Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Ένα διήγημα από τον Ντένη Κονταρίνη

Τι θα γίνει με την Ελένη;

   Ο κ. Αντώνης Κοντομίχαλος, διευθυντής του Γυμνασίου, στη μικρή ακριτική πόλη της Μακεδονίας, όπως συνήθιζε πάντα κάθε απόγιομα, έκανε και τούτη τη μέρα τον περίπατό του στον μικρό ερημικό δρόμο, που οδηγούσε προς τα χωράφια. Δεν τον ένοιωθε σαν μια ευχαρίστηση τούτον τον περίπατο. Μάλλον μια ανάγκη ήτανε. Μια ανάγκη να βρεθεί μόνος και να μιλήσει με τον εαυτό του. Και προτιμούσε τούτο το μικρό δρομάκι για την ησυχία που του πρόσφερε. Σπάνια τύχαινε να συναντήσει κάποιον άνθρωπο. Κι αν του τύχαινε κάποιο τέτοιο συναπάντημα θα ’τανε κάποιος αγρότης που από τη δουλειά του ολημερίς μες τα χτήματα κατάκοπος θα γύριζε στο σπίτι του. Απλά προσπερνούσε τον κ. Διευθυντή κουνώντας το κεφάλι του σε μια καλησπέρα χωρίς φωνή. Και ο κ. Κοντομίχαλος, σαν μια τυπική συνήθεια,  έφερνε το χέρι του στο καπέλο του ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό. Κι ήταν αυτός ο ήρεμος δρόμος που άφηνε λεύτερο τον κ. Διευθυντή να ταξιδεύει στις σκέψεις του. Ποιες σκέψεις του βέβαια! Οι σκέψεις του κ. Κοντομίχαλου ήσαν όλες κι όλες μόνο μία. Αυτή η πρόταση, όπως ο ίδιος γραμματικά την χαρακτήριζε, που σε καθημερινή βάση και όλη την ώρα του σερβίριζε η γυναίκα του, η κ. Ευτέρπη, κάνοντάς τον να νοιώθει πως όλος ο εσωτερικός του κόσμος γκρεμιζόταν.
   -Τι θα γίνει με την Ελένη, ήταν η επίμαχη φράση, η πρόταση αν προτιμάτε της κ. Ευτέρπης.
   Και ο κ. Κοντομίχαλος στο άκουσμα αυτής της πρότασης ένοιωθε πως έχανε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του.
   Μοναχοκόρη την είχαν την Ελένη. Κι ήταν πολύ μικρή όταν κάποιες πολιτικές ανακατατάξεις, συνηθισμένες κείνη την εποχή στη χώρα μας, φόρτωσαν στον κ. Κοντομίχαλο μια δυσμενή μετάθεση σε τούτη την ακριτική μικρή πόλη, λίγο πριν από τα Σύνορα. Δω πάνω, σε τούτη τη μικρή πόλη, πέρασε όλη την παιδική ζωή της και την εφηβεία της η Ελένη. Σε ηλικία γάμου τώρα πια ήταν επόμενο να απασχολεί τη σκέψη του κ. Κοντομίχαλου αλλά και της κ. Ευτέρπης πιο πολύ. Η αποκατάστασή της, όπως έλεγαν. Όμως στη μικρή ακριτική πόλη, που τους είχαν πετάξει εδώ και δεκαπέντε χρόνια, το θέμα εξεύρεσης κάποιου γαμπρού μπορεί να πει κανείς ότι έπαιρνε τις διαστάσεις προβλήματος. Και γινόταν ακόμη πιο δύσκολο αφού και η Ελένη ήταν αρκετά δύσκολη. Κι ήταν τότε, που σαν όλα αυτά τα έφερνε στο νου του ο κ. Κοντομίχαλος, έπαιρνε τους δρόμους για ν’ αφήσει τη σκέψη του λεύτερη στο ταξίδι της αναζήτησης.
   Βέβαια ο κ. Ειρηνοδίκης είναι παντρεμένος και με τρία παιδιά μάλιστα. Ωραίος σε εμφάνιση αλλά τι να κάνει την ωραία εμφάνιση ο κ. Κοντομίχαλος; Να τον χωρίσει; Ο Γραμματέας του Ειρηνοδικείου; Προς Θεού. Όχι μόνο διατυμπανίζει ότι είναι αρραβωνιασμένος, αλλά ο αθεόφοβος έχει φέρει στη μικρή πόλη αυτή που παρουσιάζει για μνηστή του και ζούνε μαζί σαν αντρόγυνο, αδιαφορώντας για τα κουτσομπολιά της μικρής κοινωνίας.
   Ο Αστυνόμος; Όχι, όχι, όχι. Παρ’ όλες τις μπογιές που ρίχνει στα μαλλιά του τα χρόνια του φαίνονται. Κι είναι και αρκετά χοντρός. Και βέβαια από τρόπους είναι για κλάματα. Και μόνο να το πει στην Ελένη καταλαβαίνει κανείς τι έχει να γίνει.
   Αλήθεια, εκείνος ο διευθυντής του τραπεζικού υποκαταστήματος. Εμφανίσιμος βέβαια αλλά από μόρφωση έχει μείνει στα όσα έμαθε στο δημοτικό σκολείο του χωριού του. Τι να πει κανείς γι’ αυτόν τον νέο. Κατά πως φαίνεται όλη του τη ζωή θα την περάσει σε τούτη τη μικρή πόλη, κοντά στα Σύνορα.
   Μπορεί να πει κανείς ότι αυτοί είναι όλοι κι όλοι οι υποψήφιοι γαμπροί. Βέβαια κανένας λόγος για τον ανδρικό πληθυσμό της μικρής πόλης. Αγρότες όλοι τους, που η Ελένη ούτε που καταδεχόταν να τους φέρει στη σκέψη της. Πόσο μάλλον να φανταστεί κάποιον από αυτούς στο πλευρό της, στη θέση του συζύγου.
   Και ο κ. Κοντομίχαλος περπατούσε στον μικρό δρόμο και σκεφτόταν τι θα γίνει με την Ελένη. Μεγάλο και σοβαρό το οικογενειακό πρόβλημα. Κι ακόμη πιο μεγάλη η μονοτονία των λόγων της κ. Ευτέρπης, της συζύγου του.
   -Τι θα γίνει με την Ελένη;
   Τούτα τα λόγια πήραν να μοιάζουν με το ρεφρέν κάποιου λυπητερού τραγουδιού, που μάτωναν την καρδιά του κ. Κοντομίχαλου, του Διευθυντή του Γυμνασίου, του πατέρα.
   Η Ελένη έμοιαζε να ζει στον δικό της κόσμο. Αδιαφορούσε για όσα γινόντουσαν γύρω της. Έμοιαζε να μην την ενδιέφερε τίποτα σαν άκουγε τους γονείς της να ψιθυρίζουν το όνομά της. Θα ’λεγε κανείς πως ίσως το θέμα αυτό να μην την αφορούσε καν.  Συντροφιά με κάποια περιοδικά που ο κ. Διευθυντής τα απαγόρευε, όμως η Ελένη επιμελώς τα προμηθεύονταν και επιμελώς τα απέκρυπτε, είχε καταφέρει να έχει οικοδομήσει τον δικό της κόσμο.  Αποτραβιόταν σ’ έναν μικρό λόφο, στην άκρη του χωριού  και κάτω από ένα μικρό πεύκο καθόταν με τις ώρες διαβάζοντας. Κι άλλες φορές, εκεί στην ίδια θέση, με το βλέμμα της θολό, έτσι που έμοιαζε να καθρεφτίζει τις σκέψεις του μυαλού της, άφηνε τη ματιά της να φτάνει κάτω από τα πόδια της, στα ριζά του μικρού λόφου, εκεί από όπου περνούσε η μεγάλη δημοσιά. Στεκόταν ώρες εκεί και κοιτούσε τα αυτοκίνητα που ανεβοκατέβαιναν τον μεγάλο δρόμο. Κάποια περνούσαν και τραβούσαν ψηλά, προς τα Σύνορα, για να φύγουν προς τα μέρη της Ευρώπης. Κι άλλα ερχόντουσαν απ’ έξω, από τα ξένα. Αυτοκίνητα μικρά, μεγάλα, φορτηγά γεμάτα με τα εμπορεύματα. Κι η Ελένη τα κοιτούσε που τρέχοντας χάνονταν στην στροφή της δημοσιάς που ήταν λίγο πιο πάνω από τον λόφο.
   Η κ. Ευτέρπη στην κουζίνα της ανακάτευε το φαγητό σε κάποια κατσαρόλα. Η κίνηση που έκανε το χέρι της έμοιαζε να είναι έξω από τη σκέψη της.  Γιατί ο νους της ήταν πάντα στην Ελένη. Και στο τι θα γίνει με την Ελένη.
   -Κι αυτή η κοπέλα τόσο δύσκολη, μονολογούσε.
   Κι αναθυμόταν πως μαζί με τον κ. Αντώνη, τον άντρα της, έκαναν ό,τι μπορούσαν. Όπου γινόταν κάποια γιορτή, κάποιο πανηγύρι, κάποιος χορός έπαιρναν την Ελένη και έτρεχαν. Πίστευαν πως ίσως να βρεθεί κάποιος νιος να την κοιτάξει. Να της αρέσει κι αυτής. Η αλήθεια είναι πως πολλοί ήσαν αυτοί που κοίταζαν την Ελένη. Ωραία κοπέλα ήτανε, ψηλή με ανοιχτόχρωμα κατσαρά μαλλιά και μάτια σαν μια ζωγραφιά. Ήτανε η γυναίκα που τραβούσε το μάτι το αντρικό. Όμως η Ελένη δεν κοιτούσε κανένα.
   Κάποτε βέβαια ο κ. Αντώνης αλλά και η κ. Ευτέρπη κουράστηκαν κι αυτοί. Μπορεί και να απελπίστηκαν και τ’ άφησαν όλα στην τύχη τους. Μπορεί και να ’ρθουν μόνα τους έτσι όπως τα ήθελαν. Και τους απόμειναν και κράτησαν γι’ αυτούς να αναρωτιούνται.
   -Τι θα γίνει με την Ελένη;
   Πριν προλάβει να πάρει τη στροφή, το μεγάλο φορτηγό που ανηφόριζε προς τα σύνορα, αναγκάστηκε να σταματήσει απότομα σαν είδε ένα χέρι υψωμένο να του ζητά να σταματήσει. Και μια κοπέλα πολύ κοντά στο μεγάλο όχημα, με κίνδυνο της ζωής της να βρεθεί κάτω από τις ρόδες του, τον κοιτάζει με αγωνία στα μάτια  Η στάση του μεγάλου φορτηγού κράτησε μόνο λίγα λεπτά της ώρας. Μετά ξεκίνησε προς τα σύνορα. Πλάι στον οδηγό καθόταν η Ελένη.

Ντένης Κονταρίνης

Νέα Υόρκη

Βιογραφικό Σημείωμα

   Με κεφαλονίτικες ρίζες, έχει γεννηθεί στην Πάτρα, μεγάλωσε στην Κέρκυρα και έχει ζήσει σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε με νεανικές συνεργασίες στα παιδικά περιοδικά Ελληνόπουλο, Θησαυρός των Παιδιών, Σινεάκ και άλλα.
   Ένα τυχαίο γεγονός στα μαθητικά του χρόνια τον έφερε στο χώρο της δημοσιογραφίας, την οποία υπηρέτησε για 42 χρόνια ενώ παράλληλα εργάστηκε για μια 10ετία στον ελληνικό κινηματογράφο σαν σεναριογράφος και σκηνοθέτης.
   Το 1969 μετανάστευσε στις ΗΠΑ και εργάστηκε στην «Πρωινή», στα περιοδικά «Greek American Review» και «Estiator» και παράλληλα συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Παροικιακός Λόγος», του Σικάγου, «Hellenic American News», της Πενσυλβάνια, «Πατρίδες», του Καναδά ενώ για αρκετά χρόνια ήταν ο ανταποκριτής της ημερήσιας «Αλήθεια» της Χίου. Το 2002 και για τρία χρόνια ήταν ο αρχισυντάκτης και υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού «Pan Gregorian» της ομώνυμης εταιρείας των οργανωμένων Ελληνοαμερικανών εστιατόρων. Συνεργάζεται με αρκετές ηλεκτρονικές εφημερίδες σε όλο τον κόσμο.
   Έχει εκδώσει τρία βιβλία. Την συλλογή διηγημάτων «Οι Άγκυρες», το ιστορικό «Στα χρόνια της Δόξας» και το οδοιπορικό «Η Γειτονιά του Κάστρου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου