Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Έξι ποιήματα της Vicky Kostenas Lagdos


Lacrime di luna

Νυχτερινό κρουστό υφαντό στ’ απανωτά κύματα.
Της άμμου ο φλοίσβος, που γυμνώνει τα μάτια
και σαν οπτασία κυριαρχεί στο υγρό στοιχείο,
όπου θα περπατήσει η σκιά του φεγγαριού
να μας συμπαρασύρει στο κρησφύγετο
της αλλαγής βάρδιας για την παράδοσή μας
στο ουράνιο στερέωμα ξάστερης νυχτιάς.
Και πάνω στην ώρα σαν της Ηούς το τσόφλι σκάζει
του Σείριου του υπασπιστή και του πιστού ακόλουθου
το γκάζι γίνεται παρανάλωμα και σε μπελά τη βάζει.
Στα ορεινά κι αιθέρια ξέφωτα πριν καταλύσει
η πανσέληνος αποζητά τ’ ασήμι να της βγάλουν
ακόμη πριν καλά μιλήσει.  
Φαίνεται η ζωή να βιάζεται ν’ αποτελειώσει
τα πρακτικά του μεσούρανου έργου της.
Στην παράσταση δόθηκε μια προσωρινή παράταση
για νέες εκμυστηρεύσεις και πρωτότυπες μυστικές σκηνές.
Σαν το φεγγάρι απ’ τον κρυψώνα λοξοδρόμησε,
παίρνοντας μια σταθερή πορεία για τη δύση.
Μια οργιά η απόσταση απ’ του φεγγαριού τη ζήση.
Μια οργιά ζωής, που χάνεται και ξανάρχεται από μόνη πίσω.
Μια ζωή συνυφασμένη από λεπτές κλωστές,
που περνούν μέσα από ένα μεσοδιάστημα αχνής ανάσας
κι ένα μπέρδεμα Αιολικής γλώσσας.
Σαν ν’ αττικίζουν οι λαοί κι απέξω η γη να σκάζει
από το βάρος της απόλυτης σιωπής.
Με την εύπνοια και σύμπνοια επιρρεπών για θύελλα ανέμους
η γη απολαχάνει απ’ το καύμα της φλογερής Πτολεμαίας.
Όταν μετά την ήττα στο Άκτιο ο Μarkus Antonius τη σελήνη
της πέρασε στα ξέπλεγα μαλλιά για να την ξελογιάσει.
Έτσι από τότε τα ολόγιομα φεγγάρια ροδίζουνε από θυμό
μα δεν ξεχνάνε τον καημό, που χάσανε την άνασσα
κι έκτοτε ξεπορτίζουν, διαβαίνοντας πιστά την πλατιά θάλασσα.
O nobile, luna eterna!
A te canto l‘ insolita gioia di vivere, che sgorga dal suo petto.
Ti lascio un mio sospiro ed uno sguardo per dirti,
che tu non devi piangere mai.

Σημείωση: ένα από τα διαμάντια μου, που σε λίγους μήνες ξεπορτίζει στην αγορά.

Zürich, 30 Juni 2011


Φέρελπις Ρομαντισμός η Λόγια Σκόρπια τ’ Αγέρα

Τ’ ανείπωτα τα λόγια
να σιγοτραγουδάει
κόντρα στο φύσημα τ’ αγέρα.
Του στίχου η αντοχή πονάει
μα πως μπορεί κανείς να κάνει πέρα;
Στο χέρι  τ’ ασπροκέρασο φιλί 
βαστάει  το χτύπο τη καρδιάς
στ’ απόρθητο του Αίολου τ' ασκί
σκόρπιες ελπίδες  ντυμένες Κυριακή
μας κλέβει  ο αγέρας
στη φούρια του με μιaς.

Zürich, 29 Juni 2011


Storie e piccerelle...

Προσεχτικά απλώθηκαν σε καμβά από εραλδικά
ψηφιδωτά Παλμύρας και  μποργκέζικης aula
για τη στιχοθέτηση έμμετρων στίχων.
Ενώ γκριζοπράσινοι ερωδιοί θρόνιασαν  
στα κλωνάρια της ποίησης και της έμφυτης
λεξίπλοκης γοητείας σπονδείους να τσιμπολογήσουν.
Μπήκε  της Μάρνης το νερό μες την πηγή της Μάνας
τα μάγια της λευκόπεπλης Νεράιδας για να λύσει.
Νυχτιές ζητούσε τον κριτή να μοιραστεί τη στέρφα
τη διχόνοια, που είχε στη χώρα ενσκήψει.
Κι όλοι πιστεύανε πως θεοί κατέκαψαν τη χώρα
δεν έβλεπαν στη φούρια τους στ’ αληθινά,
πως θα ΄ν΄ δικιά τους μπόρα.
Στις Πλαταιές η σύναξη ορίστηκε να γίνει
με τους Ολύμπιους θεούς ιδιοφυείς κι ευήνοους
σε ασημένιους κύλικες να πίνουνε μαρτίνι.
Σίφνειοι και Συκεώνιοι μαζί με Αθηναίους
τους θησαυρούς καραδοκούν ν’ ανοίξουν επειγόντως.
Μα ήτανε άδεια τα πουγκιά και δεν υπήρχε γιατρειά.
Σκύθες αγροίκοι, βάρβαροι είχαν πρωί εισβάλει
στο κάστρο της γοργόφτερης Παλλάδιας θεάς.
Το σύλησαν, τ’ ατίμασαν και σκόρπισαν το χάλι.
Πως να λογίζονται βωμοί, Ναοί θεών με όσια ιερά
και μ’ οβολό ανύπαρκτο, συναίσθηση κι εκτίμηση καμιά;
Γονυπετεί η ποίηση στη ρέμβη τ’ ουρανού από σιγή
φιλοφρονεί με στίχους εύρυθμους σ’ ευάνεμους ιάμβους
της Σφίγγας το στερνό χρησμό να λύσει τη σιωπή.

Adelboden, 2  Juli 2011


L‘ infinitivo del cielo

Στ’  αμπέλια με την ηλικία ριζωμένη στα ξερολίθια ,
μπλέχτηκαν οι καλοκαιρινές μου αναζητήσεις.
Όνειρα Αυγουστιάτικα βούτηξαν  στο κενό
ενός πεφτάστερου κι αιώρα έγιναν πάνω απ’
του πελάγους  την αναδιπλωμένη δίκλινδρη κλίνη.
Στα ερημικά ακρογιάλια οι γλάροι κροταλίζουν
της μοναξιάς τη γεύση μ’ ένα ανέλπιδο κρώξιμο.
Οι ανθρώπινες μορφές, που επισκίασαν τη σιωπή
 με ουρλιαχτά απόσβησαν ώρες επένδυσης στο κύμα,
πετροβολώντας άτακτα μ’ αθώα βότσαλα.
Κι έμοιαζε σαν να ’φευγε ο τόπος για ταξίδι!
Λες κι είχε μετακομίσει η ακτή κι έχασκε
το νερό στον πάτο απ’ τη βάρκα.
Η φυγή δε γυρνάει ποτέ από μόνη της πίσω.
Θέλει απ’ το χέρι να την πιάσεις και να την οδηγήσεις
στ’ αμπέλι τ’ άνυδρο το καρπερό με γλεύκη να τη σμίξεις.
Θέλει κουράγιο κι ευέλπιστη ελπίδα η ζωή
σαν ξεχασμένη πίσω απ’ το δύσβατο βουνό
πρόσβαση καμιά δεν έχει ούτε και θέα
στην προσμονή μιας ερισμάραγδης ειμαρμένης.
Κι αυτή να καρτερεί μες τα παχύφλοια βάθη
τ ’ Αυγουστιάτικο φεγγάρι να την πλανέψει.
Μάγια έκανε απόψε ο ουρανός στ’ αστέρια
κι όλο φουντώνει ο πόθος του σαν καίει το μεσονύχτι
για να θερίσει τον πουρνό μυριάδες καλοκαίρια.
Της ζωής μας τ’ αστέρι αποκομίζει θύμησες.
Ενώ οι ελπίδες γλιστρούν στ’ απόκρημνο τ’ ουρανού
παν’ από στόματα ανοιχτά , που χάσκουν
καρτερικά και ψάχνουν γι’ αποθέωση.
Απ’ τα μάτια μιας νυχτερινής γαζίας περνά βιαστικά
η μορφή σου να φορέσει πάνω της το ωχρό χρώμα
του οπάλ μαργαριταριού.
Έμαθαν τα πουλιά να χορεύουν στον παφλασμό
του ονειροπλάνου κύματος την κόψη,
ενώ την ώρα γεύονται τη δροσοστάλαχτη  αιώρα
στου αλαφιασμένου γαρμπή την εισβολή.

Zürich, 29 Juni 2011


Ho alcuna idea

Πέταξε μες τον ουρανό!
Απ’ το φως κι απ’ τη σκιά του φεγγαριού
γεννήθηκε το πρόσωπο της μέρας.
Σαν αποκύημα στιγμιαίας κίνησης άμμου
στο πρωινό του ήλιου περίλαμπρο χάδι.
Εκεί όπου τελειώνει η οργή της καταιγίδας
ο ήλιος σ΄ απογείωση μετωπικά φιλά τη γη.
Τι κι αν η απόσταση κρατά τους ήλιους μακριά;
Το ίδιο φεγγάρι έτσι κι αλλιώς βλέπουμε μέσα
από διαφορετικό οπτικό φίλτρο της φαντασίας.
Ξεζουμιστήκαμε φιλοσοφώντας μια ζωή
με τ’ αναφιλητό του κλάματος
ζωγραφισμένο στα τσίνορα
κι ένα χαμόγελο από χρυσαφένιο λιοτρόπι
για το ξενύχτι του μπάτη και την κραυγή
του κύματος στ’ ακροθαλάσσι με τα φύκια.
Την κόγχη του ντύθηκε απόψε οληνυχτίς το φεγγάρι
και σεργιανίζει ανυπότακτους πόθους,
υποτακτικά υποκλίνοντας στη μαεστρία του στίχου.
Πριν γίνεις σύννεφο άνεμος ήσουν και σάρωνες τα πέλαγα,
το μένος εξανεμίζοντας στη σιωπή της ερημιάς.
Πριν το ναυάγιο ήσουνα σύννεφο,
που μες απ’ τα μάτια σου δακρυρροούσε η ενοχή.
Όσο το δάκρυ αμείβεται με στέρηση
τόσο θαμπώνει του ήλιου η λαμπερή ματιά.
Κι όταν γλιστράς στον ίσκιο του μεσημεριού
της Κίρκης διεκδικείς τα τετράζυγα άλογα
στου ήλιου την άμαξα να δέσεις
για το ταξίδι της ακαταπόνητης φυγής.
Μια δροσοσταλιά ψιλόβροχου
και μια ρώγα από σταφύλι ροζακί
σ’ έχουν στο μάτι βάλει,
διεκδικώντας ανόργωτες βραγιές.
Πριν στης άμμου υποκύψεις τα φίλντισι βότσαλα
πιάσου απ’ τα βράχια, στις παραστάδες κρατήσου
όπου σαν όμφακες ξεπροβάλουν οι διαμάχες
των ενάλιων θεών στα διαπιστευτήρια της σκέψης.
Κι αφού τυπώσεις στο νου τον απόηχο,
π’ αφήνει το θρόισμα του κύματος,
σκάζοντας στ’ ακρογιάλι
πέρνα μια γεύση άκρατης ευτυχίας
με ροζ πινελιά στα χείλη της καρδιάς σου.
Πριν σε πλανέψει η μοναξιά κυνηγούσες
τους ήλιους στα πλοκάμια γαλαζόπεπλης γλιτσίνας.
Κι οι σκέψεις διάφανες περίβλεπτες οθόνες
βυθούς περιδιαβαίνουν ανεξερεύνητους,
πλανώμενες σε μια αδιάκοπη του κύματος ροή
για αναζήτηση της άθικτης νηνεμίας των οίστρων.

Zürich, 27 Juni 2011


Τ' Απέραντο Γαλάζιο
 
Κι εσύ ρωτούσες επίτονα
εμφατικά μ' ερωτηματικά
τι απόγινε εκείνος ο έρωτας,
που μύριζε γαρίφαλο και δυόσμο
σε χρώμα γκριζοπράσινο σμιχτής
αιθέριας καντσονέτας.
Κι είχε τα χέρια απλωμένα στον ουρανό
με μαλλιά ξέπλεγα αέρινα,
που ανέμιζαν απερίσκεφτα
στη μανία του σβελτοκράχτη αγέρα.
 
Φορούσε ένα πιαστράκι
από κορδέλα σκούρα μπλε
στου ήλιου τ' ακάνθινο στεφάνι
κι άνθιζε η άνοιξη μαζί με της σαϊτιάς
το χρυσοπράσινο βλέμμα σαν το 'ριχνε
στ' αλώνισμα των θεριστών τη μέρα.
 
Προτού στην προκυμαία
η αλαφροΐσκιωτη μορφή φανεί
ο ήλιος με τ' ανθόνερο έρανε
και λύτρωνε απ' τις φροντίδες
σωρούς από μύρια βότσαλα .
Κι ύστερα με τις πολυάχτιδες ριπές 
το πέλαγος λείαινε το στιλπνό χαλί  
 
να γίνει και να πατούν απάνω του
του έρωτα οι φρούδες ψεύτικες ελπίδες.
Προτού φουσκώσει η θάλασσα
και την πάρει ο αγέρας στο ταξίδι
μέσα απ' τον κυματιστό χορό
στο αέναο και λικνιστικό
του νου υδρόβιο νεροκύλισμα.
Όταν οι σκέψεις απ' αδήριτη ανάγκη
καλπάζουν στη ράχη του κύματος
για τους ηλιόβλητους κάμπους
μες απ' της Δίρκης τις πυκνές νεροσυρμές,
στο δρόμο απαντώντας το νέφος
απ’ της ερήμου τη φλογοβόλα γη
για το κρουστό υφαντό του πελάγους.

Zürich, 25 Juni 2011

Vicky Kostenas Lagdos



   Τα ποιήματα της Vicky Kostenas Lagdos έχουν μια ξεχωριστή ομορφιά. Οι στίχοι της απλώνουν ένα πέπλο ονείρου. Χάδι απαλού χεριού σε σώμα, δροσερός κυματισμός στην ακροθαλασσιά γίνονται λέξεις, με τις οποίες εμπλουτίζει τα νοήματά της -κύρια ονόματα και κοινοί τόποι της ιστορίας και της μυθολογίας- που πηγάζουν αβίαστα από το θησαυροφυλάκιο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μας. Όμως υποκύπτουν στην ικανότητα της δημιουργού, η οποία τις καθοδηγεί για να δημιουργήσει τοπία απείρου κάλλους. Η ψυχή της ποθεί αέναα αυτό το λίκνισμα των ανέμων της Ελληνικής θάλασσας, το βαθύ χαμόγελο του ουρανού, που το είχε ανάγκη όσο καιρό έλειπε στην Ελβετία και στην πόλη της, τη Ζυρίχη. Έτσι μπορεί και λειτουργεί ποιητικά, υποβάλλοντας τον αναγνώστη σ’ ένα αδιάκοπο ταξίδι ήχων, χρωμάτων, αισθήσεων. Λειτουργεί στις εμπνεύσεις της με όλο το τρίπτυχο συγκεντρωμένο: την ψυχή, την καρδιά και το νου για ν’ αναπαραστήσει το μεγαλείο του σύμπαντος. Πλάθει καινούργιες, σύνθετες λέξεις απ’ όπου αναβλύζει η μουσική, ο ρυθμός και συναρπάζει με τις χορευτικές κινήσεις των Νεράιδων και των Ναϊάδων. Σε πολλές εξαίσιες στιγμές της νιώθεις πως τα ποιήματά της γεννήθηκαν μέσα σ’ ένα παρόμοιο περιβάλλον μ’ εκείνο των Αρχαίων Ελλήνων Λυρικών.  
   Το ποίημα «Φέρελπις Ρομαντισμός ή Λόγια Σκόρπια τ’ Αγέρα» αποτελεί προδημοσίευση από τη συλλογή της, που έχει τον τίτλο «Για έναν Ερωτικό» και θα κυκλοφορήσει εντός του έτους. Και όπως εξηγεί η ίδια η ποιήτρια: «Ο λόγος είναι το γιατί ο έρωτας μετά από συγκεκριμένο οριακό της ηλικίας στάδιο περνάει μέσω του στίχου, ξαποσταίνοντας απ’ το μακρύ ταξίδι της ζωής σε μια γλυκιά θύμηση, για να υπερπηδήσει ανάλογα με τα φωνήεντα που θα εκφωνήσει καθ’ οδόν, στην αιωνιότητα…».
   Η δική μου άποψη είναι πως η ποιήτρια κινητοποιεί συνεχώς τις αισθήσεις στη βίωση του μοναδικού και φευγαλέου αλλά και άχρονου, υπέροχου αισθήματος. Τα ποιήματά της κυλάνε αβίαστα σαν το νερό των ποταμιών που περιγράφει ή σαν εντυπωσιακές πινελιές που ζωγραφίζουν την άπειρη ομορφιά, για να την αποθανατίσουν στη μνήμη ως βιωμένο παράδεισο επί γης. "Του στίχου η αντοχή πονάει" μα ο ίδιος ο στίχος είναι που γιατρεύει αυτόν τον πόνο και γίνεται η ασπίδα στις δύσκολες στιγμές του κάθε ανθρώπου, του κάθε δημιουργού.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

   Vicky Kostenas Lagdos. Είναι γεννημένη στο Βόλο από Έλληνες γονείς in anno 1947, με ευρεία παλέτα σπουδών στην Ελλάδα και εξωτερικό. Ποιεί του λόγου την τέχνη εδώ και μερικές δεκαετίες σε 4 Ευρωπαϊκές γλώσσες. Η κα Vicky Kostenas Lagdos, η ομογενής Βολιώτισσα από τη Ζυρίχη, θεωρείται ως η ποιήτρια μιας Νέας ποιητικής δομικής τεχνοτροπίας του στίχου, με κύριο χαρακτηριστικό την παραστατική απόδοση εικόνων μέσα από χρώματα ρομαντισμού, αισθησιακής γοητείας και ανεπαίσθητης κοινωνικής κριτικής, μιμούμενη το Φλωρεντινό στυλ των μέσων του 17ου αι. στον όψιμο μεσαίωνα στην Τοσκάνη. Είναι η τα μάλα πεπαιδευμένη ποιήτρια ζωγράφος, η οποία κατέχει την τέχνη της μετάπλασης και μεταφοράς χρωμάτων στην παλέτα του λόγου, χρησιμοποιώντας ως βασικό όπλο την αριεπή επίγνωση της χρήσης του μέσω μιας πολύγλωσσης και καλλιεπούς μεταχείρισης του. Έργα της όπως το ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ, ΗΡΟΣΑΧΘΕΙΑ και ΗΡΙΓΕΝΕΙΑ έχουν εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο των Αθηνών ΕΝΤΥΠΟΙΣ και κυκλοφορούν ελευθέρα στην Ελληνική αγορά, ενώ στη συνέχεια ακολουθούν μέσα σ’ αυτό το χρόνο ακόμη άλλες 6 ποιητικές της ανθολογίες.
   Δεν θα πρέπει να παραληφθεί πως η ως άνω ποιήτρια έχει στην κατοχή της το πρώτο διεθνές βραβείο ποίησης στον Ελληνικό λόγο από διεθνή διαγωνισμό ποίησης, το έτος 2006 στη Θεσσαλονίκη με το περίφημο δημιούργημα "Όνειρο Καλοκαιριού"(Sommertraum), με το οποίο κατέκτησε τα πρωτεία.
   Της αξίζουν θερμά συγχαρητήρια για την όλη της προσπάθεια με την οποία προάγει τον Ελληνικό λόγο έξω από τα σύνορα, αναδεικνύοντας την Ελληνική γλώσσα ως αποκλειστικό και μοναδικά απόλυτο της λυρικής ποίησης εργαλείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου