Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Το νησί και το αθάνατο νερό

 Η γνωριμία με τους ιθαγενείς του νησιού (4ο Κεφάλαιο)

   Το έδαφος του νησιού ήταν επίπεδο και ο Πέτρος ξεχώρισε μια χρυσαφένια αμμουδιά που αγκάλιαζε ένα καταπράσινο δάσος. Αποφάσισε λοιπόν να κατεβάσει εκεί το αεροπλάνο και το κατάφερε χωρίς μεγάλη δυσκολία. Ο γέρο Τομ και η παρέα μας θέλησαν να εξερευνήσουν την περιοχή και να ξεμουδιάσουν από το μεγάλο τους ταξίδι. Δεν πρόλαβαν να πλησιάσουν τα πρώτα δέντρα του δάσους και μια ομάδα από μαύρους ιθαγενείς τους περικύκλωσε αθόρυβα με άγριες διαθέσεις. Είχαν απλώσει μπροστά τους τα μυτερά δόρατα και τους σημάδευαν με τεντωμένες τις χορδές των τόξων τους. Τους δέσανε τα χέρια με σχοινιά και περιμένανε να έρθει ο αρχηγός τους.
Όταν έφτασε εκείνος, τα παιδιά αναστέναξαν με ανακούφιση, γιατί ο αρχηγός φαινότανε λιγότερο άγριος από το λαό του.
   «Σας καλωσορίζουμε στον αγνό μας τόπο εγώ, ο Μπούα-Μπούα και η φιλήσυχη φυλή μας «Καμόα». Έχω ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο και ξέρω καλά πολλές γλώσσες. Έτσι ήταν πολύ εύκολο να μαντέψω πως είσαστε Έλληνες, πως προέρχεστε από την Ελλάδα» είπε με ευγένεια.
   Τα παιδιά εντυπωσιάστηκαν από το παρουσιαστικό του ιθαγενή. Φορούσε ένα κομμάτι υφάσματος στη μέση του, που έμοιαζε με φούστα. Το παραδοσιακό σαρόνγκ. Ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Στο λαιμό του κρέμονταν μια γιρλάντα με λουλούδια. Οι πλάτες του ήταν φαρδιές, στα χέρια του ξεχώρισαν καθαρά οι μύες. Ήταν σκληραγωγημένος σαν τους Σπαρτιάτες στρατιώτες.
   «Μα πως κατάλαβες Μπούα-Μπούα ότι ήρθαμε από τη μικρή χώρα της Μεσογείου, την Ελλάδα;» είπε ο Πέτρος παραξενεμένος.
   Ο αρχηγός χαμογέλασε: «Ο τελευταίος Έλληνας που πέρασε από τα μέρη μας ήταν ο στρατηλάτης Αλέξανδρος».
   Ο Πέτρος αντέδρασε, γιατί γνώριζε από την ιστορία πως ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είχε κυριεύσει ποτέ αυτό το απομονωμένο νησί.
   Ο Μπούα-Μπούα απάντησε: «Δεν εννοώ πως επιτέθηκε στο νησί μας και το κατέκτησε. Μόνο λίγες μέρες έμεινε με τους συμβούλους του, γιατί ήρθε να ενισχύσει τον στρατό του με το «αθάνατο νερό» μας».
   «Αθάνατο νερό, δεν έχω ακούσει τίποτα σχετικά με αυτό!».
   «Το λέει η ιστορία μας που είναι γραμμένη στους κορμούς των δέντρων μας, πάνω
στους φοίνικες. Εμείς μιλάμε τη φοινικική γλώσσα κυρίως, μια αρχαία γλώσσα που γνωρίζουν μόνο οι αρχαιολόγοι από τις επιγραφές. Ήρθατε στην κατάλληλη εποχή, γιατί ετοιμάζουμε να χτίσουμε την καινούργια πόλη μας».
   Η συζήτησε τελείωσε. Ο Πέτρος και η Ελένη ακολούθησαν δεμένοι τον Μπούα-Μπούα και εξαφανίστηκαν μέσα στο δάσος. Ανησυχούσαν, γιατί πίστευαν πως θα έπαιρναν μέρος στα καταναγκαστικά έργα των ιθαγενών. Ο γέρο Τομ έμεινε απογοητευμένος σ’ ένα καλαμένιο καλύβι, με την πίκρα πως δε θα ξανάβλεπε ποτέ το ζεστό του καταφύγιο, την αποθήκη του γέρου χειριστή του. Σε αυτό το νησί δεν είχαν ανακαλύψει ακόμη το πετρέλαιο, την κηροζίνη και τα προωθητικά αέρια των σύγχρονων αεροπλάνων.
   Ο Μπούα-Μπούα είπε στα παιδιά: «Εδώ είμαστε ευτυχισμένοι όλοι μας. Μας λείπουν τα βασικότερα αγαθά που βελτιώνουν τη ζωή των σύγχρονων ανθρώπων, αλλά δε μας λείπει το κυριότερο· η πίστη στον εαυτό μας και η αγάπη στον συνάνθρωπο. Δε θέλω να νιώθετε καθόλου σαν αιχμάλωτοί μου. Θα περάσετε τόσο όμορφα μαζί μας, που δεν θα θέλετε να φύγετε πια. Θα πάθετε ότι έπαθαν οι ναύτες του Οδυσσέα στο νησί των Λωτοφάγων».
   Ο Πέτρος ανατρίχιασε από τα λόγια του. Δεν τολμούσε να σκεφτεί πως θα του έλειπε σ’ όλη του τη ζωή η συντροφιά του πατέρα και της μητέρας του, η άτακτη παρέα των συμμαθητών του στο σχολείο. Οι αδελφοί Ράιτ θα πάθαιναν κατάθλιψη από την απουσία του. Έπρεπε να βάλει το μυαλό του σε λειτουργία για να ξεγελάσει αυτούς τους αμόρφωτους ανθρώπους που αγνοούσαν τις τεχνολογικές εξελίξεις του πολιτισμένου κόσμου. Πρώτα θα τους έδειχνε τη μέθοδο του μοχλού με αντίβαρο για να αντλούν νερό με κουβάδες από τα ποτάμια. Μετά πως λειτουργεί ένας ανεμόμυλος και πως μπορεί να παραχθεί φως με υδροηλεκτρική ενέργεια. Ύστερα θα έψαχνε διάφορα ανθεκτικά υλικά, από τα οποία μπορούν να κατασκευάσουν δυνατά σπίτια, που να μη γκρεμίζονται από τους τυφώνες και τους ισχυρούς σεισμούς. Πληροφορήθηκε πως οι θάνατοι από τσιμπήματα δηλητηριωδών φιδιών και ερπετών ήταν συχνοί, γιατί αγνοούσαν τις εξελίξεις της ιατρικής. Όμως, τους ιθαγενείς δεν τους ανησυχεί αυτό, γιατί λένε απλά πως η ζωή χωρίς το θάνατο δεν μπορεί να υπάρξει.
   Ο Μπούα-Μπούα τους οδήγησε σε μια ανοιχτή έκταση μέσα στο δάσος, όπου είχαν κοπεί τα δέντρα. Εκεί θα χτιζόταν η πόλη τους. Ο Πέτρος και η Ελένη δεν καταλάβαιναν με ποια υλικά και με ποιο τρόπο θα γινόταν αυτό. Ο αρχηγός τους είπε πως τα σπίτια τους γίνονται από ξύλο, σχοινί και άχυρα και οι στέγες τους από φύλλα φοίνικα. Τα στηρίζουν πάνω σε υπερυψωμένους πασσάλους για να προφυλάσσονται από τις πλημμύρες των μουσώνων το καλοκαίρι. Είχανε αφήσει τον γέρο Τομ κοντά στη θάλασσα. Ο Μπούα-Μπούα είπε πως το αεροπλάνο θα ήταν ιδανικό παρατηρητήριο και εγκατέστησε το αρχηγείο του μέσα στο χειριστήριο. Ο Πέτρος σαν μικρός εφευρέτης προσπάθησε να τους μάθει μεθόδους, ώστε να εξοικονομούν χρόνο και με άνεση να κατασκευάζουν ό,τι έχουν σχεδιάσει. Ο αρχηγός όμως, δεν δεχόταν υποδείξεις στο έργο του. Εξήγησε στα παιδιά πως αν τους κυνηγούσε ο χρόνος και η ευκολία, θα γίνονταν πραγματικά δυστυχισμένοι. Μέσα σε τόσο πυκνή βλάστηση, τα δέντρα υψώνουν τα κλαδιά τους προς τον ουρανό. Οι άνθρωποι ετοιμάζονται για το καθημερινό τους κυνήγι με τα παραδοσιακά μέσα. Χρησιμοποιούν δόρατα από ξύλο και πυρίτη. Μάταια ο Πέτρος προσπάθησε να τους μάθει τη χρήση των κυνηγητικών όπλων.
   Ο Μπούα-Μπούα είπε: «Αν σκοτώναμε με τόση ευκολία, θα γινόμασταν σίγουρα δυστυχισμένοι».
   Η Ελένη θυμήθηκε την πετρελαιοκηλίδα και είπε: «Τόσα σκοτωμένα ψάρια και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Οι άνθρωποι χάσανε την ευαισθησία τους και η φύση τους εκδικείται».
   Το νησί είχε πολύ υγρασία. Τα παιδιά είχανε ξεκινήσει το ταξίδι τους τον Αύγουστο. Όταν φτάσανε στο νησί τελείωνε ο χειμώνας, γιατί εκείνο βρίσκονταν στο νότιο ημισφαίριο της γης. Ο καιρός χαλούσε, έβρεχε ασταμάτητα για πολλές μέρες. Την ημέρα λοιπόν, της άφιξης των ξένων ο Θεός μάζεψε το απόγευμα ολόμαυρα σύννεφα που φούσκωσαν απειλητικά. Γέμισε ο ουρανός αστραπές. Οι κεραυνοί χτυπούσαν αλύπητα τα δέντρα που τραντάζονταν από τις ρίζες τους.
   Ο Πέτρος φώναξε: «Πρέπει να απομακρυνθούμε από τα βρεγμένα δέντρα, γιατί εκείνα απορροφούν τον ηλεκτρισμό».
   Ο Μπούα-Μπούα όμως δεν πίστευε στα λόγια του Πέτρου και έδωσε οδηγίες στο λαό του να μαζευτεί κάτω από το «ιερό δέντρο» που τα κλαδιά και τα φύλλα του σκέπαζαν και προστάτευαν από το νερό μια μεγάλη έκταση γης. Αναβλήθηκε προς το παρόν η έναρξη των εργασιών για την κατασκευή της πόλης. Ένας πολύ γερασμένος ιθαγενής τους έκανε νόημα να κάνουν κύκλο γύρω του για να τους μιλήσει. Ήταν ο μάγος της φυλής «Καμόα» και τον σέβονταν όλοι. Οι φίλοι μας δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε. Ο Μπούα-Μπούα μεσολάβησε σαν διερμηνέας και τους μετέφερε με ακρίβεια τα λόγια του:
   «Αυτό το νησί, τους είπε, κάποτε δεν ήταν νησί, αλλά μια χερσόνησος σε μια ηπειρωτική γεωγραφική έκταση. Από τη χερσόνησο αυτή, για άγνωστες μέχρι τώρα αιτίες, αποσπάστηκε, αποκόπηκε ένα μικρό κομμάτι από τη γη που ήταν συνδεδεμένο. Ταξίδεψε χιλιάδες ναυτικά μίλια μακριά της και τελικά έμεινε μόνο του στη μέση μιας απέραντης θάλασσας. Πολλοί διαδίδουν πως έγινε ένας πολύ δυνατός σεισμός, η γη άνοιξε, η θάλασσα αναταράχτηκε και πελώρια κύματα έσπρωξαν το κομμάτι. Η παράδοσή μας λέει πως η πρώτοι ξένοι που θα έρθουν μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, θα φέρουν άγνωστα και επικίνδυνα ήθη και έθιμα στον τόπο μας. Λέει επίσης, πως θα προσπαθήσουν να μας διδάξουν καινούργιες τεχνικές, άγνωστες μέχρι τώρα σε μας, αλλά εμείς δεν πρέπει να τους ακούσουμε και να μιμηθούμε τον τρόπο ζωής τους. Αυτοί θα μας βοηθήσουν να χτίσουμε την πόλη μας και να επανακτήσουμε τον δεσμό με τη γη που χάσαμε. Γιγάντια κύματα θα οδηγήσουν το νησί μας εκεί που κάποτε ήταν η πατρίδα μας».
   Ο Πέτρος και η Ελένη ανατρίχιασαν από τη φοβερή διήγηση του σοφού της φυλής. Τον περιεργάζονταν όση ώρα μιλούσε. Το δέρμα του ήταν διπλωμένο από τις ζάρες παντού: στα χέρια, στα πόδια, στο πρόσωπο. Στο στόμα του δεν υπήρχαν δόντια και στ’ αυτιά του κρέμονταν δύο μεγάλοι χαλκάδες. Στη μύτη του ήταν περασμένο ένα τμήμα από μπαμπού.
   «Αν η παράδοση είναι αληθινή, δε θα περάσουμε ευχάριστα εδώ» είπε η Ελένη προβληματισμένη στον Πέτρο.
   Ο Μπούα-Μπούα την καθησύχασε: «Η επιθυμία μας είναι να ξαναγυρίσουμε στην παλιά μας γη. Αφού τα σημάδια του ουρανού δείχνουν πως είσαστε οι ξένοι που περιμέναμε χιλιάδες χρόνια, η άφιξή σας στο νησί μας είναι ευλογημένη».
   «Βέβαια δεν περιμένατε εσείς οι ίδιοι, αλλά οι πρόγονοι των προγόνων σας και πολλοί πρόγονοί σας πριν από εσάς» θέλησε να διορθώσει ο Πέτρος τον αρχηγό τους.
   «Όχι, μίλησα κυριολεκτικά. Εμείς οι ίδιοι σας περιμέναμε εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο μάγος μας για παράδειγμα είναι εφτά χιλιάδων ετών, εγώ είμαι πέντε χιλιάδων ετών. Εκείνο το μικρό χαρούμενο παιδί είναι μόλις πεντακοσίων ετών. Λέγεται Μοκαντούσου και είναι ο γιος μου!».
   Ο μικρός χαιρέτησε τα παιδιά κάνοντας δύο χορευτικές τούμπες στον αέρα. Κατάλαβαν πως σ’ αυτό το μέρος της γης η βιολογική ανάπτυξη καθυστερεί πάρα πολύ.
   Ο Μπούα-Μπούα συνέχισε: «Γι’ αυτό ακριβώς δεν ασχολούμαστε καθόλου με το χρόνο και δεν βιαζόμαστε στη ζωή μας. Οι λίγοι τυχεροί που γλιτώνουμε από τα θανατηφόρα τσιμπήματα των ερπετών είμαστε πιο γέροι από τα δέντρα μας, τα οποία άλλωστε φυτέψαμε με τα χέρια μας. Η παράδοση λέει πως όταν επιστρέψουμε στην παλιά πατρίδα, θα χάσουμε αυτό το πλεονέκτημα της αιωνιότητας και η βιολογική μας ανάπτυξη θα τρέχει πολύ γρήγορα σαν των κοινών ανθρώπων. Πρέπει όμως να πληροφορηθείτε πως όσο καιρό μείνετε στο νησί μας η ηλικία σας θα έχει παγώσει. Όσα χρόνια και αιώνες είσαστε μαζί μας εδώ, θα έχετε την ίδια ηλικία που είχατε πριν να έρθετε».
   Ο Πέτρος διαμαρτυρήθηκε: «Μα εγώ θέλω να μεγαλώσω, δε θέλω να μείνω για πάντα παιδί».
   Η Ελένη του απάντησε: «Καλύτερα να είσαι νέος. Τα μαλλιά της γιαγιάς μου άσπρισαν, ενώ τα δικά μου είναι δυνατά και γερά».
   Η βροχή δυνάμωνε όλο και περισσότερο και ο Πέτρος παρακάλεσε τον Μπούα-Μπούα να του κάνει τη χάρη να μεταφέρουν κάτω από το «ιερό δέντρο» τον γέρο Τομ. Ο αρχηγός τελικά είχε δίκαιο που επέμενε να μείνουν όλοι κάτω από το δέντρο, γιατί εκείνο τους προστάτευε εμποδίζοντας τους κεραυνούς να πλησιάσουν. Το καημένο το αεροπλάνο θα γέμιζε νερό στην καμπίνα του και η λαμαρίνα του θα σκούριαζε από την αλμύρα που έστελνε η ανταριασμένη θάλασσα. Ο αρχηγός διέταξε μια ομάδα ιθαγενών να τους βοηθήσει στη μεταφορά του γέρο Τομ. Ο Πέτρος είπε στην Ελένη να μην τους ακολουθήσει, γιατί θα γινόταν μούσκεμα και δεν είχανε άλλα ρούχα μαζί τους για να αλλάξουν. Τον βρήκανε να τουρτουρίζει από το κρύο και να φτερνίζεται, ενώ παραπονιόταν που τον ξέχασαν κοντά στη θάλασσα. Γυρνούσε μονότονα τον έλικα της μηχανής του.
   Μετά από λίγες μέρες η βροχή άρχισε να υποχωρεί. Τα σύννεφα απομακρύνθηκαν από τον ουρανό και ο ήλιος εμφανίστηκε χαμογελαστός να ζεστάνει με τις αχτίνες του, τους κατοίκους αυτού του τροπικού νησιού. Ο μάγος με το ζαρωμένο δέρμα κρατούσε το ραβδί του δείχνοντας ψηλά στον ουρανό. Είπε στον Μπούα-Μπούα πως δεν ήρθε ακόμη η ώρα για τον μεγάλο κατακλυσμό και πως ο ήλιος θέλει να χτίσουνε
την πόλη τους. Εξήγησε πως τώρα η φύση θ’ αρχίσει να πρασινίζει και ν’ ανθίζουν τα λουλούδια και τα δέντρα. Ο Πέτρος θυμήθηκε πως το ταξίδι τους είχε ξεκινήσει στο τέλος του καλοκαιριού, άρα φυσιολογικά έπρεπε ν’ ακολουθήσει το φθινόπωρο και όχι η άνοιξη. Το είπε στον αρχηγό τους κι εκείνος γέλασε ειρωνικά που δεν γνώριζε από την υδρόγειο σφαίρα:
   «Δε σου μάθανε, αγόρι μου, στο σχολείο πως στο νότιο ημισφαίριο της γης, οι εποχές δεν είναι ίδιες με το βόρειο ημισφαίριο;».
   Σιγά-σιγά ξεμύτισαν από το «ιερό δέντρο» που τους προστάτευε και έκαναν τα πρώτα δειλά βήματά τους στη μουσκεμένη γη. Βούλιαζαν όμως και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο. Η Ελένη κόλλησε μέχρι τη μέση της σε μια μεγάλη λίμνη νερού και άπλωνε τα χέρια της να πιαστεί απ’ τα χέρια του Πέτρου, για να την βοηθήσει. Ο μάγος κούνησε τα χείλη του σαν να έλεγε μια προσευχή ψιθυριστά και η Ελένη τινάχτηκε μόνη της, ξεκολλώντας ξαφνικά από μια ανεξήγητη δύναμη. Ο Πέτρος ευχαρίστησε τον μάγο που έσωσε την Ελένη. Μέσα από τα μεγάλα, τρομαχτικά του μάτια ξεχώρισε μια γαλήνια λάμψη με πολλούς χρωματισμούς που έμοιαζε με ουράνιο τόξο. Το πρόσωπό του ομόρφυνε και ο Πέτρος συμπέρανε πως ο μάγος πρέπει να είναι καλός άνθρωπος. Ο μάγος συνέχισε τις καλές πράξεις και είπε στον ήλιο να γίνει πιο ζεστός. Παρακάλεσε τον άνεμο να φυσήξει δυνατά για να στεγνώσει την υγρή γη και ν’ αρχίσουν επιτέλους τις εργασίες τους. Η ζέστη ήταν αφόρητη και ο άνεμος κόντευε να ξεριζώσει ολόκληρα δέντρα. Το «ιερό δέντρο» όμως άντεχε και δεν έσπαζε ούτε ένα κλαρί του. Ο γέρο Τομ έλεγε πως με τέτοιο άνεμο κανένας λογικός καπετάνιος και κανείς γνωστικός πιλότος δεν διακινδυνεύει το πλοίο και το αεροπλάνο του. Πεινούσανε και διψούσανε πολύ, ώσπου ο Μπούα-Μπούα πήρε την απόφαση ν’ αντιμετωπίσει τον άνεμο και τον καυτό ήλιο, γιατί λυπήθηκε τα νηστικά παιδιά. Επέστρεψε σε λίγο αναμαλλιασμένος και πληγωμένος από τα βίαια χτυπήματα του αέρα, που τον έριχναν πάνω σε θάμνους και πέτρες. Κρατούσε στα χέρια του με δυσκολία μερικούς μεγάλους στρογγυλούς βολβούς, παρόμοιους με τα δικά μας κρεμμύδια που είχαν μακριά κοτσάνια. Ήταν πολύ καυτερά, αλλά τα παιδιά τα καταβροχθίσανε χωρίς δυσκολία. Ο Μπούα-Μπούα έφερε μαζί του και τρεις-τέσσερις ινδικές καρύδες σε σχήμα κολοκύθας, γεμάτες με βρόχινο νερό. Ήταν λίγο θολό, όμως δεν δίστασαν να το πιουν.
   Όταν η γη στέγνωσε και ο ήλιος έπαψε να καίει και ο αέρας έκοψε να φυσάει, τότε οι ιθαγενείς βγήκαν με τους μικρούς μας φίλους μια βόλτα στο νησί. Ήθελαν να το διασχίσουν από άκρη σε άκρη, να μαζέψουν μαργαρίτες και χαμομήλια ή τέλος πάντων κάτι ανάλογο στο φυσικό περιβάλλον του τόπου που βρίσκονταν. Επιθυμούσαν να κυλιστούν σε πράσινα λιβάδια, δίπλα από αγελάδες που τρώνε το χορτάρι. Ο Μπούα-Μπούα δεν επέτρεπε να εκφράσουν τα παιδιά τη χαρά τους, γιατί γνώριζε καλά πως πάνω στα ανθισμένα λουλούδια του νησιού τρυγάνε τη γύρη τους κάτι τεράστιες μέλισσες. Αυτές μπορούν να δηλητηριάσουν και να σκοτώσουν ολόκληρο ελέφαντα. Τα ζαρκάδια ξεγλιστρούσαν με ελιγμούς από τις θανατηφόρες μέλισσες και τα πολύχρωμα φίδια ήταν έτοιμα να επιτεθούν κάθε στιγμή. Τύλιγαν τα θύματά τους με το χοντρό τους σώμα και τα έπνιγαν. Ο Πέτρος υποψιαζόταν πως είχε τελειώσει πλέον η παιδική ξεγνοιασιά, τα παιχνίδια με τα κρεμασμένα τσαμπιά των σταφυλιών στην κληματαριά και οι εμφυτεύσεις μαλλιών στις κούκλες της Ελένης.
   Ο Μπούα-Μπούα τους συμβούλευσε: «Να έχετε πάντα στο μυαλό σας πως πάντα κινδυνεύετε και να παίρνετε έγκαιρα τις προφυλάξεις σας».
   Η Ελενίτσα ρώτησε όλο νάζι: «Εμείς στον πολιτισμένο κόσμο έχουμε τις γάτες και τα σκυλιά. Είναι ήρεμα ζώα, τα οποία τα βάζουμε μέσα στα σπίτια μας και γι’ αυτό τα ονομάζουμε κατοικίδια. Όταν με το καλό χτίσουμε τα σπίτια μας εδώ, ποιο δικό σας ήσυχο ζώο θα μπορούσαμε να έχουμε στην αυλή μας χωρίς προβλήματα;».
   Ο αρχηγός συγκινήθηκε που άκουσε την Ελένη να λέει «όταν με το καλό χτίσουμε τα σπίτια μας εδώ». Έδειχνε πως εκείνη ένιωθε αυτό το ξένο περιβάλλον, σαν δικό της. Θέλησε να της περιγράψει έναν ήσυχο κροκόδειλο που δημιουργεί εύκολα φιλικές σχέσεις και ένα είδος άγριας όρνιθας που μπορεί να κάτσει ήρεμη σε μια αυλή. Ένα φιδάκι που το ονομάζουν «άγιος» φέρνει τύχη και πρόοδο σ’ αυτούς που το έχουν μαζί τους.
   Η Ελένη είπε: «Μπούα-Μπούα θέλω να μου υποσχεθείς πως όταν τελειώσει το χτίσιμο της πόλης, θα μου βρεις ένα συμπαθητικό κροκόδειλο, μια όμορφη κότα κι ένα γλυκούλη φιδάκι να μου κρατάει συντροφιά».
   «Μα και βέβαια θα σου τα φέρω, γιατί πάντοτε κρατάω τον λόγο μου» απάντησε εκείνος.
   Ο Πέτρος βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει ένα εργαστήριο όπου θα μπορούσε να πειραματιστεί πάνω στη φυσιολογία, τη βιολογία, τις ψυχικές και σωματικές αντοχές των ζώων. Η Ελένη όμως του είπε ότι δεν είναι σωστό να ταλαιπωρήσει τα άγρια ζώα, όπως έκανε με τους αδελφούς Ράιτ. Ο Πέτρος ήθελε να δει μερικές τίγρεις και λιοντάρια, αλιγάτορες και σαύρες  για να μελετήσει τις αντιδράσεις τους και την επιρροή του κλίματος στην ανάπτυξή τους. Είχε ακούσει για τους αλλόκοτους χαμαιλέοντες, ένα είδος σαύρας που έχει ουρά πιθήκου, το δέρμα της μοιάζει με κροκοδείλου, η γλώσσα της με φρύνου, ενώ έχει ένα κέρατο σαν εκείνο του ρινόκερου. Τότε ο Μπούα-Μπούα φώναξε τη γυναίκα του τη Ράιζα και της είπε να πάρει μαζί της την Ελένη να παίξει με τα κορίτσια της φυλής, που κατασκευάζουν όμορφα κοσμήματα από τα κόκαλα των ζώων και πολύχρωμες χάντρες από τις ηφαιστειακές πέτρες. Όταν η Ελένη με την Ράιζα απομακρύνθηκαν αρκετά, συνέχισαν τη συζήτησή τους.
   Ο Μπούα-Μπούα είπε στον Πέτρο: «Μπορώ να σου μάθω, παιδί μου, κάποιες τεχνικές άμυνας και θηριοδαμασμού».
   «Έχω δει σε τσίρκο άγριων ζώων πως συμπεριφέρονται στα ζώα, είπε ο Πέτρος. Τα αφεντικά τους τα μιλάνε κι εκείνα υπακούουν αμέσως. Τα έχουν μάθει όμως να κάνουν και επικίνδυνα πράγματα. Περνάνε μέσα από πύρινα στεφάνια, στέκονται στο ένα τους πόδι και χορεύουν, με τα δόντια τους σπάνε σίδερα. Ένας άντρας περνάει το χέρι του μέσα από το στόμα του λιονταριού. Το λιοντάρι αντί να τον δαγκώσει, του χαμογελάει και μετά του δίνει το μπροστινό του πόδι να τον χαιρετήσει. Μια μαϊμού κάθεται πάνω στο λαιμό ενός ελέφαντα και του γλείφει τ’ αυτιά».
   Ο αρχηγός χαμογέλασε και είπε: «Ο μάγος μας μπορεί να κάνει όλα αυτά και να ημερεύει, όποτε χρειαστεί, όσα ζώα επιτίθενται».

Λάσκαρης Π. Ζαράρης


***  Έπαινος  από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» το έτος 2011 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου