Κύμα της μνήμης θλιβερό
Για τα όνειρα, ποιος θα σήκωνε σημαία,
ποιος θα πρότασσε ηρωικά έναν ήλιο σαν ασπίδα
μπρος στον εχθρό που τον ξερίζωνε απ’ τη γη του;
Εκεί του αναποφάσιστου η ψυχή
δε λέει να φύγει απ’ το σώμα και
του μικρού παιδιού η αγάπη δεν ξεχνιέται,
τότε που έπλεκε καλάθια για τα δώρα,
μαζεύοντας τους ανθούς και τους ανέμους του νησιού.
Μια τρομαγμένη γοργόνα φάνηκε πως έψαχνε στα βράχια
κάποιο αποτύπωμα των δικών μας νεκρών.
Γυναίκες με ματωμένα στήθη
μεγάλωσαν καρτερικά παιδιά
για να τα δώσουν του εχθρού, θυσία που
κανείς Θεός στον κόσμο δε θα’ θελε στ’ αλήθεια.
Τόσοι άνθρωποι προδόθηκαν και ένιωσαν
ψυχές κουρελιασμένες
για μια πατρίδα που έσβηνε αργά
μες στ’ ασφυκτικά σύνορά της.
Πότε θ’ αγγίξει επιτέλους η ελπίδα τα ερειπωμένα σπίτια,
πότε θα γεμίσει πάλι με φωνές η γειτονιά;
Μα πώς σκεπάζεται η κραυγή του πόνου
μέσα στη μοναξιά της νύχτας
εκείνου του θλιβερού καλοκαιριού;
Ο ουρανός έσβηνε ένα-ένα τ’ αστέρια
παίρνοντας απ’ τα πληγωμένα σώματα
των στρατιωτών τη βουβή σιωπή.
Τι έγινε μ’ εκείνο το παιδί που έσκαβε στο χώμα σιωπηλό;
Σκάβοντας προχωρούσε παρ’ όλες τις πληγές,
ξέγραφε απ’ την ψυχή του κύμα της μνήμης φθονερό.
Όταν άρχισαν ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά του
είπε να παίξει με τους βόλους ξέγνοιαστα
στο πατρικό του σπίτι που είχε γκρεμιστεί.
Τότε τον αναγνώρισαν οι πέτρες
και βιάστηκαν να στήσουν μια μεγάλη πόρτα
για να περάσει το ροδομάγουλο παιδί.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου