Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Η άγνωστη ιστορία του Στέλιου Ιγνατιάδη

   Πριν καλά-καλά ολοκληρώσω τις σκέψεις μου και σιγουρευτώ πως η μοναξιά με βοήθησε να καταλάβω πολλά για τον εαυτό μου, ακούω βήματα έξω από τη βαριά, σιδερένια πόρτα. Κάποιος ξεκλειδώνει και φωνάζει:
   -Ιγνατιάδη, μάζεψε τα πράγματά σου. Μεταφέρεσαι σε θάλαμο.
   Το «άγρυπνο χέρι του νόμου» με οδηγεί στον καινούργιο μου θάλαμο. Με βάζει μέσα στου λύκου το στόμα! Στο θάλαμο που κοιμάται ο Παπασπύρου. Έρχεται ο ογκόλιθος και γρυλίζει σα θηρίο που ετοιμάζεται να επιτεθεί. Τα φτερά του βέβαια έχουν τσακιστεί. Είμαι έτοιμος να δεχτώ οποιονδήποτε πόλεμο μου ετοιμάζουν. Καταλαβαίνω όμως πως αυτός ο ασυνείδητος έμπορος του θανάτου και φοβερός εγκληματίας δεν μπορεί ν’ αντέξει το βλέμμα μου. Νιώθει νωπή ακόμη την ήττα του στο Bras de fer. Οι γρατσουνιές που προξένησα στο πρόσωπό του διακρίνονται καθαρά.  Στρίβει το κεφάλι του για να μην αναγνωρίσω τα αντιφατικά του αισθήματα που παλεύουν ατίθασα. Προσποιείται πως χαίρεται που με βλέπει: «Καλώς τον», λέει, αλλά η φωνή του έχει μια χροιά αμφιβολίας και ανασφάλειας. Μου ανακοινώνει πως ο Διευθυντής θέλει να μιλήσει μαζί μου. Απομακρύνεται και νιώθω πως εκείνος είναι ένα πληγωμένο θηρίο, που δεν μπορεί να κρύψει τη ζήλια του για την ψυχολογική και σωματική μου επικράτηση.
   Αναρωτιέμαι πως θα χειριστώ το θέμα. Τι θέλει να μου πει ο Διευθυντής; Για ποιο λόγο αποφάσισε να λήξει την τιμωρία μου; Σίγουρα θα μου ζητήσει να δεσμευτώ πως θα είμαι ήσυχος από τώρα και στο εξής και πως θα περιορίζω τις εκρήξεις του θυμού μου, όσο το δυνατόν περισσότερο. Θα χρησιμοποιήσει το επιχείρημα πως αποτελεί απόδειξη καλής θέλησης το γεγονός πως μ’ έβγαλε πρόωρα από το πειθαρχείο. Θα μου δείξει πως αυτός έκανε το πρώτο βήμα επικοινωνίας και περιμένει μία ανάλογη κίνηση από μένα. Μπαίνω στο γραφείο του και του επισημαίνω τις δυσκολίες και τους κινδύνους της συγκατοίκησής μου με τον Παπασπύρου. Εκείνος προσπαθεί να με πείσει πως ο Παπασπύρου βρίσκεται σε καλό δρόμο και κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια ν’ αλλάξει! Εγώ αντιδράω. Μιλάει για έναν καθ’ έξη εγκληματία σα να μιλάει για ένα καλοκάγαθο ανθρωπάκι. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ο Διευθυντής είναι τόσο καλός και αντιμετωπίζει με τόσο ευαισθησία ακόμη και τους πιο απαίσιους κρατουμένους.
   -Με τη βοήθεια του ψυχολόγου έχει κάνει πραγματική πρόοδο. Μην ανησυχείς. Μπορώ να εγγυηθώ, με μεγάλη βεβαιότητα, την ασφάλειά σου, μου επαναλαμβάνει.
   Αλλά η επίσκεψή μου στο γραφείο του δεν έχει τόσο τυπική σημασία, όσο ουσιαστική και γόνιμη. Μου λέει πως η απόσταση που χωρίζει τον Διευθυντή από τους κρατουμένους του είναι καλυμμένη μ’ ένα σκοτεινό πέπλο.
    -Θα μπορούσες να πεις Στέλιο μου -το «μου» με εξέπληξε πολύ- πως ο Διευθυντής είναι ένα στυγνό όργανο επιβολής του νόμου και τίποτε άλλο. Όμως δεν είναι έτσι. Συχνά έρχομαι στη θέση σας και ενδιαφέρομαι για κάθε προσωπικό σας πρόβλημα. Θέλω να είσαστε ικανοποιημένοι με τις συνθήκες κράτησης και στις μεταξύ σας σχέσεις. Παράλληλα δεν διακινδυνεύεται η ομαλή λειτουργία της φυλακής, όσο τα πράγματα κυλάνε φυσιολογικά. Μεγάλη αξία έχει να οργανώνετε το χρόνο σας με σεβασμό στον εαυτό σας και τους άλλους, ώστε να περνάτε ανώδυνα και ευχάριστα. Καλό είναι επίσης να αξιοποιείτε οποιοδήποτε ταλέντο διαθέτετε, ώστε να μη μείνει ακαλλιέργητο και μαραζώσει. Έτσι, καλέ μου φίλε, πρέπει να ενεργείτε όλοι θετικά για τη συμβίωσή σας. Το «μου» αυτή τη φορά δεν με εξέπληξε, γιατί ο τρόπος που μιλούσε άρχισε όλο και περισσότερο να με κεντρίζει και να καταλαγιάζει την οργή μου προς κάθε έννοια αρχής και εξουσίας. Αμέσως το απόμακρο πρόσωπο της εξουσίας απόκτησε γήινα και χειροπιαστά χαρακτηριστικά, δείχνοντας την αγνή του πρόθεση ν’ ακροαστεί και να συμπαρασταθεί στο πρόβλημα ενός κρατουμένου. Εκείνος ο αποστεωμένος κόσμος της αντίδρασης σιγά-σιγά διαλύθηκε.
   Μου άνοιξε συζήτηση για την Αιμιλία και λίγο έλειψε να δακρύσω από τη συγκίνηση. Η Αιμιλία, με πληροφόρησε, πως θα ερχόταν σε λίγες μέρες να δει τον πατέρα της που επιθύμησε πολύ τόσο καιρό που ανάρρωνε στην κλινική, στο Λονδίνο. Αυτή ήταν η πρώτη ανέλπιστη χαρά· για πρώτη φορά ερχόταν από το στόμα ενός ανθρώπου του νόμου. Ο Διευθυντής εξακολουθούσε να γίνεται πιο προσιτός και ανθρώπινος. Μετά έκανε λόγο για τον θείο μου και επαίνεσε τις ακούραστες προσπάθειες του για την αποκατάσταση της υγείας της μικρής και το αληθινό του ανυστερόβουλο ενδιαφέρον. Χαμογελούσε φωτεινά, χωρίς προσποίηση. Ήταν ανθρώπινο χαμόγελο και όχι αυτό το πικρόχολο και αλαζονικό της εξουσίας. Το πιο απίθανο είναι πως επιστράφηκαν τα χρήματα στη γυναίκα, που δεν αυτοκτόνησε βέβαια, αλλά έζησε μόνο μερικές εφιαλτικές μέρες. Εδώ έβαλε το χέρι του ο θείος μου, γιατί, όπως με πληροφόρησε ο Διευθυντής, ήρθε μια γυναίκα και του εξήγησε την κατάστασή μου. Μάντεψα πως ήταν η Κλαίρη· ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου, που δεν έσβησε ακόμη -όπως άδικα πίστευα- και έκανε ό,τι μπορούσε επιστρέφοντας τα λεφτά της κλοπής και αμείβοντας πλουσιοπάροχα έναν αξιόλογο δικηγόρο που θ’ αναλάμβανε την υπεράσπισή μου.
   -Υπάρχουν βάσιμες ελπίδες πως σύντομα θα βγεις απ’ τη φυλακή. Έμαθα για τις καλλιτεχνικές σου τάσεις και την μεγάλη σου ικανότητα να κατασκευάζεις μικρογραφίες φυλακών. Θα ήθελα να βάλεις όλο σου το μεράκι και να αναπαραστήσεις με τον καλύτερο τρόπο τη φυλακή μας. Σου παρέχω ό,τι υλικό χρειάζεσαι για την εργασία σου. Το έργο σου θα στολίζει το γραφείο μου και θα είναι η συνεισφορά σου και το αναμνηστικό του σύντομου περάσματός σου απ’ τη φυλακή μας.
   Ήμουν έτοιμος να του αποκαλύψω ότι δε θα μπορούσε να φανταστεί πόσο με ωφέλησε αυτή η φυλακή, ειδικά εκείνη η αξέχαστη νύχτα που πέρασα στο πειθαρχείο, με ισχυρό σύμμαχο τις τύψεις και τους ενοχλητικούς εφιάλτες. Μου προμήθευσε ένα παράξενο εργαλείο -πρώτη φορά το έβλεπα στη ζωή μου- με το οποίο θα μπορούσα να κάνω εκείνες τις απαραίτητες λειάνσεις, αποφεύγοντας τις έντονες γωνίες στις επιφάνειες.
   -Την ίδια τεχνική απαιτεί το συναίσθημα. Ζητάει το στρογγύλεμα, τη σύγκλιση των γωνιών και των αντιθέτων ροπών, με συμβούλευσε.
   Συμπέρανα από τη δική μου εμπειρία πως το συναίσθημα είναι ένα ισχυρό όπλο κατά της αδιαφορίας, αλλά είναι και κοφτερό μαχαίρι που πληγώνει. Κατασταλάζει στον εσωτερικό μας κόσμο, σκορπάει τη σύγχυση πρώτα και μετά αρχίζει να κάνει ορατές τις ρίζες του. Στο πέρασμα του χρόνου κερδίζεις σε σοφία, η οποία κάνει το συναίσθημα ασήμαντο και μικρό, ανάξιο λόγου.
   Αλλάζει και το νόημα της φυλακής, με τους αταίριαστους χαρακτήρες που πηγαινοέρχονται ασταμάτητα στο προαύλιο. Ο καθένας μας, όσο και αν έχει βυθιστεί σ’ ένα ατέλειωτο σκοτάδι, πάντοτε ελπίζει σ’ έναν απροσδόκητο ήλιο. Ο ήλιος μπορεί να είναι ο,τιδήποτε· από μια καλή είδηση μέχρι μια απλή χειρονομία φιλίας και συγκατάβασης. Η φυλακή αντανακλά το ηθικό σύστημα ολόκληρης της κοινωνίας. Έχει καθοριστεί ν’ αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με τον ίδιο πάντοτε τρόπο. Του βάζει την ταμπέλα του κρατούμενου, θέλοντας να εξηγήσει πως στερείται την εξωτερική του ελευθερία, που στηρίζεται στους γραπτούς νόμους, μέχρι ν’ απελευθερωθεί από τα επικίνδυνα πάθη του και να σωφρονιστεί.
   Ποιος θα περίμενε να ωφεληθεί από ένα τόσο καταπιεστικό σύστημα; Και όμως, δεν είναι αδύνατο! Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως το «άγρυπνο χέρι του νόμου» δεν είναι τόσο σκληρό, όσο φαίνεται. Η στέρηση της εξωτερικής ελευθερίας δεν έχει καμία αξία μπροστά στη στέρηση της εσωτερικής ελευθερίας. Οι ίδιες διαδικασίες εφαρμόζονται ακριβώς και «έξω», στην κοινωνία. Μπορεί να έχεις χάσει εκεί μέσα την ελευθερία σου, αν δεν έχεις μάθει ν’ ακούς την εσωτερική σου φωνή!
   Αυτή τη φορά δε θα είμαι και τόσο σίγουρος πως θα επιτύχω στην κατασκευή της μικρογραφίας. Τοποθετώ στα παράθυρα όμορφα κουρτινάκια για να μη φαίνονται τα απαίσια κάγκελα. Τα δωμάτια δεν είναι τόσο μικρά, όπως στην πραγματικότητα, αλλά μεγάλα και ευρύχωρα, μ’ όλες τις ανέσεις και την οικογενειακή ζεστασιά. Το κοφτερό συρματόπλεγμα δεν σ’ εμποδίζει να δεις μακριά, να φανταστείς μια καινούργια ζωή, όπου θα έχεις τον πλήρη έλεγχο των πράξεών σου. Έτσι, εκείνα τα κακόμοιρα και τα ταλαιπωρημένα ανθρωπάκια δεν προχωράνε πλέον σκυφτά μοιρολατρώντας στη ζωή τους. Τα πρόσωπά τους δε μπορούν ν’ αλλοιωθούν από το χρόνο. Φωτίζονται από την έντονη επιθυμία να ξεπεράσουν τον ίδιο τους τον εαυτό.
   Ο Διευθυντής τους μιλάει στοργικά και τους δίνει συμβουλές. Προς Θεού, μην εκμεταλλευτείτε την καλοσύνη του και την εμπιστοσύνη που δείχνει προς εσάς. Με αληθινό ενδιαφέρον σας αποκαλεί «παιδιά του» και το εννοεί μ’ όλη τη σημασία της λέξης. Όταν γίνεται κάτι και αναστατώνεται η φυλακή, έρχεται αυστηρός να μας μαλώσει και να μας πει πως «αυτά δεν είναι σωστά πράγματα για μεγάλους ανθρώπους». Έχει όμως κι άλλα περιθώρια να εξαντλήσει την αυστηρότητά του. Έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει για να υπερασπίσει την ασφάλεια της φυλακής. Το γεγονός ότι απευθύνεται σε ανθρώπους με άπειρα οικογενειακά προβλήματα δεν τον απαλλάσσει απ’ αυτή την υποχρέωση. Οι φορείς της εξουσίας «έξω», στην κοινωνία είναι πιο στυγνοί από τους φορείς της εξουσίας «μέσα», στη φυλακή.
   Πολλές φορές σκέφτομαι τον Ευθύμη, τον πατέρα μου που τώρα πια δε ζει. Τον σκέφτομαι, όχι με τη διάθεση ν’ αναπολήσω τις όμορφες στιγμές μας, γιατί τέτοιες δεν υπήρξαν. Μόνο ένας τεράστιος φόβος και μία συνεχόμενη απειλή ρίζωνε στην καρδιά μας και οι εκρήξεις του ξεσπούσαν σαν μανιασμένα κύματα γύρω του και έτρεχες να κρυφτείς για να γλιτώσεις. Η μητέρα μου, λοιπόν, προκειμένου να προστατεύσει εμάς από τον μέθυσο πατέρα, έμπαινε σαν τοίχος μπροστά του, προσπαθώντας να εξισορροπήσει την κατάσταση. Αυτή η πικρία και το παράπονο όμως δεν πρέπει να μαυρίζει τις ψυχές μας. Θα ήταν πολύ εύκολο να ρίξουμε τις ευθύνες από πάνω μας και να πούμε πως για όλα τα στραβά έφταιγε ο «βίαιος πατέρας». Θα έπρεπε να ισχυριστούμε επίσης πως όλες μας οι συναναστροφές ήταν απαίσιες, απίστευτα κακές και πολύ συμφεροντολόγες. Δεν μας ελαφρύνει την κατηγορία από το γεγονός ότι έπρεπε προσεχτικά και έγκαιρα να τις απομακρύνουμε και να προφυλαχθούμε σαν μυαλωμένοι άνθρωποι.
   Η Κλαίρη επέστρεψε στη ζωή μου. Είχε γίνει πια ώριμη γυναίκα και αναζητούσε κάποιον άνδρα αληθινό, πηγαίο, χωρίς τις συνηθισμένες συμβατικότητες της κοινωνίας. Δεν με αντιμετώπιζε σαν «το αγριοκάτσικο του χωριού που έτρεχε στις πλαγιές των βουνών», αλλά σαν «έναν άνθρωπο που έβαλε μυαλό μέσα από τις περιπέτειες και τη διαχείριση των παθών του». Η δυσάρεστη ιστορία της Αιμιλίας, μας έδεσε και πάλι. Ο θάνατος είχε χαθεί από τα μάτια της, δεν μπορούσε να πλησιάσει και ν’ απειλήσει ξανά το ξανθό μας κορίτσι, που γεμάτο αισιοδοξία μεγάλωνε με στόχους στη ζωή της. Ήταν ένα βαρύ σύννεφο που πέρασε από πάνω μας. Σκοτείνιασε για λίγο τις ελπίδες μας αλλά δε θρονιάστηκε για πολύ, γιατί το σκόρπισε η αγάπη όλων μας. Η αγάπη του θείου, της Κλαίρης και η δική μου αγάπη.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης


***  Β΄ Βραβείο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών το έτος 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου