Τετάρτη 5
Σεπτεμβρίου 2018, Wine Bar «4 Εποχές», Πεζόδρομος Τάκη Οικονομάκη, Βόλος.
Αγαπητές κυρίες, αγαπητοί κύριοι, καλησπέρα σας.
Σήμερα, συγκεντρωθήκαμε εδώ, -καλοί φίλοι-, για να τιμήσουμε με την παρουσία
μας τη Ζωή Μακρονάσιου, μία νέα δημιουργό του γραπτού ποιητικού λόγου που κάνει
ουσιαστικά το πρώτο της βήμα με την παρούσα εκδοτική προσπάθειά της να βαδίσει
στα λογοτεχνικά μονοπάτια τα οποία και θεωρώ ότι πρέπει πάντοτε να παραμένουν
ανοικτά –πέρα από τις οποιεσδήποτε κλίκες-, ώστε να δέχονται κάθε φορά την
επίδραση των καινούργιων ποιητών και να πλουτίζουν με τη γόνιμη κατάθεση του
ταλέντου τους σε στίχους.
Η
συγκεκριμένη ποιητική συλλογή αποτελείται από 32 συνολικά ποιήματα, συγκινεί
τον αναγνώστη και αγγίζει κάθε ψυχή που αναζητεί την ισορροπία της στα βαθιά
νερά της ποιητικής ευφορίας. Ευφορία με την έννοια της ψυχικής ευεξίας αλλά και
της άφθονης καρποφορίας. Εύφορη γη γίνεται η ποίηση διαμέσω της γραφής της
ποιήτριας που αξιοποιώντας δυναμικά τον τίτλο: «Κέρινος Θίασος» -κυριολεκτικά και μεταφορικά-, συνθέτει ποιήματα
με ποικιλία θεμάτων, αν και κυρίως περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα, με
προσέγγιση όμως όχι ειδυλλιακή και ρομαντική ως ενατένιση περασμένων στιγμών,
αλλά διδακτική, αφού το λογικό ισχυροποιείται έναντι του θυμικού κι έτσι
εξάγονται γενικά και ωφέλιμα συμπεράσματα, οδοδείκτες προσωπικής ζωής οι οποίοι
μπορούν να προστατεύσουν από τις κακοτοπιές, και ο πόνος, η απογοήτευση, τα
λάθη, η διάψευση των ονείρων γίνονται ένα μεγάλο σχολείο.
Το πρώτο
ποίημα της συλλογής με τίτλο «Θεατρίνα»,
όπως και προς το τέλος της συλλογής το ποίημα με τίτλο «Μούμια» συντίθενται από την ποιήτρια σθεναρά, με τρόπο που η ψυχή
κάθε γυναίκας διαθέτει το ειδικό βάρος και το ασυγκράτητο συναίσθημα για να
κάνει την επανάσταση της, να αντιδράσει στην προσποίηση, στην υποχώρηση που
επιλέγεται συνήθως ως επιθυμητή στάση, ώστε να γίνει κάποιος αρεστός ή να
βρίσκεται σε αρμονική σχέση αποδοχής με τον κοινωνικό περίγυρο και τους
κοινωνικούς θεσμούς. Στο πρώτο ποίημα, η Ζωή Μακρονάσιου παίζει έξυπνα με τις
λέξεις δημιουργώντας σκόπιμα ασάφειες, αμφισημίες ή αλληγορίες, με τις εξής ομοηχίες,
δηλαδή φωνητικές ομοιότητες: «Λήθη» με ήτα που σημαίνει τη λησμονιά –«λίθοι» με
όμικρον γιώτα που σημαίνει τις πέτρες, αλλά παράλληλα και τόσο γραπτές
ανομοιότητες που αυτές οι δύο λέξεις έχουν σε νοηματικό επίπεδο και δημιουργούν
αναπόφευκτα στον αναγνώστη απρόβλεπτες αλληλουχίες σκέψεων. Το να ταυτίζεται ο
αναγνώστης με την ποιητική σου περσόνα ή να τον οδηγείς κάπου αλλού, να
προβληματιστεί πέρα από το φανερό νόημα του ποιήματος, αποτελεί και στοιχείο
ποιητικής ικανότητας και δεξιοτεχνίας:
«Ψυχές
Εκτεθειμένες, έκθετες, έκφυλες, φαύλες
Παύλες.
Η ζωή στην καταμέτρησή της
Καταμεσής σε αρμαθιές από λάθη
Λήθη, λίθοι
Ένα θολό βάθος στη λήθη της θαλπωρής
Θήλυ
Θεμέλιο για ένα σθεναρό θύμα
Φωνάζει, θυμώνει, θέλει.
Θήλυ
Θηλάζει δήθεν ένα θεσπέσιο θαύμα θανάτου
Θωπεύει θρυμματισμένες θυσίες
Θέλει
Με δύναμη στο βάθος σε θαλερό βυθό
Δυνατή κι ανυπεράσπιστη
Πιστή ή άπιστη
Σωστή ή άσωτη
Μόνη
Δυνατή κι ανυπεράσπιστη».
Στο ποίημα
«Εν-τάσεις», η ποιήτρια χρησιμοποιώντας
την κιμωλία επιλέγει το μαύρο. Αναρωτιόμαστε κιόλας γι’ αυτήν την επιλογή της,
τη στάση ζωής της ή τη γενική οπτική της, που έχει να κάνει κυρίως με τη μη
ευόδωση των ονείρων ή τη μη άντληση ευχαρίστησης από το παρόν, τις στιγμές που
φεύγουν, που λιώνουν, τις κέρινες στιγμές που λιώνουν με τη φωτιά. Ποια φωτιά όμως,
της ελπίδας και του πάθους ή τη φωτιά της απραξίας, της στασιμότητας η οποία καίει
τα αποθέματα της ψυχής στο καμίνι του πόνου; Στην «Παράνομη Παραμονή» δίνεται άμεσα η εξήγηση:
«Μα το φταίξιμο άλλο
Πάντα φταις, πάντα λάθος
Καπηλεύει το πάθος
Άμυνά σου οι λέξεις
Σε παράνομο δέος
Παραμονή ιλίγγου».
Στα
ποιήματα με τίτλους: «Ανθίζω» και «Ακροθιγώς»
είναι εύκολα διακριτοί οι νοηματικοί άξονες της γραφής της -τα όνειρα, ο πόνος
και η αναγέννηση που ακολουθεί κάθε κύκλο ζωής. Επαναλαμβάνει συχνά μια λέξη που
παίρνει το ρόλο του συμβόλου στην ποιητική της γραφή. Η πέτρα: Πέτρωμα μάλλον
αλύγιστο – Πέτρινα όρια σμίλεψες – Βράχος ή πέτρα – Πέτρα στοργής – Πέτρινες
χάντρες- Πετρώδες το έρεβος – Πέτρες, σμαράγδια, πετράδια. Η πέτρα έχει
σκληρότητα, δύναμη, αιωνιότητα, δε σπάει, δεν είναι ευλύγιστη, δεν είναι
δεκτική στις αλλαγές. Είναι βαριά, αν πέσει στη θάλασσα καταλήγει μ’ έναν
γδούπο στον βυθό της. Επιπροσθέτως, φανερώνει την έλλειψη ευαισθησίας και
συναισθηματισμού, τη μη επικοινωνία, τον σκληρό άκαρδο άνθρωπο, που ο σοφός
λαός μας θέλοντας να τον περιγράψει λέει συνήθως γι’ αυτόν, ότι έχει καρδιά σαν
πέτρα:
«Ανθίζω
Σκοπός νηνεμία
Βράχος ή πέτρα
Τα κοχύλια μου φέρ’ τα
Κι απαράμιλλα μέτρα
Χάιδεψέ μου τον πόνο
Κοίταξέ με φυτρώνω
Κι όλο ανθίζω στο πλάι
Με τα όνειρα ήλιο
Με τα όνειρα χώμα
Ή νερό από τα χείλη
Μόλις πριν
Τόσα όνειρα ξένα
Τώρα πια…
Με τα όνειρα εσένα!».
Στο ποίημα
«Λεπίδες σ’ Ελπίδες», εκτός από τη
λεπτή ειρωνεία και την πίκρα που αγγίζει τον σαρκασμό, η εύθραυστη, ευάλωτη ποιήτρια
ντύνει τους στίχους της με μελαγχολία, η αιτία της οποίας μπορεί να βρίσκεται σε
μία αποτυχημένη διαπροσωπική, για την ακρίβεια ερωτική σχέση:
«Μια στιγμή!
Δε θ’ αργήσω να σου πω καληνύχτα
Φεύγεις τώρα, μα ρώτα
Ρώτα εσύ
Πρώτα-πρώτα η φωνή σου λεπίδες
Δεν μιλάς
Δίνεις μόνον ελπίδες.
Μια ελπίδα που τρίζει
Τρεμοσβήνει ή τρίβει
Ενοχές με συντρίμμια
Εποχές για ψοφίμια
Εσοχές σε σκουπίδια
Κι ο ουρανός λιγοστεύει
Ούτε ήλιος ή νέφη
Το μυαλό σου μου γνέφει
Ισορροπίες κομμάτια
Στο μυαλό καληνύχτες
Εσύ γέρνεις την πλάτη
Είναι αργά για να μείνεις
Είναι ’κείνη η ανελέητη μήνις
Με λεπίδες σ’ ελπίδες
Λεπτεπίλεπτες Λήδες».
Κι εδώ βέβαια έχουμε την
εμφάνιση ενός συμβόλου το οποίο δανείζεται η ποιήτρια από την αρχαία ελληνική
μυθολογία. Η Λήδα ήταν η βασίλισσα της Σπάρτης που ενώθηκε με τον Δία, όταν
αυτός την ερωτεύτηκε και για να την πλησιάσει μεταμορφώθηκε σε κύκνο. Σύμφωνα
με την παράδοση, ήταν τόσο ωραία, ώστε την καταγωγή της διεκδικούσαν πλείστες
χώρες της αρχαιότητας, όπως η Σπάρτη, η Αιτωλία και η Κόρινθος.
Στο ποίημα
με τίτλο: «Λητώ», η ίδια η Λητώ
γίνεται ακόμη ένα μυθολογικό σύμβολο. Η γυναίκα αυτή που κοιλοπονούσε επί εννέα
ημέρες έχοντας στα σπλάχνα της τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, αφού την κυνηγούσε
η ζηλιάρα Ήρα και έτρεχε κατάκοπη σε κάμπους, βουνά και θάλασσες για να
γεννήσει τα δικά της παιδιά και παιδιά του Δία, αλλά ολόκληρη η γη αρνιόταν να
τη δεχτεί γιατί φοβόταν την τρομερή εκδίκηση της Ήρας. Και τελικά ένα μικρό
πλεούμενο νησί, φτωχό και άγονο, η Ορτυγία, έδωσε άσυλο στη δυστυχισμένη Λητώ
και γέννησε επιτέλους ξαπλωμένη στη ρίζα μιας φοινικιάς, του μοναδικού δέντρου
που υπήρχε στο νησί. Σύμβολο λοιπόν σωματικού και ψυχικού πόνου. Στο ποίημα αυτό,
γίνεται πιο έντονη η διάθεση της ποιήτριας να παίξει με τις λέξεις, να
δημιουργήσει ομοιοκαταληξίες (Λητώ με ωμέγα – λιτό με όμικρον – λινό – φόβο – φόνο
– φόρο, μόνο, νόμο), με τη μονότονη επανάληψη του φωνήεντος «ο», δίνοντας στον
αναγνώστη την ακουστική εντύπωση του εναγώνιου λυγμού της:
«Το φόρεμά της
Απέριττο και λιτό
Αέρινο και λευκό
Σαν το σώμα της
Λευκότης κρυστάλλινη
Λιτότης ανάλαφρη
Το φόρεμά της λινό
Το χτένισμά της λιτό
Το όνομά της Λητώ
Το βλέμμα της απατηλό.
Η διάστερη ομορφιά της
Πινελιά από φόβο
Σαν να εμπνέει τον φόνο
Τον δικό της τον φόρο
Που έχει χρόνια αποτίσει
Έχει χρόνια αποκτήσει
Μια παράξενη όψη
Και το μόνο που λέει
Το απερίγραπτο «όχι»
Τρία γράμματα μόνο
Τα προφέρει σαν νόμο
Στο λιτό πέρασμά της
Στο λιτό άγγιγμά της
Στο «Λητώ» άκουσμά της».
Αν
προσπαθούσαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί η Ζωή Μακρονάσιου επιχείρησε να συγκεντρώσει
και να εκδώσει τα ποιήματά της, η απάντηση θα ήταν αφ’ ενός μεν ότι η
ενασχόληση με την ποιητική γραφή αποτελεί μια καλή ψυχοθεραπεία για τον
δημιουργό σε περιόδους της ζωής του ιδιαίτερα επώδυνες και τραυματικές, ψυχική
ανάγκη και λύτρωση από τα πάθη, αφετέρου δε εκείνο που συνιστά και τη δική μου άποψη,
η πίστη της δηλαδή ότι διαθέτει ταλέντο
και θέληση να μοιραστεί τα συναισθήματά της και τις σκέψεις της με τους
αναγνώστες της, ενώ αξίζει πραγματικά να δώσει τον μεγάλο και ανιδιοτελή αγώνα
μπαίνοντας στην ομάδα των ανθρώπων που δεν αρκούνται στα υλικά αγαθά και τις
ανέσεις, αλλά διψούν για ποιότητα ζωής και πνευματικά όνειρα, τροφοδότες ψυχής
και όχι λιποτάκτες Ζωής… «Ζωής» με αρχικό κεφαλαίο γράμμα. Κι αυτό το
καταφέρνει με αρκετά πρωτότυπο τρόπο, αφού οι στίχοι της κεντρίζουν νου και
ψυχή και λειτουργούν πολλαπλώς στην πρόσληψή τους και κατανόησή τους, γεγονός
που αποτελεί και την κορυφή της αισθητικής απόλαυσης. Να αντιλαμβάνεσαι το
ποίημα με όλες σου τις αισθήσεις!!!
Στο ποίημα
«Θυμάμαι» γράφει: «Θυμάμαι ένα πηγάδι με
όνειρα/ Σκοτεινό, μουχλιασμένο και σάπιο/ Όνειρα φρέσκα, παιδικά/ Όνειρα
επίμονα/Επίμονα αισιόδοξα/ Επίπονα ματαιόδοξα». Όμως, η ποιήτρια φαίνεται
στο τέλος να στεριώνει σε «όνειρα επίμονα
και αισιόδοξα», αφού ολοκληρώνοντας το ταξίδι της εσωτερικής της αναζήτησης
συμπεραίνει χωρίς επιφύλαξη, ότι εκείνα «τα
άσπρα ξυλοπάπουτσα» του ποιήματος «Νύμφαι
Ανύμφευτε» που φορούσε, την εμπόδιζαν να προχωρά μπροστά και το βλέμμα που
είχε στο παρελθόν την έβλαπτε κι έπρεπε να αλλάξει τη θεώρηση της ζωής της για
το καλό της.
Θα τελειώσω την ομιλία μου αυτή, διαβάζοντας
το ποίημα με τίτλο: «Εκλογικευμένο
Συναίσθημα», όπου η ποιήτρια
περιγράφει με όλο της το «είναι» τους ψυχικούς κραδασμούς που προκαλεί η
έμπνευση και η λαχτάρα της αποτύπωσής της:
«Ένα ολέθριο κύμα
Μεσονύχτιο ποίημα
Η ανάγκη μεγάλη
Αγρυπνώ καρτερώντας
Συναισθήματα άλλα
Σαν εκείνα που σφύζουν
Την ψυχή κατακλύζουν
Και τον έλεγχο χάνω-
Αυθορμητισμό το φωνάζω
Δυστυχώς δεν τρομάζω
Παρορμητικώς ξεχειλίζει
Τη λογική ποιος ορίζει;
Μάχη σώμα με σώμα
Ξέρω…
Είμαι πάντα το πτώμα
Ανασταίνομαι
Φτάνω
Σε εξαίσιο πλάνο
Λογικές εκμαιεύω
Συναισθήματα ψέγω
Λογικεύομαι μήπως;
Με συναίσθημα… ίσως!».
02/09/2018
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Ποιητής-συγγραφέας