Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Αιώνια διαδρομή.





   Εκείνο το απομεσήμερο είχε μια παραμυθένια όψη. Δεν ήταν απλά μια αίσθηση που ζωντάνευε μέσα από τη μνήμη... Ήταν άνοιξη κι ίσως όλα τα χαμόγελα των ανθρώπων κι όλες οι προσωπικές επαγγελματικές επιτυχίες συγκεντρωμένες να μην έφταναν ποτέ, για να με κάνουν να νιώσω τόσο όμορφα...
   Κι αν κάποιοι σε φοβούνται, έτοιμοι στη γωνία να απλώσουν το χέρι με το μαχαίρι σφιγμένο και με το στόμα τους να ρίξουν χολή, δεν έχει σημασία, δεν σε αγγίζουν, τους προσπερνάς, ξέρεις πως η δικαιοσύνη έρχεται αργά ή γρήγορα κι ο καθένας λαμβάνει αυτό που του αξίζει. Ξέρεις πως όλα τα χαμένα, κάποτε τα παίρνεις πίσω, όχι επειδή το επιδίωξες σαν τρελός, απλώς τα δικαιούσαι... Να σπέρνεις φως και καλοσύνη με τα λόγια σου και τις πράξεις σου κι όμως να έρχεται πάντα ένα σκοτάδι δηλητήριο να σε πεθαίνει σιγά σιγά...
   Αυτά σκεφτόμουν καθισμένος στο εστιατόριο κι όταν ένιωσα στα ρουθούνια μου εκείνη τη μυστική μυρωδιά των λουλουδιών, την οπτική μαγεία των χρωμάτων, σίγασε ο πληγωμένος κόσμος της ψυχής μου.
   «Ώρα για να ξεχάσεις φίλε μου», είπα στον εαυτό μου, προσπαθώντας να ξεγελάσω τη μοναξιά.
   Κάτω στο πλακόστρωτο, το τακούνι χτυπούσε έντονα, χαρακτηριστικά. Ποιος το περίμενε ότι θα έπεφτε; Με ένα απρόσμενο στραβοπάτημα, δεν μπόρεσε να πιαστεί από πουθενά. Από τη μία η τσάντα, από την άλλη οι σκέψεις να την βαραίνουν. Τινάχτηκα χωρίς να το πολυσκεφτώ, την έπιασα από τη μέση.
   «Άουτς», φώναξε, «πρόσεξε, έγδαρα το γόνατό μου!».
   Την βοήθησα να σηκωθεί προσεχτικά. Της πρότεινα να καθίσει μαζί μου για λίγο, μέχρι να συνέλθει από την ταραχή και να πάρει δυνάμεις. Μου θύμισε γυναίκα άλλης εποχής, πλασμένη με παιδικότητα ή ενήλικη αθωότητα. Το άρωμά της μού δημιούργησε μια πολύ ευχάριστη διάθεση. Της περιποιήθηκα τη γρατσουνιά, βάζοντας γύρω από το γόνατό της έναν επίδεσμο. Όταν ήρθε ο σερβιτόρος για την παραγγελία, πήρε την άρνηση και των δύων μας.
   Άρχισε ένα αεράκι ξαφνικά κι έσπασε την ανοιξιάτικη ζέστη. Περπατήσαμε αρκετά μαζί, πρώτα περάσαμε δύο τρεις τοξωτές καμάρες, δεχτήκαμε και ριπές νερού από τις νοικοκυρές που πότιζαν τις γλάστρες στα μπαλκόνια τους. Μέσα στην ψυχή τής γυναίκας, άρχισε να ξεμυτίζει μια ζωή κρυμμένη και φοβισμένη. Όσο περνούσε η ώρα, η φωνή της ακουγόταν σαν τιτίβισμα καλλίφωνου πουλιού. Μάλλον ήμουν υπεύθυνος για την ψυχική της απελευθέρωση. Ξεφύσηξε κι ένιωσα ότι μια ομίχλη, ένα βαρύ ρούχο του χειμώνα της ξεμάκραινε και με ταξίδευε με ανάλαφρο ενθουσιασμό.
   Το σχόλιό της με εντυπωσίασε: «Ας ήταν τα σωματικά γδαρσίματα τόσο επώδυνα όσο τα ψυχικά!».
   Χαμογέλασε, της χάιδεψα το χέρι, ένα βλέμμα της γαλάζιο χάραζε αιώνια διαδρομή στην καρδιά μου.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου