Ο Λουκάς καμάρωνε πάνω στο βράχο και έπαιρνε διάφορες πόζες μιμούμενος αγάλματα με αυστηρή αρχαϊκή γραμμή. Μετά ξεφούσκωνε από την προσπάθεια, οι μυς του χαλάρωναν για να ξεσπάσει σ’ ένα ασυγκράτητο γέλιο. Η Αφροδίτη τον παρακολουθούσε συνεχώς με το απαλό της βλέμμα και θαύμαζε τον ήρωά της καθισμένη στην αμμουδιά. Ο ήλιος λαμποκοπούσε στο λαδωμένο σώμα της.
Ήταν περήφανη για εκείνον που ριψοκινδύνευε και πιάνονταν στους βράχους σαν αίλουρος, για ν’ αναρριχηθεί με απίστευτη δεξιοτεχνία ως την κορυφή τους. Ο ήλιος του κατάκαιγε τους ώμους και τις πλάτες αλλά του πρόσφερε το μοναδικό, απέραντο βλέμμα, την ηδονή του υπέροχου τοπίου. Το καταπράσινο βουνό κατέβαινε μέχρι την αμμουδιά σαν καλλίγραμμη γυναίκα να δροσίσει τα πόδια της μέσα στο υγρό, κρυστάλλινο, δαντελωτό ακρογιάλι και η σκιά της έπεφτε ακόμη και στα βαθιά νερά, όπου τα βότσαλα και τα πολύχρωμα φυτά ζωγράφιζαν το βυθό. Έπαιρνε μια βαθιά ανάσα πριν χαθεί στην διάπλατη αγκαλιά της φίλης του, της θάλασσας. Ο Λουκάς, γεμάτος γδαρσίματα στα χέρια και στα πόδια, ατένιζε το μεγαλείο και την ομορφιά του βουνού των Κενταύρων, το στολισμένο με τις ελιές, τις καστανιές, τις μηλιές, τις αγριόλευκες και τα πανύψηλα πλατάνια. Ερωτοτροπούσε μ’ αυτή την πλούσια γη πέφτοντας με ορμή από ψηλά προς τα κάτω και η Αφροδίτη έτρεμε απ’ το φόβο της, μην τυχόν χτυπήσει άσχημα το άμυαλο παιδί. Όλη αυτή η αστείρευτη ενέργεια έβγαινε από τον αγνό, νεανικό έρωτα που έμενε μυστικός στις καρδιές τους, για να γεννήσει την αληθινή αγάπη στο πέρασμα του χρόνου.
Η πτώση σκορπούσε τα κύματα παντού και ο βουτηχτής συνεπαρμένος βίωνε εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα σαν τιθασευτής της άγριας και απρόβλεπτης θάλασσας. Για μια στιγμή τον πρόδωσε η αίσθηση της ελευθερίας και χτύπησε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Η λατρεμένη του θάλασσα τον έκανε να βγει έξω με ραγισμένη και ματωμένη μύτη. Τιμωρήθηκε γι’ αυτή του την απερισκεψία να μην υπολογίζει τους κίνδυνους που παραμονεύουν. Ο Λουκάς όμως, μ’ αυτό τον τρόπο εξυψώθηκε ακόμη περισσότερο στον εφηβικό κόσμο της Αφροδίτης. Ήταν κάτι σαν βάπτισμα του πυρός αυτό το ατύχημα και του προσέδιδε μια πρόσθετη γοητεία, του άντρα δηλαδή που μάχονταν με τις ιδιοτροπίες της θάλασσας για να τις ξεπεράσει.
Ξάπλωνε η Αφροδίτη με το σφιχτοδεμένο σώμα της και έσμιγε με τη δροσιά της θάλασσας. Τα κύματα, της χάιδευαν την πλάτη και το πρόσωπό της χάνονταν μες στα ξανθά μακριά μαλλιά της. Όταν ο Λουκάς δέχτηκε με το ταχυδρομείο ένα γράμμα, πριν το ανοίξει, το ζύγισε στα χέρια του και κατάλαβε αμέσως πως περιείχε κάποιο βαρύ αντικείμενο. Που να ’ξερε πως τόσο ζύγιζε ολόκληρη η παιδική ηλικία και η νιότη του! Η έκπληξή του ήταν μεγάλη, γιατί αντίκρισε για άλλη μια φορά την πέτρα του έρωτα, το ολοστρόγγυλο λευκό βότσαλο της θάλασσας όπου στην επιφάνειά του ήταν γραμμένοι οι όρκοι της αιώνιας αγάπης των νέων: «Λουκάς-Αφροδίτη» κι ανάμεσα από τα ονόματά τους υπήρχε μια τεράστια καρδιά τρυπημένη απ’ το βέλος του ασυγκράτητου φτερωτού θεού.
Ξαναγύρισε στη σκέψη του λοιπόν, η ξανθιά μούσα του Πηλίου για να του τραγουδήσει έναν θαμμένο έρωτα βαθιά μες στην ψυχή του. Εκείνη δεν μπορούσε ν’ αφήσει ασυγκίνητο με τα κάλλη της κανέναν Κένταυρο. Την πέτρα που του έστελνε, την είχε μαζέψει στο περιβόλι του Θεού, με το ατέλειωτο μαρτύριο του θνητού που ποθεί το αναγεννητικό άγγιγμα. Η θάλασσα της Πατρίδας δεν ξεχάστηκε ποτέ, η μυρωδιά των δέντρων έμεινε αιώνια στα ρουθούνια. Το άρωμα της κοπέλας τον συνόδευε παντού κι ας πέρασαν χρόνια από τότε που άνοιξε η βαριά πόρτα της καρδιάς και μπήκε ο δροσιστικός άνεμος της χαράς να τα παρασύρει όλα…Καβαλάρης στα νοσταλγικά κύματα επιθυμούσε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Έτρεμε στα χέρια του η πέτρα και χόρευε στο ρυθμό της αρμονίας του φιλιού στα χείλια που φανέρωναν την προσμονή του πόθου. Παράξενο, αλλά η οσμή των παλιών καλοκαιριών είχε ποτίσει τη σκληρή επιφάνεια της πέτρας και πάνω της βρίσκονταν ζωγραφισμένη η ξεγνοιασιά και η ευτυχία.
Αποφάσισε να περάσει ολόκληρο τον Ατλαντικό Ωκεανό και αυτό έκανε. Μεθυσμένος ακόμη από το αναμνηστικό δώρο της ακρογιαλιάς, έφτασε να νιώσει τη μουσική αύρα του Παγασητικού Κόλπου και ν’ ανανεωθεί περνώντας κάτω απ’ τη γλυκιά σκιά των επιβλητικών αειθαλών δέντρων. Ήταν εφικτό αυτός ο έρωτας να κρατήσει αιώνια, να μην μαραθεί ποτέ μέσα στην ομορφιά του τοπίου; Πήρε συγκινημένος το στενό, λιθόστρωτο μονοπάτι και προχώρησε ανάμεσα από τη χαμηλή βλάστηση, για να φτάσει επιτέλους στην παραλία της Νταμούχαρης, εκεί στο θελκτικό βασίλειο των βράχων και της πέτρας. Το μυαλό του θόλωσε ξαφνικά στο αντίκρισμα των δύο βράχων που στέκονταν ο ένας απέναντι από τον άλλον και ζωντάνευαν σαν γίγαντες του παραμυθιού, φυλώντας μέρα-νύχτα αυτή τη θεσπέσια ομορφιά. Διέκοπταν την ορμή των κυμάτων με τις απότομες, αιχμηρές γωνίες τους όποτε η θάλασσα αγρίευε. Της έριχναν μια μαχαιριά κατάστηθα κι εκείνη έλεγε στους αέρηδες να ησυχάσουν, να κοιτάξουν το απειλητικό ύψος των βράχων και να πειστούν πως σ’ αυτά τα βαθυγάλαζα νερά ταιριάζει μόνο η γαλήνη και τίποτε άλλο. Έτσι παρέδιδε τα όπλα της η θάλασσα και αδιάφορη κοιτούσε τα καράβια να περνάνε πάνω στη γυαλιστερή της επιφάνεια.
Ο Λουκάς κοίταξε τον αγαπημένο του βράχο· το σύμβολο της ανεμελιάς του και διαπίστωσε πως δεν άλλαξε καθόλου, ίδιος και απαράλλαχτος ήταν! Άλλωστε, τι θα μπορούσε να πάθει ένας βράχος κατά τη διάρκεια των τριάντα χρόνων που πέρασαν; Θυμήθηκε τις παρακινδυνευμένες βουτιές του, τη συγκίνηση που του προκαλούσε η αποκάλυψη του κρυφού βυθού και αναρωτήθηκε πως έβρισκε τόσο θάρρος. Ήταν σίγουρος πως τώρα, στα πενήντα του χρόνια, δε θα τολμούσε να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο, ακόμη και αν ο κόσμος γυρνούσε ανάποδα, έστω και αν μια τέτοια κίνηση ανάσταινε μια ζωή που ξοδεύτηκε σε ανεκπλήρωτα όνειρα.
«Ποιος έστειλε αυτή την πέτρα; Ποιος θέλησε να με κάνει να αισθανθώ, όπως και τότε, κυρίαρχος του παιχνιδιού, εραστής της θάλασσας, σύντροφος του ήλιου στη μοναξιά του μεσημεριού, όπου τα τζιτζίκια δε σ’ αφήνουν να ησυχάσεις;».
Η απάντηση όμως, που περιμένεις είναι πολύ απλή, γιατί η ερώτηση σου έχει μόνο ρητορική σημασία. Επιθυμείς να νιώσεις το γοητευτικό και στοργικό βλέμμα της Αφροδίτης, ν’ ακούσεις τ’ ανάλαφρα βήματά της πάνω στην άμμο, να σου ανάψει εκείνη κι άλλες φωτιές με την αρμονική φωνή της, με τη χροιά μιας απαλής μελωδίας. Η επιστροφή στην Πατρίδα δεν είναι μια πρόσκαιρη ιδιοτροπία της μοίρας, ένας συγκινησιακός κατακλυσμός που σ’ οδήγησε στα γνώριμα τοπία, αλλά μια όψιμη πίστη στο όνειρο που έμεινε απραγματοποίητο. Ο βυθός ίσως δεν άλλαξε καθόλου και η λαχτάρα σου μένει αναλλοίωτη για εκείνο το αψύ αίμα που κυλούσε στις φλέβες σου, για τα ακατάπαυστα εφηβικά σκιρτήματα, τη διάθεση να τα σβήσεις όλα· λάθη και βάσανα να τα πνίξεις στα γαλανά νερά του Αιγαίου Πελάγους. Θέλεις να ψάλλεις τη ζωή κι ας έγειραν οι ώμοι σου, κι ας βάθυναν οι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια σου, να πιεις άλλο ένα ποτήρι στην πηγή της νεότητας, γιατί σου χρωστάει ο Θεός μια ανταμοιβή· την απλόχερη φύση και τον αξέχαστο φλοίσβο της ακτής.
Οι θρύλοι της θάλασσας μένουν πάντα εκεί, οι γίγαντες έχουν ξεσκέπαστο το σπίτι τους, με τη μόνιμη συντροφιά του βουνού παίρνουν την ανάσα της θάλασσας, τον καημό των ανθρώπων για τα καράβια που χάθηκαν. Υποφέρουν αδιαμαρτύρητα τις παραξενιές του ουρανού, χαίρονται μάλιστα τις βροχές, τις αστραπές και τις απίστευτες διακυμάνσεις των φυσικών φαινομένων. Μα ό,τι και αν συμβεί δε φεύγουνε, ο τόπος τους είναι αυτή η μεθυσμένη θάλασσα και τα παιδιά τους είναι τα μικρά βράχια που δέχονται την αγάπη του Θεού, σταλμένη με τη ζέστη και την αλμύρα. Τι να καταλάβουν αυτοί οι γίγαντες από νοσταλγία, έρωτα και αγάπη; Πώς να εξηγήσουν τις εκπλήξεις της ζωής, το φως που αναμιγνύεται με το σκοτάδι, τις στιγμές που η αλήθεια θαμπώνεται απ’ το ψέμα. Η σκληρή και σκούρα ύλη τους δεν είναι δυνατόν να διαταραχτεί από συγκίνηση, από φόβο, οργή, θυμό, πόθο, από την αναμονή ενός θαύματος.
Να πάρεις τη βαθιά και σίγουρη ανάσα, να γεμίσεις με το οξυγόνο της αύρας, να διώξεις κάθε συννεφιά κι αυτός ο τόπος με τα λευκά βότσαλα και τη λεπτή άμμο να αισθανθεί το σταθερό σου περπάτημα, ακούγοντας ακόμη μια φορά το «σ’ αγαπώ» και να ’ναι η τελευταία φορά που τα χείλια θα μείνουν άδεια από φιλί. Η νότα του έρωτα να παίξει πάνω στα σώματα και τις αισθήσεις το παλιό, αξέχαστο τραγούδι. «Σ’ αγαπώ», γιατί γεννήθηκες εδώ μαζί με τα γαλανά κύματα, γιατί περίμενες πάντα τα καλοκαίρια μήπως και γυρίσω από την ξενιτιά, να με δεις ν’ ανεβαίνω πάνω στον θεόρατο βράχο, χαμογελαστός για το κατόρθωμά μου, απερίσκεπτος για τους κίνδυνους που προκαλούσα· κι εσύ ήσουν ανήσυχη γι’ αυτή μου την αβέβαιη προσπάθεια, μέχρι να έρθει η ανακούφιση της πτώσης. Ήθελα να με παίρνει ο βυθός στην αγκαλιά του, να μου γνωρίζει τις κρυφές του ομορφιές, με μάτια ανοιχτά να εξερευνώ τα θαύματα που αποκαλύπτονταν μπροστά μου και ύστερα ν’ ανεβαίνω στην επιφάνεια της θάλασσας με τα τελευταία αποθέματα οξυγόνου στα πνευμόνια μου. Όταν αργότερα τίναζα από πάνω μου τα αλμυρά νερά, η Αφροδίτη σαν Νύμφη με γαλήνευε με το βλέμμα της και έδιωχνε αμέσως την έντασή μου, ενώ θεράπευε τις πληγές που άνοιγε η ταραχώδη σκέψη μου. Βυθιζόμουν για άλλη μια φορά στα φωτεινά της μάτια, τα καθαρά, τα αψεγάδιαστα που έμοιαζαν με το ηλιόλουστο τοπίο του Πηλίου.
Είπα στον εαυτό μου πως αξίζει να δοκιμάσω ξανά το επικίνδυνο τόλμημα. Στην αρχή ένιωσα φόβο και αβεβαιότητα για κάτι που θα επιχειρούσα για πρώτη φορά, μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια. Τελικά όμως, αποφάσισα πως η επιστροφή θα ’πρεπε να ’χει, το νόημα, το χρώμα, την ποιότητα και την ελπίδα των παλιών αναμνήσεων και αγωνίστηκα ν’ αναστήσω τη δύναμη, το σφρίγος και το πείσμα, για ν’ αναρριχηθώ και πάλι στην κορυφή του βράχου. Το καρδιοχτύπι της Αφροδίτης, ο θαυμασμός της για το επίτευγμά μου, η πηγαία χαρά της ήταν όλ’ αυτά το κίνητρο της νίκης μου επί του αλύγιστου, μουντού στοιχειού. Δεν με πονούσαν πια τα γόνατά μου, ούτε τα χέρια μου χαλάρωναν. Τα δάχτυλά μου πιάνονταν σαν τα γαμψά νύχια του αετού στην ανυπεράσπιστη λεία του και ο νους μου ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα πως η σύγκριση της νεότητας με την ωριμότητα δε θα οδηγούσε σε απογοητευτικά συμπεράσματα.
Λάτρεψα τον καθησυχαστικό ήλιο, τον φιλικό στις πλαγιές και στις ρεματιές του βουνού, μα και τον απειλητικό και σκληρό στις γραφικές, σμαραγδένιες ακτές. Με τύλιξε ο παράδεισος του πράσινου απέναντι και πήρα τις στάσεις ενός αγάλματος κι ας έτρεχε το αίμα απ’ τα γδαρσίματα στο σώμα μου. Προσκυνητής της φύσης έκανα τη στερνή μου θυσία στον αγνό, ανέφελο ουρανό της αγάπης. Προσκάλεσα τον Κένταυρο Χείρωνα ν’ αφήσει για λίγο το καταφύγιό του και να ’ρθει μ’ όλα τα θεραπευτικά βότανα του βουνού, ν’ απολυμάνει τις πληγές μου. Ήρθε τελικά -έτσι φαντάστηκα- και μου ’δωσε κουράγιο να τολμήσω την εξαίσια βουτιά. Όταν άγγιξα τη λεπτή επιδερμίδα της θάλασσας και ένιωσα το ερωτικό της άγγιγμα, αναζήτησα τη γλυκιά ηδονή του βυθού. Όπως κατέβαινα ορμητικός, πρόλαβα και γέμισα τις χούφτες μου με άμμο και βγήκα με τη μυρωδιά της θάλασσας να σκορπίσω στην πλάτη της ανυποψίαστης Αφροδίτης αυτόν το θησαυρό.
Όσο όμως και αν δεν το περίμενα, όσο και αν έμοιαζε με θαύμα, με ευλογία του Θεού, αναγνώρισα το ηλιοκαμένο σώμα της, που απλωμένο στην ακρογιαλιά προσκαλούσε συνεχώς τις ηλιαχτίδες. Δεν είχε την παλιά του ακμή αλλά φαίνονταν ακόμη ζωηρό. Αλήθεια, πώς να γεράσεις όταν ζεις σ’ αυτή την πανέμορφη γη; Με κοίταξε βαθιά με το απαλό της βλέμμα κι ένιωσα το αδιάκοπο φτερούγισμα της καρδιάς της. Κρατούσε την πέτρα στα χέρια της, την πέτρα μας. Εκείνα έτρεμαν σαν το κορμάκι ενός χτυπημένου πουλιού μες στο χειμώνα. Έτρεμαν τα ξεραμένα της χείλια από τον πόθο της αγάπης. Οι ρυτίδες της ήταν μια επιπλέον ζωγραφιά στο πρόσωπό της. Ήταν τα σημάδια της ωριμότητας και της σκέψης πάνω στην αφέλεια της εφηβείας, το χάραγμα του ονείρου σε μια αυστηρά προγραμματισμένη ζωή. Το χαμόγελό της έλαμψε όπως παλιά, τα μάτια της δεν είχαν αλλάξει· κοιτούσαν με την ίδια στοργή και προσμονή, με την οποία τα εφοδίαζε ο άσβηστος έρωτας. Επιστράτευσε συγκινημένη -ενώ ευχάριστες σκηνές από το παρελθόν περνούσαν γρήγορα στο μυαλό της-, μια φωνή παρόμοια με την αύρα και το σύρσιμο του κύματος στη λευκή αγκαλιά του όρμου της Νταμούχαρης:
«Σ’ ευχαριστώ που δέχτηκες την πρόσκληση. Σ’ ευχαριστώ που έκανες αυτό που πάντα μ’ ενθουσίαζε».
«Η ιστορία της πέτρας με τράβηξε από την ξενιτιά και η ελπίδα πως τα όνειρα των παιδικών μας χρόνων μπορούν να ξαναγεννηθούν».
«Ναι, αυτή η δυνατή ελπίδα που σε ταξιδεύει μακριά…Σαν την απέραντη θάλασσα ξεσπάει στ’ ανοιχτά του πελάγους, μα κάποτε επιστρέφει για να ξεκουραστεί μέσα στη σιγαλιά αυτού εδώ του όρμου, κάτω από το βλέμμα των Κενταύρων».
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Υπέροχο λογοτεχνικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ, αγαπητή φίλη, για το σχόλιό σας!
Διαγραφή