Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

"Ερωτική εξομολόγηση", ένα ερωτικό αφήγημα της Εύας Λόλιου.




  
   Θέλω να ’μαι μαζί σου, βυθισμένη στο γαλάζιο σου πουκάμισο. Να γέρνει η όσφρηση μου στο καρφιτσωμένο γιασεμί της ψυχής σου, πώς μοσχοβολάς... στραγγίζουν τα άνθη όλου του κόσμου στη θάλασσα σου... Πέταλα κουβάλησε ο άνεμος στο σώμα σου, ολόφρεσκα άνθη των ρυακιών τα δώρισαν, για σένα. Γι’ αυτό σε αγαπώ, που σε κάθε μου βουτιά στο κορμί σου ανατριχιάζουν τα φυλλοκάρδια μου, καθαρίζει η ψυχή μου... μαργαριτάρια απλόχερα μού δώρισες να στολίσω τον ορφανό λαιμό μου. Σε αγαπώ που μ' αφήνεις να διαβώ τα σκοτεινά μονοπάτια σου, περήφανη για σένα σαν γέρνει ο λυπημένος ουρανός σου στους ώμους μου να κλάψει, να διαβάσω τα σημάδια του Θεού που μόνο σε σένα εμπιστεύτηκε, να μετρώ τις ψιχάλες στα άνθη της λεμονιάς του κήπου σου.
   Σε αγαπώ που αμέσως μετά ανατέλλεις χαμόγελα, σπέρνεις ελπίδες το πρωί στις αυλές, να γιομίζουνε άστρα τις νύχτες. Θέλω να ’μαι μαζί σου, μα δε μπορώ. Μα είσαι άγιος και φοβούμαι να το φωνάξω… δικός μου δε θα γίνεις ποτέ. Και γι' αυτό σε αγαπώ ακόμη περισσότερο, που η καρδιά σου είναι πλουμιστό βουνό, γεμάτο καρπούς κατάχαμα πεσμένους στην άμμο, να χορταίνεις την πείνα των ταξιδιάρικων πουλιών.
   Πώς να μη σε αγαπώ; Ποιος δε θα αγαπούσε έναν άγγελο που ξάπλωσε στις όχθες του βουνού τούτου, να τον πατούν τα πλάσματα του Θεού, να κολυμπούν στα γαλάζια πετάγματα του; Που απ' τα σωθικά σου καθάριες πηγές αναβλύζουν γάργαρα νερά να ξεδιψάς τις προσευχές;    Σε αγαπώ όσο κανένα άλλο κόσμο Άγιε Ιωάννη μου, βάρυνε η καρδιά μου που έφυγα από κοντά σου, γέμισε κάτασπρες πετρούλες του γιαλού σου. Στο γυρισμό μου γράμματα θα σκαλίσω πάνω τους, κοχύλια να γίνουν, να σου μιλήσουν για τον έρωτα μου....

Άγιος Ιωάννης, 27/06/2016
Εύα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΜΙΚΑΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗ: "ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ".


Αιώνια μεταλαβιά


Περνώντας σαν σύννεφο πάνω από τις σκέψεις σου
τη λαχτάρα σου μοιράζομαι για ένα ηλιοβασίλεμα.
Ο ήλιος, χρυσαφένια καρφίτσα στα μαλλιά σου
χαϊδεύει το κύμα. Πορτοκαλένια θύμηση στη θάλασσα
που έσβηνε τα λόγια, λόγια ψιθυριστά ανέμου
που σε ταξιδεύει. Χωρίς ψυχή φωτιά και καρδιά καμίνι
κανείς πόθος δεν φτάνει το όνειρο.
Γι’ αυτό σε προτρέπω να απλώσεις
τις κομψές φτερούγες των μαλλιών σου
διαβάτης ο χρόνος που πόθησε ένα χαμένο φεγγάρι.
Δέσε στο κύμα μια ψυχή συγκινημένη
απόψε γνωρίζω πως είσαι κοριτσάκι
γιατί με την ευτυχία μεθάς και γίνεσαι αστέρι φωτεινό.
Ξέχνα για λίγο τη γυναίκα που πονά
καθώς κάποιο παράπονο, της τρώει το όνειρο.
Τώρα, στους χάρτες σου διαβάζεις
ό,τι χάθηκε στο παρελθόν.
Είναι νησιά παρθένα από τον άνθρωπο
μένει να κατακτήσεις αυτή την κρυφή ζωή
που παίρνει αιώνια μεταλαβιά από την αλμύρα και το πέλαγο.
Έρωτας και φιλία λεύτερα πουλιά στη δική σου αγκαλιά...

25/06/2016

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Είναι καιρός αγαπητοί φίλοι λογοτέχνες και αναγνώστες, να σας αφιερώσω ένα ποίημά μου και να σας ευχηθώ ένα όμορφο καλοκαίρι, με αγάπη, όνειρα και αισιοδοξία. Τα ταξίδια του παρελθόντος δεν ξεχνιούνται αλλά και οι μέρες που περνούν δεν επιστρέφουν πίσω... Ζήστε τες όσο γίνεται ολοκληρωτικά!!!


Γυμνή αλήθεια.





Αυτή η θάλασσα, γυμνή αλήθεια, πνίγει τις στιγμές
το κύμα έρπει να φτάσει στις σπηλιές
όπου κατοικούν τα όνειρα και της αγάπης σπίθες.
Γυναίκα, το σεντόνι της αμαρτίας σού έστρωσα
κι ένας πνιγμός σου κι ένας ερωτικός σπασμός σου
από τα δόντια του αιώνιου πιάνεται
κι έτσι τρέφεται η ζωή που βγαίνει απ' το μηδενικό
γεννάς στα στήθη σου το φως
κι εγώ βυζαίνω τ' όνειρο από τη σάρκα σου... 

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

"Ερωτευμένη θάλασσα", ένα θαλασσινό διήγημα της Εύας Λόλιου.




   Χαράματα κινήσαμε για την καραβοστασιά πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος. Άυπνοι, απ' τα χθες νετέρναμε το παραγάδι, τριακόσια αγκίστρια, να δολώσουμε κεχριμπάρι γαριδούλα, ολόφρεσκια. Πίσω απ' τα σίδερα του λιμανιού ωρυόταν η θάλασσα, χτυπώντας αλύπητα τους κυματοθραύστες. Εγώ να παίζω με την οργή της, μου φέρνει γέλια ο θυμός.
   - Έλα και θα σε φάει σαν Λερναία Ύδρα, μην την περιγελάς, φώναζε ο κυρ Αντώνης.
   - Έμπα και μεγαλώνει το ρεστίο!
   Πηδώ στη βάρκα και πιάνω κουπί έως ότου τυλίξει το κορδόνι στη τροχαλία το αφεντικό. Πιάνομαι απ' το σχοινί στην πλώρη σαν παίρνει μπρος η μηχανή. Μα δεν τη φοβάμαι τούτη την αγριάδα της, χαϊδεύουν τα μουγκρητά τ' αυτί μου. Την αγαπώ την άτιμη πιότερο, την ερωτεύομαι παράφορα που χτυπά η καρδιά μου σαν τρελή. Παίζουμε σαν παιδιά, με μπουγελώνει, ανατριχιάζει η ψυχή μου απ' τη δροσιά της.
   Την παραμελώ μια στάλα, κάτασπρες γοργόνες με καλούν, άλαλοι σμιλεμένοι βράχοι σαν σειρήνες σαγηνεύουν τον ιππόκαμπο του μυαλού μου.
   - Όρτσα τα πανιά τ' ονείρου! φωνάζω στη θάλασσα. Σαλεύει περισσότερο από ζήλια, να με κάνει να κυλιστώ χάμω απ' τα γέλια.
   Το αφεντικό νευριάζει που τη θύμωσα τόσο. Με βρίζει παίρνοντας το πηδάλιο του γυρισμού προς το λιμάνι του Αι Γιάννη. Αποτρελάθηκε ο Γραίγος, σηκώνει βουνά να μας βυθίσει. Απαγκιάζουμε στη Νταμούχαρη, μα καταπίνω τα νευρικά χαχανητά μου μπρος το άγριο βλέμμα τ' αφεντικού. Σίγουρα θα με διώξει απ' τη δούλεψη του.
   - Αλαφροΐσκιωτε! μου φωνάζει φτύνοντας τον ιδρώτα τ' αυτιού του, μα το βλέμμα μου χάνεται στα ασημένια ξίφη του ήλιου που την αγγίζουν...

5/6/2016

Εύα Λόλιου