Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Ο δρόμος μας σιωπηλός....





Γύρω η ομορφιά του ονείρου σαν άνεμος ξωτικός
τα δέντρα ασάλευτα κρέμασαν τις κουρτίνες τους
για να νανουρίσουν στα φύλλα τους τη νυχτερινή δροσιά.
Πατημασιές, ίχνη ανθρώπων που είχαν πάρει
πιο παλιά τον ίδιο δρόμο και πού έφτασαν
κάνεις δεν ξέρει...
Μια υποψία ανικανοποίητου στα σπλάχνα τους
η φλόγα του ακατόρθωτου σιγοκαίει στο νου τους.
Τα χέρια σου όπου ακουμπούν κλείνουν πληγές
δεν είναι στήθος τριχωτό που λαχταράς, μα λίμνη με νούφαρα
έφυγε για πάντα ο χειμώνας της καρδιάς
κοίταξε που το φεγγάρι φορά ένδυμα γιορτής
σημαία του ατέρμονου ουρανού
ότι η αγάπη δεν πεθαίνει κι ας πήγαινε σε απύθμενα πελάγη.
Δεν είναι στόχος η διαφυγή, καρπός να μεγαλώνει σε αγκάλη
γινόμενο άσπλαχνης μοίρας με χέρι του Θεού
είναι τα χείλη που σμίγουν σε δρόμο άγνωστο.
Το φιλί και η καρδιά πυξίδες μέσα σε φύσημα αδέκαστου βοριά
να ανεμίζει τα μαλλιά σου, υπόκρουση άδολης ψυχής
φτερούγισμα πουλιού που αναπαυότανε σε δέντρο.
Έρωτα ήρωα αρμάτωσες δυο ψυχές με αγάπες ριψοκίνδυνες
όνειρα δάκρυα έσπειρες παντού για να σε βρουν
οι επόμενοι που είχαν πάρει λάθος την κατηφοριά.
Ο δρόμος μας σιωπηλός....
τα βήματά μας ελαφρά ραπίζουν την ανηφοριά.
Στήνει η συνείδηση παγίδα αδημονώντας να σκοντάψει η ζωή
λες και η αγάπη είναι ένας άγγελος ψεύτης
που σε παρέσυρε μια νύχτα για να πιει
κρυφά απ’ της αθανασίας την πηγή
δροσοσταλίδες των ματιών σου που πέφτουνε
ποτίζοντας το αγνό χορτάρι.

29/07/2016

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

"Ο λόγος της σποράς", ένα διήγημα λαογραφικού περιεχομένου της Εύας Λόλιου.






   Απ' το στόμα του πατέρα, χρυσαφένιος έβγαινε ο λόγος της σποράς, σμιλεύοντας τις αθώες ψυχές μας με αγάπη και καλοσύνη για όλη την πλάση. Μας 'ξηγούσε για τον καλό σπόρο και πώς τον μασούμε πρώτα για να δούμε αν είναι μεστωμένος κι ύστερα να τον σπείρουμε στη γη.
   - Κλαίει η γη και σείεται αν δε σηκώσει μεγάλα και χρυσαφένια στάχυα, να τη φοβούστε σαν την αντάρα τ' ουρανού και της θάλασσας, μας έλεγε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του και ανοίγοντας διάπλατα τα γαλάζια του μάτια.
   Ακόμη και ο μπέμπης που κοιμόταν σαν αγγελούδι στην ανάποδη του σαμαριού, ξυπνούσε και τα ’μπηγε. Η μάνα παρατούσε τον σποροσάκουλο να τον νανουρίσει πάλι με τα τζιτζίκια αντάμα. Μα τόσο που τη φοβόμασταν τη στιγμή 'κείνη και ούτε να την πατήσουμε δε θέλαμε, τρέχαμε όλα μαζί στο κάρο να κάτσουμε. Τον πατέρα τον έπιανε τότε μια χαρά, που τον τραβούσε πάλι στον ήλιο να ανοίξει καινούργια αυλάκια, να ορίσει την έκταση που θα όργωνε έως το σούρουπο. Ναι, χαιρόταν που πιστεύαμε τους λόγους του και τον κοιτούσαμε στα μάτια, όπως η γη τον ουρανό.
   Μα σαν νευρίαζε, τότε ήταν που κρυβόμασταν πίσω απ' τις φοράδες που κι αυτές έντρομες, όλο και ’κάναν πίσω βήματα. Και για να πω την αλήθεια, μόνο τρεις φορές τον θυμούμαι έτσι αγριεμένο, για τρία αλέτρια που ανά δύο χρόνια σάπιζαν απ' την υγρασία των νερών στο χώμα. Μετά 'γίναν άτρωτα στα χέρια του σιδερά. Είχε το δίκιο του, να περιμένει πάλι να λιγώσει το φεγγάρι, να κόψει τα πλατάνια και να τα πελεκήσει για να συνεχίσει το όργωμα.
   Και για να πω ακόμη μια ’λήθεια, τότε εμείς σηκώναμε πανήγυρο στο χωριό, με λεύτερα απ' τα ζυγάλευτρα τα φρόνιμα γαϊδουράκια, παρελάζαμε γύρω απ' τις κρύες βρύσες της πλατείας, ξεδιψώντας τον ήλιο στα καμένα μας πρόσωπα.

Εύα Λόλιου

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Τα κρυφά ακρογιάλια σου.


Άστρα, φιλιά, ήταν τα χείλη 
που πρώτη φορά ξεγύμνωσαν το φως 
κι έμειναν μάτια ορίζοντες γλυκοί
να τους βάψει ο ήλιος με το βασίλεμά του.
Αλμύρα κι ένα κορμί που σπαρταρά 
σαν άδειασε το βάρος της θύμησης 
κι έφερε η καρδιά βροχή απαλών συναισθημάτων. 
Κι όμως εκρήγνυνται μέσα τους η φωτιά 
και ξεπετιέται η αστραπή ενός απρόβλεπτου ουρανού 
πάνω στα στήθη που γελούν 
στο άγγιγμα των πόθων.
Άρωμα βανίλιας, ο αέρας μοσχοβολά νοσταλγία
μικρό παιδί που μάτωνε τα πόδια του στους δρόμους
έγινε τώρα βράχος αληθινός
μοιράζοντας τη σάρκα του παντού
κάθε φορά που η θάλασσα τού σκάει τα φιλιά 
με τα τρεμάμενα κύματά της.
"Έλα" προστάζει, "πρίγκιπά μου"
με φωνή ηλιόλουστη
"να σου δείξω τα κρυφά ακρογιαλιά μου".
"Εκεί θα κολυμπήσω τη νύχτα νεράιδα μου
για να διαβάσω όλες τις λέξεις 
από το σώμα σου στον άνεμο".

29/06/2016

Λάσκαρης Ζαράρης

"Πόσο κοστίζει τ' όνειρο;" της Εύας Λόλιου.





   Μιας δραχμής γιασεμιά, τόσο κοστίζει τ' όνειρο. Μέτρησα τα χρήματα στην τσέπη μου, ήταν πολλά περισσότερα. Αγόρασα μια μεγάλη πήλινη γλάστρα, φρέσκο χώμα και φύτεψα μέσα της ένα γιασεμί. Περιμένω να απλώσει τα κλαριά του στον Θεό, να πραγματώσει τα όνειρα μου. Κάθε πρωί πηγαίνω στο ποτάμι, κείνο στο χωριό που 'χω πεθυμήσει. Δροσίζεται η ψυχή μου κάτω απ' τα φουντωτά πλατάνια, δροσοσταλίδες γέρνουν απ' τις φυλλωσιές χαϊδεύοντας τρυφερά το πρόσωπο μου. Μαζεύω στις χούφτες μου το ποτάμι, ξαναβαφτίζομαι. Ανασαίνω το φως να γιομίσει η ψυχή μου χρωματιστές πεταλούδες, να πετάξω.    Ένα, δυο, τρία χελιδόνια ξεκουράζονται στο περβάζι του σπιτιού μου. Αχ, να έκτιζαν μια φωλιά, φέρνει την ευτυχία λένε. Φτιάχνω λάσπη με χώμα και νερό. Προσθέτω σκέψεις, πέντε γεννήματα της Άνοιξης, μια χελιδόνα να ξεχειλίζει το ράμφος της απ' αγάπη. Ψιλοκόβω μικρά σκουληκάκια, ανακατεύω. Στους δύσκολους καιρούς να χορτάσουν τη φωλιά τους κι ύστερα ας φύγουν.    Τέσσερα, πέντε, έξι χρόνια ελπίζω τη νόστο σου. Θέριεψε η ψυχή μου από όνειρα. Φώλιασαν τα πετάγματα για τα καλά στην καρδιά μου, πεταρίζει. Σιμά η γιορτή της Παναγιάς. Αρκετά σε περίμενα. Πέφτουν τα άνθη, στρώνουν ένα κάτασπρο μονοπάτι. Να ’ρθει η Παναγιά επίσκεψη, στο φτωχό σπιτικό μου.


Εύα Λόλιου.