Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Βραβεία και Έπαινοι 16ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού "ΚΟΥΡΟΣ ΕΥΡΩΠΟΥ" Μακεδονικής Εταιρείας "ΤΕΧΝΗ" ΚΙΛΚΙΣ


1ο Βραβείο
Αθανάσιος Κουτσογιάννης   «Νεοχωρίτης»   Θεσσαλονίκη
Παναγιώτης Γκαρμίρης   «Άδμητος»   Θεσσαλονίκη

2ο Βραβείο
Μαρία Παχίτη   «Συλλέκτης Εμπειριών»   Λευκωσία Κύπρου
Γεώργιος Νικολόπουλος   «Ικέτιδες»   Γλυφάδα – Αθήνα

3ο Βραβείο
Χάρης Μελιτάς   «Καλλίμαχος»   Γλυφάδα – Αθήνα
Κώστας Λούστας   «Μοσκιός»   Θεσσαλονίκη

Έπαινοι

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου   «Άρης Αιωνίτης»   Λάρνακα Κύπρου
Ευθυμία Χαραντώνη-Μπαγανά   «Ιάσων Μανιάς»   Έδεσσα
Δημήτρης Γαλάνης   «Τάκης Δωματιώτης»   Θεσσαλονίκη


            Η Πρόεδρος                                                      Η Πρόεδρος
της Μ.Κ.Ε.«ΤΕΧΝΗ» ΚΙΛΚΙΣ                         της Κριτικής Επιτροπής
              
  Κική Παπαδοπούλου-Πάγκου                                    Ζωή Σαμαρά

Ένα ποίημα από τον Σάββα Τσαλίκη


Δεν χρειάζεται να πονέσουμε περισσότερο... 
Να φωνάξουμε περισσότερο χρειάζεται...
Κι ας σκορπάει τα λόγια ο αέρας, εμείς θα γράφουμε φωνές στο τέλος της ημέρας...


ΚΟΙΜΑΣΑΙ

Πάνω εκεί πιο ψηλά
Πιο ψηλά κι απ’ τα αστέρια
Γεννημένοι νεκροί
Γεννημένοι μικροί
Σε φωνάζουν ρε συ
Με χειροπέδες στα χέρια
Κι όλοι εδώ κάτω στη γη
Στη μικρή τους σκηνή
Τραγουδάνε οι χαζοί
Και μετά ακονίζουν μαχαίρια

Άρρωστοι πάλι καιροί
Κι εσύ βολεμένος εκεί
Στου σαλονιού σου την άκρη
Να νυστάζεις,  μα θες
Κάτω στις γειτονιές
Να ξεχνάς πως θυμάσαι το δάκρυ
όταν ήσουν κι εσύ παραπαίδι, μαζί
Με τον μπάτσο που κλαίει στην άκρη

Τώρα πια
Σε αφήνω, έχε γεια
ό,τι θέλεις μπορείς να θυμάσαι
μα εσύ με κοιτάς… δε μιλάς
μου φυσάς τον καπνό
και κοιμάσαι

Σάββας Τσαλίκης

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

32 ποιητικά γιατί από τη Δήμητρα Καραφύλλη, με τίτλο "Στο βάθος κήπος".


   Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Αρκαδικός Κήρυκας», Αθήνα 2011, η πρώτη προσωπική ποιητική συλλογή της Δήμητρας Καραφύλλη με τίτλο «Στο βάθος κήπος». Περιλαμβάνει πρόλογο του Γιώργου Νικολόπουλου και μότο του Χάρη Μελιτά από το ποίημα «Έξοδος Κινδύνου» της συλλογής Χαϊκού «Μαύρη Σοκολάτα».
   Στον πρόλογο της συλλογής, ο κ. Γιώργος Νικολόπουλος αναφέρει: «Η Δήμητρα Καραφύλλη είναι πρώτα απ’ όλα μια λειτουργός των εικαστικών τεχνών. Και σαν εικαστικός έβλεπε πάντα την ποίηση σαν μια τέχνη διαφορετική, οικεία αλλά και ξένη συνάμα και κάπως έτσι ξεκίνησε την ποιητική της διαδρομή διστακτικά, διακριτικά, με χαμηλούς τόνους». Ό,τι γράφει εκείνος οριοθετεί αυτή ακριβώς την οπτική, το συγκεκριμένο πεδίο παρατήρησης στο οποίο καταλήγει να υιοθετήσει ο προσεχτικός αναγνώστης, προκειμένου να θαυμάσει την ομορφιά των ποιημάτων της. Την Καλλιτεχνική Επιμέλεια ανέλαβε η ίδια η ποιήτρια, η οποία ένιωθε έντονα την ανάγκη να εκφράσει τον ψυχικό της κόσμο με λέξεις, αλλά και να τον αναπαραστήσει εικαστικά με σχέδια που υπογραμμίζουν το νοηματικό περιεχόμενο που θέλει να μας μεταδώσει. Στο βιογραφικό της μας αναλύει: «Πάντα θαυμάζοντας το «καλόν» και αγανακτώντας με το «κακόν», κυρίως μονολογώντας ή σημειώνοντας τις σκέψεις μου, μην ξεχάσω τις μισές, ανακάλυψα…».
   Η Δήμητρα Καραφύλλη γράφει για να διατηρήσει ζωντανό το όνειρο στο ποίημα «Άτιτλο»:

Το όνειρο:

Ονειρεύτηκε

ότι βρήκε ένα μαργαριτάρι.
Το θαύμα:
Ξύπνησε
κρατώντας το ακόμη
στην παλάμη του.

   Και ύστερα μιλάει για όσα περικλείουν την αγάπη της στο ποίημα «Καλώδια»:

Αγαπώ τη θάλασσα, τη γη, τον αέρα.
Αγαπώ το λευκό, το κόκκινο, το κίτρινο, το μαύρο.
Αγαπώ την Αλήθεια, την Ειρήνη
τη Σοφία, την Ελευθερία
τη Ζωή, τη Νίκη, την Αθανασία.

Βρίσκονται λοιπόν, στην ποίησή της όλα τα στοιχεία της φύσης αλλά και όλες οι ιδέες που μέσω αυτών εξυψώθηκε ο άνθρωπος πνευματικά, ηθικά και κοινωνικά, κάθε φορά που τις μεταχειρίστηκε στον αγώνα του να ξεφύγει απ’ τη φθορά. Όμως τ’ ανθρώπινα περικλείουν κάθε συναίσθημα, έστω ακόμη κι εκείνο που μας συνθλίβει στο ποίημα «Ομερτά»:

Σκιούλα μου πολύχρωμη, ανατρεπτική
καθόλου δεν μοιάζεις σαν γκρίζος διώκτης·
στον ήλιο ορκίστηκες να μου είσαι πιστή
να μη με προδώσεις.

Ίσως στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται ο κρυμμένος φόβος του ανθρώπου μην τυχόν υποπέσει σε σφάλματα και κάνει λανθασμένες επιλογές και έτσι αποδειχτεί σκιά του εαυτού του. Ένα κυρίαρχο υπαρξιακό μήνυμα που δίνεται και σ’ άλλα ποιήματά της.
   Αφορμή της προσωπικής πορείας της ποιήτριας αποτελεί η αποστροφή που εκείνη νιώθει στο ποίημα «Το Λεξικό», στους ακόλουθους στίχους:

Με πνίγουν λέξεις παραπλανητικές, κοινές
με ψεύτικα στολίδια φορτωμένες
στενόκαρδες θαρρείς κι αναξιόπιστες
σε γκρίζα πεζοδρόμια στημένες.

και πιο κάτω στο ίδιο ποίημα γράφει:
«Ν’ αλλάξω θέλω την παλέτα των χρωμάτων
που σκοτεινιάζουν τη ζωή».
   Η σκληρή άποψη -αλλά όμως πέρα ως πέρα αληθινή- πως «η ζωή αίρει την μονιμότητα» έχει κι αυτή τη θέση της στο ποίημα «Περαστικοί».
   Στο ποίημα «Οπτική Γωνία», μιλώντας σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, προτρέπει:

Μην αλιεύεις μίγματα εκρηχτικά, στα λεξικά

που ξεριζώνουν την ψυχή από τις λέξεις.

Μοιάζει σαν ν’ αποτινάζει από πάνω της οποιοδήποτε φθαρμένο ένδυμα καλλιέπειας του λόγου, για να «εστιάσει» σ’ ό,τι ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή της και στον ζωτικό της χώρο, μακριά από ξένα και παρελθόντα δάνεια.
   Στο ποίημα «Ασορτί», όπως και στο ποίημα «Ομερτά» -που ανέφερα προηγουμένως- ο φόβος του λάθους παραμονεύει παντού για να βουλιάξει την ύπαρξη στην αγωνιώδη και απελπισμένη ηχώ της:

Στο πρώτο μου ολίσθημα
δέσμια να με σύρει στο πραιτώριο.

   Στο πολύ όμορφο ποίημα «Χάρτινη Βάρκα» γράφει η κα Δήμητρα Καραφύλλη:

Εργόχειρο από νήμα μεταξένιο το ταξίδι
όπως τ’ ονειρεύτηκα.
Δεν πρόβλεψα τους κόμπους και τα ξέφτια.
Μπροστά στα μάτια μου έκλεψαν
το καλαθάκι με τους θησαυρούς μου.

   Στο «Puzzle» ασχολείται με τις παιδικές τις φίλες που:

Λάμνουν, σαν άσκοπα, στις όχθες της λήθης.
Προχωρούν, πισωγυρίζουν, συλλέγουν, ξεδιαλέγουν
προσπαθούν να τακτοποιήσουν
τα δήθεν πολύτιμα γι’ αυτές ευρήματα
σ’ ένα πλατύ, ρηχό χαρτόκουτο.
Σε μια σχεδόν φθαρμένη συσκευασία puzzle.

   Στο ποίημα «Κόκκινη Γραμμή», η εικόνα μιας κόκκινης τρίχας σ’ ένα καθαρό σεντόνι γίνεται η αιτία να προβληματιστεί η ποιήτρια σχετικά με τη φθορά της ζωής και της νιότης:

Με σκόνες, βότανα, γητειές
δεν μπόρεσα ν’ αποτρέψω το μοιραίο.

   Στο ποίημα «Του Συρμού» περιγράφει το πρόσωπο, τα μάτια, το χαμόγελο και το κορμί μιας ιδανικής γυναίκας, ενός γυναικείου προτύπου χωρίς να φείδεται πολλών εκφραστικών μέσων, ειδικά περιφράσεων:

Μάτια: Γαλάζιες δέσμες φωτεινές
που σκίζουν την πυκνή σκιά και διαχέονται
σε λεωφόρους πλαστικών φαντασιώσεων.

Και συμπεραίνει στο τέλος του ποιήματος πως εκείνη η γυναίκα, η σχεδόν τέλεια, δεν είναι τίποτε άλλο παρά:

Κιτς απομίμηση
ελκυστικού πακέτου προσφοράς.

Είναι μια μορφή χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, που μοναδικό σκοπό έχει να προσελκύσει. Μόνο ένα διαφημιστικό κόλπο!
   Γενικά, η ποιητική συλλογή της Δήμητρας Καραφύλλη περιέχει αρκετά ερωτικά ποιήματα, καλυμμένα και συνυφασμένα μεν με την υπαρξιακή και φιλοσοφική συνειδητοποίηση της μη μονιμότητας, του εφήμερου. Γι’ αυτό τον λόγο εισπράττονται ως φευγαλέες σκηνές ενός ονείρου και μιας ανάτασης, η οποία δεν θα συνεχιστεί για πολύ, αφού η δέσμευση του παρόντος χρόνου και η ανησυχία του μέλλοντος την επαναφέρουν στη σκληρή πραγματικότητα. Ανάλογα συναισθήματα γεννιούνται στο συμβολικό «Αερόστρατο», το οποίο ωθεί τη δημιουργό στην επιθυμία της πτώσης και της συντριβής, μόνο που εκεί όλα γίνονται για χάρη της ομορφιάς της θάλασσας.
   Στο ποίημα «Χους Ην», ο αγαπημένος της γάτος «δραπετεύει» από το σπίτι και τον αναζητεί εναγωνίως:

Κάτω από αμάξια γονατίζω και προσεύχομαι.
Σε μια κηλίδα καταμεσής του δρόμου αναγνώρισα
το αποτύπωμα του κορμιού σου, Χουσείν.

Η ποιήτρια δημιουργεί ένα έξυπνο λογοπαίγνιο με τ’ όνομα «Χουσείν», τον τίτλο και τελικά την κατακλείδα του ποιήματος «Χους Ήν». Πικρό συμπέρασμα που αντανακλά την εμπειρική, φιλοσοφική θεώρηση της ζωής της, αλλά και δηλωτικό της ευαισθησίας της με τα ζώα.
   Στο πολύ καλό ποίημα «Θητεία» αποτυπώνονται χαρακτηριστικά οι αντιρρήσεις της σχετικά με την ωφελιμότητα της στρατιωτικής θητείας. Ένα ποίημα που νομίζεις πως το έγραψε άνδρας που βίωσε τη συγκεκριμένη εμπειρία:

Είδα αγόρια να στοιχειώνουν στη σκοπιά
μ’ ένα γιατί-καρφί στο νου
πριν ψηλαφίσουν τα όνειρά τους.
Μάνες, που δεν τις ρώτησε κανείς, αν θέλουν
να μάθουν τα παιδιά τους να σκοτώνουν
άλλων μανάδων τα παιδιά στ’ όνομα της ειρήνης.
Θητεία πληρωμένη ακριβά.
Χρέος βαρύ. Γραμμάτιο οδύνης.
Κόκκινη στάμπα στο χακί.
Κηλίδα σε πλακέτα Α. Σ. Μ.

Πόσο ακριβή των όπλων η τιμή.
Πόσο φτηνό το αίμα των αθώων.

Μια κοινωνία που συνεχώς ακροβατεί επικίνδυνα, απλώνοντας τα θανάσιμα δίχτυα της στους νέους ανθρώπους και ανοίγοντας πάντα πληγές όπου πάει να γεννηθεί κάποια ελπίδα για το μέλλον της.
   Τελικά, η ποίηση της κα Δήμητρας Καραφύλλη έχει κάτι το γοητευτικά αγνό, κάτι το ειλικρινές, πηγαίο και αληθινό. Από την πρώτη στιγμή προδιαθέτει θετικά τον αναγνώστη της, ο οποίος εισπράττει τα ποιήματά της σαν φιλική συζήτηση μεταξύ δύο αγνώστων. Μ’ αυτή την πρώτη συλλογή της έδειξε πως βαδίζει το δικό της ξεχωριστό δρόμο, τον καμωμένο με πίστη και ελπίδα· τον ποτισμένο με το αίμα και το δάκρυ της γραφής της, όπως περιγράφει στο ποίημα «Θα…»:

Όταν την πένα μου βουτώ στο αίμα και στο δάκρυ
τ’ άγρια θεριά των στοχασμών στριμώχνονται στην άκρη.  

Φανερώνεται η λυτρωτική διαδικασία της ποίησης για τον άνθρωπο. Το μαρτύριο βιώνεται πιο υποφερτά, ο πόνος απαλύνεται, ενώ οι βασανιστικές σκέψεις υποχωρούν…
   Η ποιήτρια παίζει ακούραστα με τις λέξεις, με την παρουσία, με την απουσία, με το ευμετάβλητο των ανθρώπινων καταστάσεων, με τα ευχάριστα και δυσάρεστα συναισθήματα. Η συνείδηση της δεν την αφήνει ποτέ να κοιμηθεί μέσα σ’ έναν ψεύτικο και κούφιο καλοζωϊσμό. Θίγει δύσκολα και λεπτά θέματα, τα οποία χειρίζεται με δεξιοτεχνία. Δεν την ικανοποιεί το «τώρα» και καταφεύγει στο «πριν», όμως αγωνιά συχνά για το θολό και αβέβαιο «μετά», επειδή όλη η φιλοσοφία της συνοψίζεται στον στίχο: «Η ζωή αίρει την μονιμότητα».
   Η Δήμητρα Καραφύλλη μόλις ξεκίνησε την ποιητική διαδρομή της με τους καλύτερους οιωνούς. Διαθέτει ποικίλα εφόδια, όπως οι γεμάτοι νοήματα στίχοι της, το αρμονικό συνταίριασμα πολλών αντιθετικών στοιχείων, η ανένταχτη σκέψη της και μια διογκωμένη ευαισθησία που φανερώνεται στη σχέση της με τα ζώα. Η πραγμάτωση ενός μεγάλου αισθητικού αποτελέσματος δικαιολογεί την άποψή μου πως σ’ αυτή την υπέροχη και φασματική ενασχόληση που ονομάζεται ποίηση, η κα Δήμητρα Καραφύλλη έχει να προσφέρει πολλά. Της εύχομαι καλή συνέχεια στο όμορφο ταξίδι της.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ


   Η Δήμητρα Καραφύλλη γεννήθηκε στο Παλιό Φάληρο. Σπούδασε γραφιστική στη Σχολή Δοξιάδη με καθηγητές τους διαπρεπείς εικαστικούς δημιουργούς Τάσσο, Μυταρά, Γράββαλο, Δεσκουλάκο, Κατσουλίδη, Βασιλειάδη κ.ά. Επίσης αγιογραφία, χαρακτική και κατασκευή κοσμημάτων. Στη Νορβηγία παρακολούθησε σεμινάρια Ψυχολογίας. Εργάστηκε σαν Δημιουργική της Διαφήμισης και σαν κατασκευάστρια κοσμημάτων δικής της έμπνευσης και σχεδίασης.
   Το 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αρκαδικός Κήρυκας» η Ποιητική της συλλογή «Στο βάθος κήπος» με πρόλογο του Γιώργου Νικολόπουλου και σκίτσα της ιδίας.
   Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, της Αμφικτιονίας Ελληνισμού, της Ένωσης Συγγραφέων – Λογοτεχνών Ευρώπης και του Αττικού Πνευματικού Ομίλου Γλυφάδας.
   Έχει κερδίσει διακρίσεις και βραβεία από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών το 2010 και στους Δελφικούς αγώνες του 2011, τον Ελληνο-Αυστραλιανό Πολιτιστικό Σύλλογο Μελβούρνης, την Ένωση Συγγραφέων – Λογοτεχνών Ευρώπης, την Εταιρία Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά, το Δήμο Ευόσμου Θεσσαλονίκης, το Λογοτεχνικό Περιοδικό «Κελαινώ», το Ωδείο Φουντούλη, το «Καφενείο των Ιδεών», τον Σύλλογο Φίλων των Επτανήσων και το Poetry Slam τον Νοέμβρη του 2009 στην Αθήνα.
   Ποιήματά της μεταφρασμένα περιλαμβάνονται σε ξενόγλωσσες λογοτεχνικές εκδόσεις.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Τριλογία Χαϊκού από τον Χάρη Μελιτά


  Με μεγάλη χαρά έλαβα τις τρεις ποιητικές συλλογές του αγαπητού και εκλεκτού λογοτέχνη Χάρη Μελιτά. Λογίζονται ως προσωπικά του ποιητικά πονήματα, ως υπέροχες δημιουργίες που σκιρτούν κάτω από την ακριβολόγα πένα ενός πολύ ικανού χειριστή των στίχων. Αυτά τα δεκαεφτασύλλαβα τρίστιχα που μας ήρθαν από την Ιαπωνία, έφτασαν να γίνουν εξαίσιες φόρμες τις οποίες μεταχειρίστηκαν και οι δικοί μας ποιητές, για να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και τα πάθη τους. Εν ολίγοις, φύτρωσαν και άνθισαν αυτά τα μικροσκοπικά δέντρα της ποίησης στο ξένο χώμα της Ελλάδας, μαζί με τις ελπίδες των ποιητών που θέλησαν να συμπυκνώσουν τις σκέψεις τους, τα νοήματά τους και να βαδίσουν πάνω σε καινούργια πρωτόγνωρα μονοπάτια.
   Ένας από εκείνους τους ακούραστους εργάτες της γραφής είναι ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, κ. Χάρης Μελιτάς ο οποίος έσκυψε ευλαβικά πάνω στα προβλήματα της ποίησης, λυτρώνοντάς την από τις περιττολογίες, αφού επέλεξε ν’ ασχοληθεί με τα Χαϊκού. Σύντομες φωτιές συγκεντρώθηκαν πάνω στο λευκό χαρτί και έλαμψαν οι διανοητικές του δυνάμεις. Στο διάστημα των λίγων χρόνων που τυχαίνει να γνωρίζω τον ποιητή, δεν μπόρεσα να κρύψω τον θαυμασμό μου στο πρόσωπό του, όταν τύχαινε να συνομιλώ με άλλους γι’ αυτόν, κυρίως σε πρωτάρηδες σαν και μένα -θα έλεγα- εραστές της ποίησης. Τον άκουγα προσηλωμένος ν’ απαγγέλλει  στις εκδηλώσεις όπου του απονέμονταν τα βραβεία και ένιωθα με τη διαίσθησή μου πως αυτός ο άνθρωπος με το ξεχωριστό παρουσιαστικό, το ιδιαίτερο χιούμορ και την πολύ χρωματισμένη φωνή είχε μέσα του ένα τεράστιο πνευματικό υλικό να εξωτερικεύσει στην κατοπινή του πορεία. Μα ήδη ήταν φτασμένος δημιουργός και είχε δώσει σημαντικά έργα. Τον γνώρισα επίσης μέσα από κάποιες του δημοσιεύσεις σε περιοδικά. Έτσι λοιπόν, δεν ήταν δυνατόν να μη σταθώ με προσοχή πάνω στους στίχους του οι οποίοι γεννούν με τα λιτά του μέσα έναν ολόκληρο κόσμο, ενώ μέσα από μια κεντρική ασάφεια του ποιήματος σκαρώνουν με τον αναγνώστη διανοητικά παιχνίδια και βάζουν σε ατέρμονη κίνηση ερωτηματικά.
   Οι ποιητές πάντοτε αντλούν την έμπνευση από τον ψυχικό τους κόσμο ανοίγοντας τις βαριές κερκόπορτες της μυστικής τους ζωής, αυτής που μετουσιώνεται σε μουσική αρμονία. Ο Χάρης Μελιτάς, παρόλο που είναι ένας από αυτούς που γλυκοκοιτάζουν τις Μούσες του Ελικώνα μ’ έναν τρόπο αδιαμφισβήτητα προσωπικό, δίνει επιπρόσθετα προτεραιότητα στο νου, στο χρυσοφόρο ποταμό του πνεύματος. Αυτή την ιδέα πρέπει να έχουμε οδηγό πριν προσεγγίσουμε τα ποιήματά του. Όπως γράφει στον «μονόλογο του συγγραφέα» αντί προλόγου: «Ήμουν σχεδόν έτοιμος να παρατήσω οριστικά την άκρως προσοδοφόρο ποιητική μου καριέρα»· αλλά τελικά εκείνος ανακάλυψε τα Χαϊκού. Μ’ ένα είδος συμπυκνωμένης ποιητικής σοφίας γονιμοποιεί τα ποιήματά του μέσα σε λίγους στίχους, ξαφνιάζοντας ευχάριστα με χτυπητά και απρόσμενα νοήματα. Κάπου εκεί κρύβονται η ειρωνεία και ο σαρκασμός· όπλα αποτελεσματικά που σαγηνεύουν τον αναγνώστη στο τέλος κάθε ποιήματος. Από τις αναγνώσεις προηγούμενων έργων του συνάγεται το συμπέρασμα πως ανέκαθεν ταίριαζε στην ψυχοσύνθεση του η συγκεκριμένη γραφή με τους περιορισμούς της. Η ευκαιρία, που περίμενε με αγωνία, δόθηκε λοιπόν για ν’ αναμετρηθεί με αντίξοες συνθήκες, σε καινούργια και καρπερά ποιητικά ταξίδια. Μικρά χάρτινα καράβια που φτιάχνουν τα παιδιά και τ’ αποθέτουν στη γαλανή θάλασσα, παρακαλώντας τους ανέμους να είναι πάντα στοργικοί μαζί τους! Έριξε τα δημιουργήματά του στο πέλαγος να δοκιμάσουν άγνωστες περιπέτειες και ν’ αποθησαυρίσουν ωφέλιμες εμπειρίες. Τα έδωσε τίτλους για να ’χουν πιο ευνοϊκό ταξίδι.
   Συγχωρέστε με όμως την πολυλογία, γιατί τώρα θα μιλήσει ο ποιητής μέσα από μερικούς στίχους, που μου έκαναν εντύπωση, και τους οποίους παραθέτω κατά σειρά.

  


   Η πρώτη από τις τρεις ποιητικές συλλογές του φέρει τον παράξενο τίτλο «Πατέ στρουθοκαμήλου» (2008).

1)De Profundis

αν σου απλώσω
τις πληγές μου στο χαρτί
θα τις διαβάσεις;

2)Λευκή Απεργία

τα μαύρα πιόνια
έγιναν βασίλισσες.
Ακόμα παίζεις;

3)Ελεύθερος Πολιορκημένος

εγκλωβισμένος
κι ούτε ίχνος φυλακής
να δραπετεύσω.

4)Αντοχή των Υλικών

ερημονήσι
στα νύχια των κυμάτων.
Πέτρα ή χρόνος;

5)Αυτογνωσία

πριν ακουμπήσω
μιαν αλήθεια στο χαρτί
φοράω γάντια.

6)Κίβδηλο Βλέμμα

υπάρχει θέμα
έγραφαν τα μάτια σου.
Μοιραίο ψέμα.

7)Το χάδι

ένα βότσαλο
προσμένει τη θάλασσα.
Δεν θα φυσήξει;

8)Το τίμημα

μάθημα κόστους
συσσωρευμένων πόθων.
Επανάσταση.

9)Φενάκη

σκάει καινούργιο
παραμύθι του χρόνου.
Σβήστε τα φώτα.

   Άλλοτε καταλαβαίνουμε τις ποιητικές ανησυχίες του που αποτυπώνονται χαρακτηριστικά ή υποπτευόμαστε κάποιες αντιθετικές απόψεις που παρουσιάζονται. Πότε-πότε διακρίνουμε μια πικρή ειρωνεία ή με ποιο τρόπο ακριβώς προσεγγίζει την αγάπη· σαν μια ανάπαυλα στους ισχυρούς προβληματισμούς του. 



  
   Η δεύτερη συλλογή έχει τον τίτλο «Γλώσσα λανθάνουσα» (2010).

1)Γεωμετρική Πρόοδος

μετά τη μάχη
θα ’χουν διπλή μερίδα
οι επιζώντες.

2)Ισοπέδωση

τούτη η άμμος
που αμέριμνα πατάς
υπήρξε βράχος.

3)Αξονική

βρήκαν στο νου του
ίχνη συνειδήσεως.
Χειρουργήστε τον.

4)Προσβολή Δημοσίας Αιδούς

μη σας ξεφύγει.
Γράφοντας την αλήθεια
ξεγυμνώθηκε.

5)Λωρίδες Γάζας

πώς να τυλίξεις
ματωμένες σελίδες
με επιδέσμους;

6)Άνευ

δεν ξαναβάζω
ζάχαρη στους στίχους μου.
Τους στρογγυλεύει.

7)Ο Παλιάτσος

μη με ρωτάτε
αν γέλασα ποτέ μου.
Θα σας γελάσω.

8)Το Μενταγιόν

στ’ άσπρα σου στήθη
του πόθου κεφάλαια
αποστηθίζω.

9)Πράσινο αίμα

δέντρο εν όψει
είπε ο εργολάβος.
Φέρτε πριόνι.

   Καθαρά υπαρξιακή είναι η μουσική που ανεβαίνει από τους στίχους αυτής της συλλογής, έτσι καθώς πνέει ένας εσωτερικός άνεμος, για να πνίξει στο διάβα του τα εμπόδια στην πραγμάτωση των ιδεών του ποιητή, τα «κακώς κείμενα», βάζοντας ως ασπίδα τον αφίμωτο λόγο του.




   Θα ολοκληρώσω την παρουσίαση του ποιητή με την τρίτη συλλογή Χαϊκού με τίτλο «Μαύρη σοκολάτα» (2011).

1)Η Εκποίηση του Ενεστώτος

πωλείται χρόνος
πλήρους απαξίωσης.
Κάτω του κόστους

2)Εκτός Χρόνου

αύριο φεύγω
και δεν πρόλαβα ούτε
να μεγαλώσω.

3)Βεγγέρα

μόλις νυχτώσει
ανοίγω τα λάθη μου.
Σε περιμένω.

4)Ζητούνται Υπάλληλοι

ρακοσυλλέκτες
πλήρους απασχόλησης.
Σίγουρο μέλλον.

5)Τα Σκέλεθρα

μας δυναστεύουν
εκείνοι που ξεχνάνε
πως θα πεθάνουν.

6)Ισόβια Δεσμά

πώς ν’ ανταμώσω
τον ελεύθερο στίχο
φυλακισμένος;

7)Μολυβένιος Στρατιώτης

ένα μολύβι
φυλάει της ψυχής μου
την κερκόπορτα.

8)Η Κρυψώνα

μέσα σε στίχους
φυλάω τα χρώματα.
Μην ξεθωριάσουν.

9)Επ’ Αυτοφόρω

λαθρεπιβάτης
στο πλοίο των ονείρων
συλλαμβάνομαι.

10)Το Πλήρωμα του Χρόνου

ναυαγισμένοι
συλλέγουμε συντρίμμια.
Νόμιμη μοίρα.

11)Η Πορεία

χαμένα χρόνια
στους δρόμους της ψυχής μου
διαδηλώνουν.

12)Κόκκινη Κλωστή

ράβω στο νου μου
μια φορεσιά του κόσμου.
Να τον αλλάξω.

13)Περίπλους

να τι δεν έχει
η νήσος Ουτοπία.
Ένα λιμάνι.

   Το ταξίδι, που μας ώθησε η ποιητική εμπειρία του Χάρη Μελιτά, παρέδωσε σε όλους εμάς τους αναγνώστες το δίδαγμα πως ολόκληρη η ζωή μοιάζει με μαύρη σοκολάτα, καθώς περνούν τα χρόνια και ο κάθε άνθρωπος γίνεται σοφότερος. Η χαρά και η λύπη, η γλύκα και η πίκρα, όλα τα ευχάριστα ή επώδυνα συναισθήματα σταχυολογούνται σ’ έναν τελικό απολογισμό. Όμως αυτός πάντα μπορεί ν’ αναβάλλεται επ’ αόριστον, γιατί «η νήσος Ουτοπία δεν έχει λιμάνι» για τους ταξιδιώτες που πεισμώνουν και συνεχίζουν να καίγονται με την ελπίδα πως ίσως, έστω ένα μικρό ίχνος απ’ τα στραβά του τόπου τους μπορούν ακόμη ν’ αλλάξουν! Ο κ. Μελιτάς αντάμωσε με τη θάλασσα και τα όνειρα για ν’ ανασάνει έναν αλλιώτικο αέρα ζωής, να δώσει φως εκεί που το σκοτάδι μ’ επιμονή το αρνείται, για να αναθαρρήσει κάτω από τα ζεστά φτερά της ποίησης που δημιούργησε με τη δική του κόκκινη κλωστή.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ


O Χάρης Μελιτάς γεννήθηκε στην Αθήνα. Κατάγεται από το νησί των Κυθήρων. Είναι Αρχιτέκτων Μηχανικός του Ε.Μ.Π. και τ. καθηγητής ΑΣΠΑΙΤΕ, Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος, της Ένωσης Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης και της Αμφικτιονίας Ελληνισμού. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες (Μανδραγόρας, Νουμάς, Λογοτεχνική Δημιουργία, Ίαμβος, Παρέμβαση, Γραφή Λάρισας, Νέα Αριάδνη, Άνευ, Ελευθεροτυπία, Έκφραση Καλαμάτας, Έκφραση Λέρου, 3η Χιλιετία, Νέα Σκέψη, Κελαινώ) και περιλαμβάνονται σε ανθολογίες (Χάρη Πάτση, Νέας Αριάδνης, Ποιήματα του 2008 της Κοινωνίας των Δεκάτων, Λογοτεχνική Πολυμορφία, το Ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία κ.ά.). Στίχους του έχουν μελοποιήσει οι συνθέτες Ν. Λαρυγγάκης, Γ. Φουντούλης και Γ. Καλαϊτζόγλου. Έχει βραβευτεί από Λογοτεχνικές Ενώσεις, Πολιτιστικά Σωματεία και φορείς.
Εργογραφία: Ιστορία της τέχνης και της τεχνολογίας, εκδ. Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα, 1980, Η νύχτα στο πιάνο, Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, 1995, Πατέ στρουθοκαμήλου, Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, 2008, Εραστής ειδώλων, Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, 2009, Γλώσσα λανθάνουσα, Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, 2010, Μαύρη σοκολάτα, Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, 2011.
Ποιήματα του Χάρη Μελιτά υπάρχουν σε πολιτιστικά sites, στο διαδίκτυο. Έχει διατελέσει μέλος Κριτικών Επιτροπών σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς Ποιήσεως και παρουσιάσει ποιητές στο Ποιητικό Συμπόσιο του Πανεπιστημίου Πατρών, στο Πνευματικό Κέντρο Παλλήνης και στο θέατρο της Ημέρας.


Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Φανταστική μονομαχία στο δάσος

   Μα η μοίρα μας έσπρωξε εκεί που ποτέ δε θα τολμούσαμε να φτάσουμε μόνοι μας· σε μια παράξενη χώρα. Ένας αντίλαλος μας έκανε να συνέλθουμε απ’ την ερωτική απομόνωση. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από πού ερχόταν αυτή η απόκοσμη φωνή, μόνο ένα σύννεφο διακρινόταν και μια ζεστή ανάσα μας τύλιγε. Φάνηκαν τ’ άστρα σαν τα μοναδικά παράθυρα του ουρανού.
   -Αγαπημένα μου παιδιά, ακούστε με προσεχτικά. Είμαι το ξωτικό «Σοφούλης». Καλωσήρθατε στο μονοπάτι της φαντασίας. Εδώ θα παρακολουθήσετε ένα ωραίο θέαμα και θα πάρετε κουράγιο.
   Αν και ήταν ξωτικό, μου έδωσε μια ευχάριστη εντύπωση. Η ομιλία του σε ηρεμούσε παρά σε φόβιζε. Χωθήκαμε σ’ ένα μεγάλο και σκοτεινό πέρασμα, όπου τα δέντρα αγκαλιάζονταν μεταξύ τους και τα φύλλα τους έκρυβαν τον ουρανό. Φτάσαμε σ’ ένα χώρο που έμοιαζε με γήπεδο. Ο «Σοφούλης» μας έδειξε ένα γεροδεμένο νεαρό που φορούσε φουστανέλα και τσαρούχια. Το βλέμμα του ήταν άγριο από τους πολέμους. Το μουστάκι του γύριζε στις άκρες προς τα πάνω.
   -Ήταν πάρα πολλά χρόνια πριν αξιωματικός του ελληνικού στρατού και πολεμούσε στη Μακεδονία, μας εξήγησε ο «Σοφούλης».
   Αναγνώρισα το μεγάλο μέτωπο και την ουλή στο αριστερό του μάγουλο· λεπτομέρειες που ταίριαζαν με την περιγραφή, την οποία μου είχε κάνει ο μπάρμπα-Γιάννης για εκείνον. Τον είχε γνωρίσει όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί κι από τότε δεν ξέχασε ποτέ τη χαρακτηριστική μορφή του.
   -Αυτός ο πολεμιστής είναι ο προπάππος μου, φώναξα ενθουσιασμένος στα παιδιά.
   Απέναντι, μέσα από ένα πλάγιο μονοπάτι φάνηκε καβάλα σ’ ένα μαύρο άλογο ένας μαύρος Ιππότης. Τα παιδιά ξαφνιάστηκαν. Πάνω απ’ την πανοπλία του φορούσε ένα πορφυρό ύφασμα. Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με την περικεφαλαία, αλλά στην ασπίδα του ξεχώριζε το οικόσημό του· μια ξεριζωμένη  βελανιδιά. Φώναξα στα παιδιά πως ήταν σίγουρα ο Ιβανόης, ο αγαπημένος μου Ιππότης. Κρατούσε το κοντάρι έτοιμο, σε θέση μάχης. Μόλις τον είδε ο προπάππος μου, έβγαλε το ένδοξο ξίφος του που γυάλιζε, περιποιημένο και κοφτερό, σαν καινούργιο. Πλησίασε θαρραλέα τον Ιππότη και του έδειξε το σταυρό που φορούσε στο λαιμό. Είχαν μια διαφωνία για τα δίκαια που πολέμησε ο καθένας.
   -Εσύ, του λέει ο προπάππος μου, ήρθες για να διεκδικήσεις το αξίωμά σου δίπλα στο βασιλιά Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο, που ο αδελφός του σφετερίστηκε το θρόνο του, ενώ λείπατε Σταυροφόροι πολλά χρόνια στους Αγίους Τόπους.
   -Εσύ, είπε ο μαύρος Ιππότης, ήρθες για να πάρεις πίσω τ’ αγαπημένα σου χωριά στα σύνορα, που σου κλέψανε μέσα απ’ τα χέρια οι εχθροί της Μακεδονίας σου.
   Ο «Σοφούλης» έριξε ένα νόμισμα στον αέρα. Κοίταξε τον προπάππο μου και είπε: «Εσύ στην Ανατολή». Κοίταξε τον Ιβανόη και είπε: «Εσύ στη Δύση». Ύστερα άνοιξε
την παλάμη του και είδε πως ο προπάππος μου έπρεπε να πάρει θέση εκεί που ανατέλλει ο ήλιος και ο Ιβανόης εκεί που δύει. Το νικητή θα στεφάνωνε η βασίλισσα της Ομορφιάς και της Αγάπης. Αφού όμως δεν υπήρχε άλλη γυναίκα και οι δύο αντίπαλοι δέχτηκαν τη Μυρτώ με ικανοποίηση. Ο Ιππότης είπε: «Μοιάζει με τη λαίδη Ροβένα». Ο προπάππος μου απάντησε ενθουσιασμένος: «Είναι όμορφη σαν τη Μακεδονία, με τα ψηλά βουνά της και τις δαντελωτές ακτές της! Είναι η γυναίκα του δισέγγονού μου και δε σου τη χαρίζω».
   Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια τους.
   -Παιδιά, φώναξα, κραυγάστε και ενθαρρύνετε το Μακεδονομάχο.
   -Μια στιγμή, με διέκοψε ο «Σοφούλης». Που είναι το στεφάνι του νικητή;
   Αμέσως κατέβασα απ’ το κεφάλι μου το στεφάνι του γάμου και τράβηξα την κορδέλα που το ένωνε μ’ εκείνο της Μυρτώς. Ήλπιζα πως θα γυρνούσε πάλι σε μένα, εφόσον η Μυρτώ θα στεφάνωνε νικητή το γενναίο Μακεδονομάχο μου.
   Το άλογο του προπάππου μου δεν ήταν μαύρο. Ήταν καφέ και είχε μυώδη πόδια κι ένα τεράστιο κεφάλι σαν το Βουκεφάλα του Μέγα Αλέξανδρου. Όπως ήταν φυσικό, έτσι που δεν προστατευόταν από πανοπλία, πληγώθηκε πολύ εύκολα στα πλευρά από το κοντάρι του Ιβανόη. Συνέχιζε όμως, με όλες του τις δυνάμεις, ν’ αγωνίζεται με πάθος αποφεύγοντας τα θανατηφόρα χτυπήματα του εχθρού.
   Ο Ιβανόης πλησίασε το Μακεδονομάχο και αντήχησε η δυνατή φωνή του:
   -Αν κερδίσω, παίρνω πάλι τη θέση μου στο βασίλειο του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και η Μυρτώ γίνεται γυναίκα μου.
   -Αν χάσεις όμως, απάντησε ο προπάππος μου, θέλω αυτό το κακόμοιρο χωριό, το Προσφυγικό ν’ αποκτήσει τη φήμη που του πρέπει. Θέλω να προσευχηθείς εσύ και ο λαός σου για την πρόοδό του. Πολύς κόσμος θα το επισκέπτεται, για να μάθει λεπτομέρειες απ’ την ιστορική μας μάχη. Όπου χυθεί το αίμα μας, ας φυτρώσει σαν τεράστιο δέντρο η ευτυχία. Όποιος έρχεται, λοιπόν, μαζί με την οικογένειά του να εγκατασταθεί εδώ, στον καθαρό αέρα της φύσης, θα γεύεται την ευτυχία αυτός και τα παιδιά του. Γι’ αυτό ακριβώς προσεύχομαι και πολεμάω τώρα· για την ευτυχία του χωριού μου. Παρακάλεσε κι εσύ να είναι ευλογημένο για πάντα. Κι εγώ θα προσευχηθώ για την ευτυχία του δικού σου χωριού, εκεί στην Αγγλία, αν το έχει η μοίρα μου να ηττηθώ και τότε το Προσφυγικό θα σβήσει απ’ το χάρτη της Ελλάδας.
   Όλοι μας επιθυμούσαμε πολύ να μεγαλώσει το χωριό μας και να γίνει μια κωμόπολη που οι κάτοικοί της θα σέβονται τα δάση. Θέλαμε να λειτουργήσει γυμνάσιο και λύκειο στο Προσφυγικό, να χτιστεί μια μεγάλη εκκλησία, όπου εκεί θα μπορούσα να κάνω έναν αληθινό, ενήλικο γάμο με τη Μυρτώ, με πολλούς καλεσμένους, μπομπονιέρες, εντυπωσιακούς πολυέλαιους, εικόνες αγίων και πραγματικό παπά. Δε θα ξεχάσω τον «Πυγολαμπίδα» που θα ψέλνει την ώρα του μυστηρίου σαν άγγελος με τη γλυκιά του φωνή.
   Ο μαύρος Ιππότης δέχτηκε όσα ζήτησε απ’ αυτόν ο προπάππος μου:
   -Θα εκτελέσω πιστά τις υποχρεώσεις μου για το χωριό σου, αν ηττηθώ.
   Ο προπάππος μου ύψωσε το ξίφος του, έκανε τον σταυρό του και φώναξε: «για την πίστη μας την ιερή και την πατρίδα». Το άλογό του δεν ένιωθε την πληγή που αιμορραγούσε. Μανιασμένο σήκωνε σκόνη με τις οπλές του καθώς επιτίθονταν στον αντίπαλο. Έκανε μερικές στροφές προς τα πίσω, έπαιρνε πάλι φόρα και ορμούσε. Ο προπάππος μου έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στην περικεφαλαία του Ιβανόη. Τον έριξε από το άλογο κι εκείνος στριφογύρισε στο χώμα, πριν ακινητοποιηθεί. Ο Μακεδονομάχος τράβηξε την περικεφαλαία του και αποκάλυψε το πρόσωπό του. Του είπε:
   -Ξεθωριασμένος είσαι του λόγου σου. Σαν όλους τους νερόβραστους, τους Βόρειους. Όμως αξίζεις συγχαρητήρια για την αντοχή σου.
   Λες και τον πείραξαν αυτά τα λόγια, από καθαρό εγωισμό τίναξε ξαφνικά με μια κλωτσιά πίσω τον προπάππο μου, ο οποίος στέκονταν από πάνω του. Σηκώθηκε και τον προκάλεσε να παλέψουν πεζοί διώχνοντας μακριά τα άλογα. Το άλογο του προπάππου μου ήρθε δίπλα μου και ρουθούνιζε πληγωμένο. Ο Στέλιος ήξερε από γιατροσόφια και είπε πως το άλογο σε λίγες μέρες θα «πετάει». Τον αποστόμωσε ο «Πυγολαμπίδας»:
   -Σε λίγη ώρα το άλογο θα έχει εξαφανιστεί, όπως και ο προπάππος του Αλέξη. Ακόμη δεν κατάλαβες πως όλα αυτά που βλέπουμε είναι μέσα στη φαντασία μας;
   -Και βέβαια το κατάλαβα, αλλά συνεπαρμένος από το θέαμα ξεχάστηκα και πίστεψα πως είναι αληθινά.
   Ο ευγενής Ιβανόης δυσκολευόταν πολύ απ’ την άρτια τεχνική του προπάππου μου στο χειρισμό του σπαθιού.
   -Θα ήταν τιμή μου να έχω έναν τόσο ικανό σταυροφόρο σαν και σένα, είπε εντυπωσιασμένος ο Ιβανόης στο Μακεδονομάχο μου.
   -Θα ήθελα κι εγώ να έχω μαζί μου στα βουνά της Μακεδονίας έναν τόσο δυνατό μαχητή για τις στρατιωτικές μου επιχειρήσεις.
   Στο τέλος ο προπάππος μου επικράτησε ρίχνοντας κάτω τον Ιππότη που σφάδαζε από τον πόνο. Το σπαθί είχε κάνει τη δουλειά του. Διαπέρασε ένα σημείο της μεταλλικής πανοπλίας απ’ όπου ξεπηδούσε το αίμα.
   Ο προπάππος μου φαίνεται πως τον λυπήθηκε και του είπε:
   -Γενναίε πολεμιστή, δε σου αξίζει να πεθάνεις, αν και είναι τιμή του να πεθαίνει κάποιος που πολεμά με αυτοθυσία. Δε θα σ’ εγκαταλείψω στην ερημιά. Θα σε πάρω σπίτι μου. Ξέρω από βότανα και θεραπείες για κάθε πληγή και θα σε φροντίσω. Μπορεί να διδαχτεί πολλά ο ένας απ’ τον άλλο. Θα γνωρίσεις όλο το γενεαλογικό μου δέντρο. Και όταν με το καλό ανακτήσεις τις δυνάμεις σου, θα σε στείλω στην αγαπημένη σου λαίδη Ροβένα και στο Βασιλιά σου το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο, στη χώρα σου την Αγγλία, να πεις σε όλους πόσο γενναία πολεμάμε εμείς οι Έλληνες, οι Μακεδόνες. Θα εξιστορήσεις τα κατορθώματά μας που έγιναν εφτά αιώνες αργότερα από τις Σταυροφορίες σας. Κυρίως μην ξεχάσεις να δώσεις τα χαιρετίσματα μου. Πες τους πως τα στέλνει το πιο άξιο παλικάρι του σκληροτράχηλου Μακεδονομάχου Παύλου Μελά.
   Ο προπάππος μου γονάτισε μπροστά στη Μυρτώ και δέχτηκε απ’ τα χέρια της το στεφάνι από χαμομήλια. Ο πληγωμένος Ιππότης δύσκολα στεκόταν όρθιος. Κοιτούσε παραπονιάρικα τη Μυρτώ. Μάλλον κατηγορούσε τη μοίρα του για την κοπέλα που έχασε, γι’ αυτό το υπέροχο άνθος της ομορφιάς. Θα ήθελε πολύ να την πάρει μαζί του στην Αγγλία και έμοιαζε περισσότερο η Μυρτώ στο πρόσωπο για βόρεια, παρά για μεσογειακή. Ο προπάππος μου -όπως όφειλε- επέστρεψε το στεφάνι μου, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και ύστερα ανέβασε με προσοχή τον μαύρο Ιππότη στο άλογό του και αναχωρήσανε με κατεύθυνση το χωριό μας.
   Η φωνή του ξωτικού «Σοφούλη» ακούστηκε πάλι και διέκοψε την αφοσίωσή μας στο θέαμα:
   «Θα σας εξηγήσω κάτι σημαντικό για την ηλικία σας· πρέπει να κοιτάξετε βαθιά μέσα σας. Τα όνειρα πολλές φορές μπερδεύουν, γίνονται οι κεραυνοί και οι αστραπές του ανέφελου ουρανού. Συγκλονίζουν, μα συχνά βασίζονται στην ψεύτικη εικόνα του εαυτού μας. Όταν καταφέρει κάποιος να φτάσει στο τέρμα αυτού του φανταστικού μονοπατιού, έχει ωριμάσει και μπορεί ν’ αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη δυσκολία που του παρουσιάζεται. Έχει κάνει πολύ πιο όμορφη τη ζωή του γιατί πολέμησε για κάποιο ιδανικό».
   Επιτέλους άρχισε να εισχωρεί το φως των αστεριών και καταλαβαίναμε πως φτάσαμε στο τέρμα του περάσματος. Τα δέντρα τώρα δεν έπλεκαν τα φύλλα μεταξύ τους, καμάρωναν την κορμοστασιά τους προς τον ουρανό. Μήπως είχαμε κοιμηθεί και έπρεπε να ξυπνήσουμε; Αν η ζωή μας ήταν μόνο ένα παραμύθι, γιατί έπρεπε να το απαρνηθούμε; Το ξωτικό πίστευε πως ανταποκρίθηκε όσο έπρεπε στις επιθυμίες των παιδιών.
   -Πιστεύω πως διασκεδάσατε αρκετά, παιδιά μου, είπε γελώντας δυνατά και σε λίγη ώρα χάθηκε μακριά.
   Βγήκαμε ξανά στο δάσος και ανασάναμε βαθιά τον καθαρό αέρα. Οι αναμνήσεις του φανταστικού κόσμου μας απασχολούσαν ακόμη. Ακούσαμε τις φωνές του μπάρμπα-Γιάννη και της μητέρας μου που μας αναζητούσαν από το πρωί, τρομαγμένοι με τη σκέψη ότι βρισκόμασταν σε κίνδυνο.
   -Να! Εκεί πέρα! Βρέθηκε το παράνομο ζευγαράκι! Να, πίσω τους έρχονται ο Στέλιος και ο «Πυγολαμπίδας».
   -Κυρία Σεβαστή, ο Αλέξης μου τραβούσε τα μαλλιά. Χάλασαν τα ωραία μου κοτσιδάκια, είπε η Μυρτώ.
   -Αλέξη, πειραχτήρι δεν είπαμε να προσέχεις τα κορίτσια;
   Όλοι μας τρέξαμε στον μπάρμπα-Γιάννη να του πούμε τα νέα.
   -Υπάρχει ένα ξωτικό στο δάσος, τον πληροφορήσαμε με μία φωνή.
   -Τον λένε Σοφούλη και μας ταξίδεψε στο μονοπάτι του, συμπλήρωσε η Μυρτώ. 
   -Είδαμε τον προπάππο του Αλέξη να μονομαχεί μ’ έναν μαύρο Ιππότη, τον Ιβανόη, είπε ο Στέλιος και ο «Πυγολαμπίδας».
   Ο μπάρμπα-Γιάννης έσμιξε τα φρύδια του:
   -Μάλλον παιδιά μου έχετε πολύ αναπτυγμένη φαντασία ή θέλετε να με κοροϊδέψετε για να διασκεδάσετε!
   Ο μπάρμπα-Γιάννης μιλούσε αυστηρά, δικαιολογούσε όμως πάντα τα παιδιά, έστω και αν έλεγαν ακατανόητα πράγματα. Υποστήριξε πως «καμιά φορά τα παιδιά βλέπουν πράγματα φανταστικά, επειδή θέλουν να τα δουν. Αρνιούνται τ’ αληθινά, γιατί δεν έχουν τη δύναμη και τη σκληρότητα των μεγάλων να τα δεχτούν στις ευαίσθητες καρδιές τους».



Βιογραφικό Σημείωμα

   Ονομάζομαι Ζαράρης (επώνυμο) Λάσκαρης (όνομα) του Παναγιώτη. Γεννήθηκα στο Βόλο το 1969 και κατοικώ μόνιμα στη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας. Το επάγγελμά μου είναι Εξωτερικός Φρουρός Καταστημάτων Κράτησης (Φυλακές) και είμαι πατέρας δύο ανήλικων παιδιών.
   Τα πρώτα βήματά μου στην περιπέτεια της γραφής ξεκίνησαν με την ποίηση. Έχω γράψει πάνω από 250 ποιήματα και από το  2008 επιδίδομαι ταυτόχρονα και στη συγγραφή διηγημάτων. Επίσης, το 2010 ολοκλήρωσα δύο μικρά παιδικά-εφηβικά μυθιστορήματα.
   Είμαι τακτικό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος και της Διασπορικής λογοτεχνικής Στοάς, ενεργό μέλος του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων της Αθήνας και της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης για τον Πολιτισμό «Αργοναύτες». Από την άνοιξη του 2008 δημοσιεύω ποιήματα και διηγήματά μου στην εφημερίδα «Νέα Αγχίαλος» και στο περιοδικό «Πνευματική Ζωή». Το τελευταίο διάστημα δημοσιεύω επιπλέον στην εφημερίδα «Κυπριακός Ελληνισμός» και στα περιοδικά «Μουσών Μέλαθρον» και «Δευκαλίων ο Θεσσαλός». Τα τέσσερα τελευταία χρόνια πήρα μέρος σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και εκδηλώσεις και έλαβα τιμητικές διακρίσεις, επαίνους και βραβεία.

Τιμητικές Διακρίσεις -Έπαινοι -Βραβεία:
   - 2008 Α΄ έπαινο στο διήγημα : «Μια γυναίκα, μια Πατρίδα, μια Κληρονομιά» από την Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος.
   - 2009 έπαινο στους ΚΔ΄ Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης για το ποίημα: «Η κραυγή ενός μικρού παιδιού» από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.
   - 3ο βραβείο στα ποιήματα: «Διδάγματα του βυθού» και «Για τον αγρότη» από το «Ωδείο Φουντούλη» στο Βόλο.
   - 2010 τιμητική διάκριση στο ποίημα: «Ο κόσμος των άστρων» από την Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος. 
   - 3ο βραβείο για το διήγημα : «Λουλούδι ευωδιαστό στον κήπο της Μεσογείου» από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων της Αθήνας.
   - έπαινο στο διήγημα: «Μια σημαντική αποστολή» από την Εταιρεία Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου. 
   - έπαινο στους ΚΕ΄ Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης για το ποίημα: «Στην κοιλάδα των ωραίων αγαλμάτων» από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.
   - τιμητική διάκριση στο ποίημα : «Η γύρη του πονεμένου πρόσφυγα» (με θέμα την Προσφυγιά) από το Δήμο Χορτιάτη. 
   - έπαινο στο διήγημα: «Κάτω από τον ήλιο» από την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Διοτίμα και Μούσες» στο Βόλο. 
   - πρώτο βραβείο μικρής ποιητικής συλλογής με τίτλο: «Δέκα σκάλες προς τον ουρανό» από τον Διεθνή Πολιτιστικό Οργανισμό: «Το Καφενείο των Ιδεών» που εδρεύει στη Σαλαμίνα. 
   - 3ο βραβείο στο ποίημα: «Αυτογνωσία» από το Ωδείο Φουντούλη στο Βόλο. 
   - 2ο βραβείο στο λαογραφικό διήγημα: «Το αλμυρότερο δάκρυ» και έπαινο στο ποίημα: «Ήθελα να πω δυο λέξεις» από το πολιτιστικό περιοδικό «Δευκαλίων ο Θεσσαλός». 
   - 2011 2ο βραβείο στη νουβέλα: «Η άγνωστη ιστορία του Στέλιου Ιγνατιάδη» από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.
   - Α΄ μετάλλιο σε επιστολή αγάπης από την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Διοτίμα και Μούσες» στο Βόλο.
   - Δίπλωμα πρόκρισης στους ΚΣΤ΄ Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης για το ποίημα: «Στην καταδικασμένη πόλη» από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.   
   - Τον μοναδικό έπαινο στο πεζογράφημα (παιδικό μυθιστόρημα): «Το νησί και το αθάνατο νερό» από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».

Έργα-συμμετοχές:
   - Τον Απρίλιο του 2010 κυκλοφόρησε η πρώτη μου προσωπική ποιητική συλλογή με τίτλο: «Παράθυρο στα όνειρα» (αυτοέκδοση), η οποία έλαβε το Νοέμβρη του 2010 βραβείο στο διαγωνισμό βιβλίου που διοργάνωσε «Το Καφενείο των Ιδεών».            
   - Το 2009 συμμετείχα στην ανθολογία «Ποίηση και Ζωγραφική», η οποία εκδόθηκε από την «Υδρόγειο» και τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση για τον Πολιτισμό «Αργοναύτες», με το ποίημά μου: «Η όραση των αγαθών».
   - Το 2011 συμμετείχα στη συλλογή «Επιστολή Αγάπης», η οποία εκδόθηκε από την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Διοτίμα και Μούσες».


Λάσκαρης Π. Ζαράρης