
Ναι, αυτό είναι φτώχια...
Η ίδια δε
θα τολμούσε αυτό το βήμα αν δεν αρνιόταν την έλλειψη προσδοκιών από μια ζωή
συμβατική, όπως αναφέρει στο ποίημά της «Αρνούμαι», στην τρίτη και τελευταία
στροφή:
Αρνούμαι τη ζωή
από δήθεν ελεήμονες
που μ' έναν δίσκο εράνου
με έχρισαν, άπορη κορασίδα.
Και το φως
είναι τόσο «ανήλικο», σοφή επιλογή τίτλου και πετυχημένη η διαπραγμάτευση του
θέματος στο ποίημα: «Ανήλικο φως»:
Ανήλικο το φως ακόμα
να φανερώσει την αλήθεια.
Το δίκαιο θα αναγνωριστεί
όταν ο ήλιος βασιλέψει.
Και τότε κάποτε
κάποια αυγή
ίσως ξυπνήσουμε
σοφότεροι
και πιο γενναίοι.
Διακινδυνεύοντας
μια μεταφορά, θα πω ότι το φως μας κάνει να μη βλέπουμε την αλήθεια, αφού το
πλεονέκτημά του και το μειονέκτημά του ταυτόχρονα είναι να μας παραδίδει στον
αισθητό κόσμο κι έτσι ασυνείδητα να συντελείται η τύφλωσή μας, όπως στην
επιφάνεια της θάλασσας αντανακλά το πρώτο φως της ημέρας, το οποίο μας κάνει να
αφηνόμαστε στην ομορφιά και να μην αναζητούμε, να αδιαφορούμε γενικά για όλα
όσα βρίσκονται στον βυθό της, παρόλο που θα έπρεπε να αφήνουμε εκεί κάτι από
την ψυχή μας. Όπως γράφει σε ανάλογο κλίμα στο ποίημα: «Ένα σφουγγάρι και η ψυχή σου»:
Για κάθε σφουγγάρι που θα μαζεύεις
εκεί ως αντάλλαγμα
στον βυθό της
να αφήνεις κάθε φορά
κι ένα μικρό κομμάτι από την ψυχή σου.
Οι στίχοι
της δεν έχουν τη φανταχτερή λάμψη, απαλλαγμένοι από περιττά ποιητικά στολίδια,
μας φέρνουν σε άμεση επαφή με την ψυχή της και τις προθέσεις της να μας μιλήσει
χαμηλόφωνα αλλά δραστικά. Μια ουσιώδης εκδήλωση της ποίησής της είναι η αγάπη
και ο έρωτας, τόσο ως θεματική επιλογή όσο και ως λυρική έκφραση. Γράφει στη
δεύτερη στροφή του ποιήματος με τίτλο: «Ήταν ο έρωτας»:
Η ανακάλυψη πως τίποτα ως τώρα δεν είχα
πως τίποτα δεν έζησα
λες και γεννήθηκα ξαφνικά
τη στιγμή που σε αντίκρισα
κι αρνήθηκα τον έρωτα πριν έρθει
σ' όλα τα πρόσωπα
που δε θα έχουν τη μορφή σου.
Παρόλο που
«Δεν
έχει ήχο η αγάπη», προσπαθεί να επικεντρωθεί σε αυτό το συναίσθημα,
αναγνωρίζοντας την αξία του στην καθημερινή ζωή της:
Είναι που η αγάπη δε χωράει σε κανέναν ήχο
δεν ταιριάζει σε καμιά λέξη
δεν ανήκει σε καμία γραφή.
Η ποίηση
της Λίτσας Μοσκιού μοιάζει να ακροβατεί, όπως το παραδέχεται στο ποίημα: «Ακροβάτης»,
την πρώτη στροφή του οποίου παραθέτω εδώ:
Ακροβατεί η ψυχή μου,
πάνω σε σημεία στίξης
ώρες ώρες αυτό το κόμμα
γίνεται δρεπάνι
και με θερίζει.
Όταν
γράφει στο υπέροχο και περιεκτικό ποίημά της «Ανυπαρξία»: «Γεμίζαμε τα αμπάρια της ψυχής μας
προσμονές...», μας μεταδίδει μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία, αφού τους
ψυχικούς τόπους και τα συναισθήματα τα μεταλαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι όπου γης,
περνώντας από τη δοκιμασία της ζωής. Κι η πίεση της ύπαρξης είναι ευδιάκριτη,
που γίνεται: «Αόρατη φυλακή»:
Ακόμη κι αν βρεθεί τρόπος διαφυγής
τη λευτεριά δε θα χαρώ ούτε θα αντέξω.
Βλέπεις δεν έμαθα να ζω
με την παρουσία της.
Για την
ποιήτρια, είναι εξαιρετικά ωφέλιμη η σύρραξη στο εσωτερικό της ύπαρξής της,
ώστε να προκύψουν ποιότητες και να εξισορροπηθούν οι αντιθέσεις με την τρέλα,
την τρέλα της ποιητικής αδείας στο ποίημα: «Εκ βαθέων»:
Σύρραξη εντός μου
δυο κόσμοι μάταια μάχονται
τρόπαιο νικητή δε θα σηκώσουν
τρόπος συνύπαρξης μόνο η τρέλα.
Τέσσερις
στίχοι της Λίτσας Μοσκιού μπορούν να μπουν στο τέλος αυτού του πρόλογου,
συνοψίζοντας όσα αποκομίσαμε από την ανάγνωση των ποιημάτων της. Είναι από το
ποίημα: «Ίσως κάποτε γίνεις ποιητής»:
Όταν οι λέξεις σου πετάξουν σαν πουλιά
και γίνουν όνειρα τα βράδια
στον ύπνο κάθε απελπισμένου
που προσεύχεται να μην ξημερώσει.
Κατά τη
γνώμη μου, αυτό ακριβώς κατάφερε η φίλη ποιήτρια Λίτσα Μοσκιού, να μεταμορφώσει
τις λέξεις της σε ζωντανές οντότητες, φτερουγίσματα που μπορεί ν’ ακούσει ο
καθένας μας μέσα στη σιωπή της νύχτας, ψιθυρίσματα ονείρων που ζητούν τη
δικαίωσή τους, ώστε η παρηγοριά να μην είναι η μοναδική προσφορά του ποιητή
στην κοινωνία. Ώστε το ξημέρωμα να εναποθέσει ακόμη μία ελπίδα ως πυξίδα του
αποπροσανατολισμένου σήμερα ανθρώπου κι όπου το φως θα έχει επιτέλους
ενηλικιωθεί μέσα από ατέλειωτα ποιητικά ταξίδια.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Ποιητής, συγγραφέας, βιβλιοκριτικός
Νέα Αγχίαλος Βόλου, 2 Μαρτίου 2016