Όνειρο Καλοκαιριού
Χθες βράδυ σε βαθυστόχαστο όνειρο
με μαξιλάρι το κύμα αρμένιζα.
Μια μπουκιά του μ’ έβγαλε έξω
και με ξάπλωσε
σε παρθενικό ολόξανθο ακρογιάλι.
Ξαλάφρωσε απ’ τους
εριφιοαίγεις αφρούς του
και με λύσσα μ’ έριξε
στα ρηχά του κύματος λυγμούς.
Κι εγώ με μάτια ορθάνοιχτα
στον ουρανό στραμμένα
του Γιούλη την πανσέληνο
φλερτάριζα με τρέλα,
να ’ρθει να μ’ ανταμώσει
το φως του μες τον κόρφο μου
να μπει και να καρφώσει.
Adelboden, 3. Juli 2011
Φυγή στο αδιάβατο
Ξανοίγει ο καιρός.
Τα δέντρα δέσαν τον καρπό
κι οι μέλισσες
τρελάθηκαν στη γλύκα.
Της ροβινιάς κόβω τ’ ολάνθιστο φυντάνι
να το φυτέψω για
φουρκέτα στα μαλλιά.
Η γύρη χόρευε ολονυχτίς
στου πορτοκαλεώνα
του σπάρτου τον κίτρινο χορό.
Κι ήρθαν τα λούγαρα στης
λυγαριάς τα κλώνια
για να απιθώσουν
της ευωδιάς το μείλιχο σκοπό.
Τις ράχες σχίζω μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια.
Καρδιοχτυπά η ζωή σαν ανεβαίνει
και σκαλώνει στα πέτρινα Sentieri,
δίνοντας στ’ όνειρο πνοή
σαν ηχεί το μεσημέρι.
Κλέφτρα ζωή!
Τα σκληροτράχηλα ρείκια ξεμυάλισες
κι αντάριασαν απ’ τη βροχή
στον ουρανό τα μάτια τους
να ορθώνουν.
Τώρα που την απόχτησα
πως να στη δώσω πίσω;
Δεν ζήτησαν αντάλλαγμα
σαν πίσω μου τη δώσαν
ήτανε όλοι σύμφωνοι
πως θα την εννοιαστώ.
Χάθηκε στα μεσάνυχτα
σα φύσηξε ο αγέρας
με ένα πλατύ χαμόγελο
σα στείρα βασκανιά.
Φορούσε τη χλαίνη της φυγής
κοιτούσε όλο στο βάθος,
μα πως να στέρξει η ζωή
σα χάνεται το πάθος;
Κρυφομιλούσα τη νυχτιά
με χίλια εύηχα βιολιά.
Κι άνδριωνε η ψυχή σαν
τις χορδές εκούρντιζα.
Κι έπιαναν το λυπητερό
σκοπό της κρύας θλίψης
για ν’ απαλύνουν την τραχιά
του τριζονιού λαλιά.
Μόνο με μια χούφτα κόβαλα αγάπης
κερδίζεται η ζωή.
Σαν συ την παίζεις
ντόρτια κι αυτή η αλήτισσα
να σβήνεται, να χάνεται στην τελική
γραμμή σα γύφτισσα.
Μοιάζει με τρένο,
που σφυρηλατεί πάνω
στις ράγιες μανιασμένα
και τρέχει να προφτάσει
το χαμένο του εαυτό.
Τον ήχο όταν σφυρίζει δεν ακούει,
γιατί φοβάται τον επερχόμενο εχθρό.
Κι έφτασε η μηχανή αγκομαχώντας
στα βουνοπλάγια του Oetliberg.
Ξεπέζεψε στην ώρα του τα όνειρα,
που ήταν σε στίχους τυπωμένα.
Μουγκρίζει και βογκάει το Αλπικό τοπίο,
όταν τον ήλιο στερηθεί.
Τους λόγγους συνορφρυώνει κι απειλεί
μ’ ένα σονέτο εκρήξεων
κι αποστομώσει τη σιγή.
Ντύθηκε το βουνό τη φορεσιά
της καταιγίδας κι ο ιδρώτας
ξεχύνεται να παρασύρει
τ’ αμμοκονίαμα του φεγγαριού.
Δεν έχει ο ήλιος δύναμη
ν’ αντισταθεί στην μπόρα.
Το μυστικό κρύβουν τα σύννεφα,
που με το Δία γίνονται ένα.
Είναι σα στοίχημα δίχως κέρδος
γι’ αντίκρισμα.
Είναι ο πόνος,
που καταφτάνει τρεχάτος
για να τον διαδεχτεί η χαρά,
όταν στ’ αλώνια η ήρα
χωρίσει από το στάχυ.
Εδώ δεν ήταν η θάλασσα,
που εισχωρούσε μες τα κήπια,
μα του βουνού η τσίμα ,
που αντανακλούσε
πάνω στης λίμνης το νερό
και φάνταζε σαν του
Προκρούστη τον
νεοσύλλεκτο ναυαγό.
Έσβηνε το νερό εκεί ,
όπου έσμιγε το βλέμμα,
γιατί πάνω κρατούσε το θεό.
Δασομετράει τους πόνους του
και χιονοαναστενάζει
μήνα δεν έχει εραστή στο ξέφωτο
να βγει φιλιά και να μοιράζει.
Vicky Kostenas Lagdos
Zürich, 4. Juli 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου