Η
Εύα κοιτούσε συχνά τον ουρανό ψάχνοντας κάποια ξεχασμένα όνειρα απ' τα παιδικά
της χρόνια. Σαν τσαμπιά σταφύλια κρέμονταν οι ελπίδες της από τ’ αστέρια. Την
κύκλωναν οι αναμνήσεις από τότε που έμαθε να λικνίζεται χαριτωμένο πλάσμα στους
δρόμους της γειτονιάς και τ’ αγόρια σφύριζαν με τόλμη για τα κάλλη της. Και
τώρα, τι έκανε; Είχε βυθιστεί στις τύψεις της, σαν καράβι που είχε κολλήσει σε
βούρκο, και τη βασάνιζαν τα λάθη της ζωής της. Τι ωφελούσε η ωριμότητα της πια, αφού δεν ήταν σε θέση να πάρει μια απόφαση
χωρίς να ανατραπεί αμέσως μετά από μια αιφνίδια εξέλιξη των γεγονότων; Σκέφτηκε,
πως η μοίρα την είχε παγιδέψει για τα καλά στα δίχτυα της κι έβρισκε ως μόνη
λύση ένα μικρό ταξίδι. Αυτό το ταξίδι, θα την έκανε να ξεχάσει το παρελθόν της
και να διώξει μακριά τις στεναχώριες της. Μα αποδείχτηκε ότι δεν το είχε μελετήσει
καλά, καθώς όσο προχωρούσε χέρι χέρι με τον μεγάλο της έρωτα, καταλάβαινε πως δεν
είχε επιστροφή. Ήταν πέλαγα οι καρδιές και οι ψυχές που αντάμωναν κι οι
τρικυμίες θαρρείς δυνάμωναν αυτό το σύμπλεγμα, ώστε κανένα νησί δεν ήταν αρκετό
για να το κατοικήσουν. Η απλωσιά της ευτυχίας ικανοποιούταν με τους ωκεανούς.
Ήταν μοιραίο αυτό το ταξίδι να μη σταματήσει ποτέ....
Λάσκαρης
Π. Ζαράρης