«Ο μπαμπάς μου κάθε βράδυ παρακολουθεί τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Μετά ανοίγει ένα βιβλίο και διαβάζει συγκεντρωμένος αυτές τις φράσεις: «Η ευτυχία σαν το άγονο χωράφι, το γεμάτο πέτρες, δύσκολα μπορεί να καλλιεργηθεί, δύσκολα μπορεί να μεταδοθεί, γιατί δεν υπάρχει καμία γλώσσα που να γνωρίζει τόσο καλά το συναίσθημα. Αγαπάει όμως τους εφευρέτες και τους κυνηγούς της γνώσης. Για ν’ αγγίξεις την ουσία της, δεν πρέπει ποτέ να τρέξεις ξοπίσω της, αλλά να περιμένεις να σε βρει εκείνη πρώτα».Ύστερα, αφού σηκώσει τα μάτια από το βιβλίο και μείνει για λίγο ακίνητος -δείγμα πως σκέφτεται βαθιά το θέμα- χασμουριέται αρκετές φορές και ζητάει από τη μαμά ένα ποτήρι νερό. Εκείνη έχει την ποδιά δεμένη στη μέση της και αφήνει τις δουλειές της, για να έρθει τρέχοντας ν’ αφήσει το ποτήρι πάνω στο τραπέζι. Συγχρόνως του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Ο πατέρας το ανταποδίδει. Επειδή αρχίζω να ζηλεύω, έρχονται και οι δυο κοντά μου και με φιλάνε χαϊδεύοντας τα χρυσαφένια μαλλιά μου. Μετά ο μπαμπάς κοιτάζει το ρολόι του και μου λέει πως τα παιδιά πρέπει να κοιμούνται αρκετά, για ν’ αποδώσουν την επόμενη μέρα στο σχολείο. Θέλει να με πείσει με τη φράση: «Θα ξαπλώσουμε κι εμείς σε λίγο». Ξέρω πως το «σε λίγο» μπορεί να πάρει και ώρες, μα περιμένω υπομονετικά στο κρεβάτι μου, με ανοιχτά τα μάτια, ν’ ακούσω πότε θ’ ανεβούνε τα σκαλιά και θα κλείσουνε την πόρτα του δωματίου τους. Πολύ αργότερα -όπως με συμβούλευσαν οι συμμαθήτριές μου σχετικά με τις απασχολήσεις των μεγάλων- βγαίνω από το δωμάτιό μου αλαφροπατώντας και στήνω αυτί έξω από την πόρτα τους. Στις λίγες φορές που το δοκίμασα, δεν άκουσα παρά μόνο το ρυθμικό ροχαλητό της μαμάς και του μπαμπά. Έτσι υπέθεσα πως ευτυχία γι’ αυτούς είναι ο ύπνος, τα ήσυχα όνειρα και όχι ένα χωράφι γεμάτο πέτρες, ούτε και «οι συνηθισμένες ασχολίες των μεγάλων», όπως λένε χωρίς να κοκκινίζουν από ντροπή οι φλύαρες συμμαθήτριές μου».
Η Όλγα καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη της -λες και δεν είχε αλλάξει τίποτε από τότε που ήταν ένα μικρό κοριτσάκι- καθόταν ατάραχη και έφτιαχνε με μία ιεροτελεστία τις μπούκλες των μαλλιών της. Γοητευμένη με την ομορφιά της, περνούσε τις σκιές πάνω από τις γωνίες των ματιών της. Ήταν η ίδια ζωγράφος και ταυτόχρονα ο καμβάς των συναισθημάτων της. Αφού τελείωσε αυτή τη διαδικασία και έδωσε μια ικανοποιητική προοπτική στα χαρακτηριστικά του προσώπου της, έσκυψε με προσοχή πάνω στο γραπτό της μαθήτριάς της, σε μία έκθεση με θέμα: «Ένα συνηθισμένο βράδυ, πριν πάω για ύπνο». Δάκρυσε, γιατί θυμήθηκε μια παρόμοια έκθεση, δική της που την φυλούσε σαν ανάμνηση της παιδικότητάς της μέσα σε μία κασετίνα με χρώματα και βούρτσες μαλλιών.
Πάνω στο γραφείο βρισκόταν η φωτογραφία της μητέρας της, με την παραπονεμένη έκφραση στο πρόσωπο, με την έντονη ματιά να την επιθεωρεί ακόμα. Πάντα την συμβούλευε: «Παιδί μου αν θέλεις να τραβήξεις κανέναν πλούσιο γαμπρό, κάνε κι εσύ ό,τι έκανα εγώ με τον πατέρα σου, άγγελέ μου. Οι άντρες θέλουν γυναίκα περιποιημένη, όμορφη, ζωντανή, ευγενική με αρχές, αλλά και με πονηρά φερσίματα».
Όταν η μάνα της, της έβαψε το πρόσωπο στο πρώτο ραντεβού της, το αγόρι της σκίρτησε από ενθουσιασμό: «Πανέμορφη Όλγα, είσαι πιο ιδανική κι από το όνειρο». Μα λες και το είχε γραμμένο η μοίρα της προσέλκυε πάντα τους πιο ρομαντικούς, τις αγαθές ψυχές, τους ονειροπόλους, κατά προτίμηση φτωχούς ποιητές. Έτσι η μητέρα της πέθανε μ’ αυτό το παράπονο· έβλεπε το κορίτσι της να μένει στο ράφι, παρόλα τα προσόντα της.
Κάποτε είχε μπλέξει μ’ έναν πλούσιο, εγωκεντρικό άντρα αλλά επιρρεπή στα ξενύχτια και στις διασκεδάσεις. Απομακρύνθηκε απ’ αυτό το δεσμό -παρά τις αντιδράσεις της μητέρας της- γιατί δε δεχότανε να την αντιμετωπίζει κανένας ως «σκεύος ηδονής», ως διακοσμητικό στοιχείο, χωρίς λόγο και πρωτοβουλία. Η αξιοπρέπειά της δεν άντεχε έναν υποδεέστερο ρόλο. Αποφάσισε πως αυτός που θα έπαιρνε για άντρα της, θα ήταν γλυκός και συγκαταβατικός άνθρωπος, με ευαισθησίες στις προσωπικές ανάγκες της γυναίκας.
Κατάφερε να σπουδάσει παιδαγωγικά -αυτό που πάντοτε ποθούσε- να την περιτριγυρίζουν αγγελικά πρόσωπα κι εκείνη να επιβάλλεται με τη γλυκιά ομιλία της και να σαγηνεύει με τη μόρφωσή της. Απέφευγε τα παιδιά των πρώτων τάξεων και αναλάμβανε τις μεγαλύτερες τάξεις.
Όμως η υπέροχη Όλγα -η πριγκιποπούλα στα όνειρα των μαθητών της- κατάλαβε μετά από χρόνια πως είχε πιαστεί ολόκληρη η ύπαρξη της στην παγίδα της ομορφιάς της. Από μικρή διψούσε γι’ αγάπη, τώρα μεγάλη και εργένισσα διψούσε για ένα «σ’ αγαπώ» αντρίκειο, όχι γι’ ανούσια μισόλογα. Αχ και να βρισκόταν ένας να της πει: «Σ’ αγαπώ για την ξεχωριστή σου προσωπικότητα, τον πρόσχαρο χαρακτήρα σου, για τα πνευματικά σου χαρίσματα και όχι μόνο για την ομορφιά σου. Είσαι αξιόλογος άνθρωπος, σε θαυμάζω».
Η δασκάλα άρχισε να βαθμολογεί την έκθεση της μαθήτριάς της. Ασυναίσθητα, άρχισε να παρεμβαίνει στο ξένο γραπτό σημειώνοντας με κόκκινο στυλό τον δικό της επίλογο:
«Τελικά συμπέρανα πως η μητέρα μου υποφέρει από πονοκεφάλους και αϋπνίες. Επειδή ο ύπνος ταιριάζει με την ευτυχία, εκείνη κατάπινε κάθε βράδυ ένα μεγάλο λευκό χάπι, για να αισθάνεται ευτυχισμένη και να λέει ότι αγαπάει υπερβολικά τον πατέρα μου και να μη σκέφτεται τα λάθη που έκαναν τη ζωή της ανυπόφορη. Έδειχνε σε όλους· σε μένα, στον παππού, στη γιαγιά, στους θείους, στους φίλους μας πως ήτανε ευχαριστημένη από το γάμο της. Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι χρησιμοποίησε τον πατέρα μου, για να ξεφύγει από τη φτώχεια της. Όταν τελικά μεγαλώσω και γίνω μητέρα, θα έχω το θάρρος να πω σε άνδρα και κοινωνία: «Θέλω να με δεις μ’ άλλο βλέμμα, αυτό θέλω μονάχα και τίποτε άλλο!».
Η Όλγα ένα μόνο είχε να συμβουλεύσει τη μαθήτριά της:
«Μακριά από πλούσιους γαμπρούς, μικρή μου! Απαίτησε να σε δουν μ’ άλλο βλέμμα. Αυτό είναι το πιο αποτελεσματικό χάπι, που θα σε κάνει να κοιμάσαι κάθε νύχτα ήσυχη, ικανοποιημένη με τον εαυτό σου».
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου