Ήμουν ξαπλωμένη σ’ ένα αναπαυτικό ανάκλιντρο και τα πόδια μου ακουμπούσαν σε μαλακά μαξιλάρια. Όταν άρχισα να συνέρχομαι και να έχω πραγματική αντίληψη του γύρω χώρου, διέκρινα να στέκεται όρθιος πάνω από το κεφάλι μου ένας νεαρός αξιωματικός, ανοιχτόχρωμος, με ευγενική φυσιογνωμία που με κοιτούσε χαμογελαστός. Είχε περασμένα στη ζώνη του χιαστί δύο πιστόλες και ένα γιαταγάνι, ενώ από τον ώμο του κρέμονταν από κορδόνι μία πάλα. Κατάλαβα πως έλειπε το μαντήλι που έκρυβε το πρόσωπό μου και έβαλα μπροστά τα χέρια μου, αλλά εκείνος μ’ εμπόδισε. Άνοιξε το στόμα του και προς μεγάλη μου έκπληξη άρχισε να μου μιλάει σε πολύ καλά ελληνικά. Υποπτεύτηκα πως ήταν ένα από τα πολλά Ελληνόπουλα που στρατολογούσαν οι Τούρκοι από τις ηλικίες των πέντε έως οκτώ ετών, τα εξισλάμιζαν και αργότερα, αφού εκπαιδεύονταν συστηματικά, τα έδιναν ανώτερες θέσεις στο στρατό. «Αν δε σε σφάξανε ακόμη, αυτό το οφείλεις σε μένα!» είπε ο Καϊμμακάμ Ενδοξότατος Μπέης. Δεν απάντησα.
Εκείνος συνέχισε: «Τι σ’ έπιασε και επιτέθηκες στον στρατιώτη μου; Εδώ πια πρέπει να ξέρεις πως δεν μπορείς να ορίζεις τη ζωή σου».
«Θέλω να με στείλετε πίσω στην πατρίδα μου, την Κύπρο» του είπα με αυθάδεια.
«Θα αστειεύεσαι μάλλον. Εσύ δεν μπήκες λαθραία στο καράβι, όταν οι ανόητες συμπατριώτισσές σου καίγονταν για να γλιτώσουν την ατίμωση από τα μιαρά χέρια των βαρβάρων, όπως έλεγαν ;».
«Ναι, μπήκα στο καράβι για να ξεφύγω. Δεν άντεχαν τα μάτια μου να βλέπουν αυτή την καταστροφή. Το ίδιο θα έκανες κι εσύ αν είχες θρηνήσει τους δικούς σου ανθρώπους και τον τόπο που γεννήθηκες τον πότιζαν με αίμα οι εχθροί σου!».
«Μα εγώ βάζω στοίχημα πως θέλησες ν’ αποφύγεις τη σφαγή. Ήλπιζες πως θα σε λυπηθεί κάποιος αφέντης και θα σε βάλει μες στο σπίτι του να τον υπηρετείς».
«Είσαι απαίσιος και ψεύτης και δε με ξέρεις καλά γι’ αυτό μιλάς έτσι. Δε μου το επιτρέπει η φύση του χαρακτήρα μου να σκλαβωθώ. Υποπτεύομαι πως γεννήθηκες από Έλληνες και Χριστιανούς γονείς και χωρίς να γνωρίζεις την καταγωγή σου έγινες γενίτσαρος. Δε νιώθεις έστω μια μικρή σπίθα να συνταράσσει την ψυχή σου, έτσι που οι βάρβαροι σε αλλοίωσαν με της αγριότητας και των βανδαλισμών το μίσος; Όμως, αν οι ρίζες σου είναι Ελληνικές και υπηρετείς ξένους αφεντάδες είναι ντροπή και έσχατη ταπείνωση για άνθρωπο σωστό».
«Κι εγώ που σκέφτηκα να σε σώσω! Έκανα μεγάλο λάθος, γιατί δεν είχα υπολογίσει την αχαριστία σου προς τον ευεργέτη σου. Τα λόγια σου ήταν βαριά και με πλήγωσαν, αλλά δε θέλω να σε παραδώσω στους εκτελεστές και να χάσεις τη ζωή σου. Ξέρεις πως αυτό είναι πολύ εύκολο να γίνει. Αρκεί να τους πω πως βλαστήμησες τον προφήτη μας και πως πάνω στου Σουλτάνου την εικόνα έφτυσες, ξεστομίζοντας κατάρες για τον ίδιο και το λαό του».
«Συμπέρανα πως έγινες στυγνό όργανο της εξουσίας και δεν το έχεις σε τίποτα να κατηγορείς και να σκοτώνεις αδελφό, παρόλο που για τους Οθωμανούς ραγιάς είσαι στα σίγουρα».
«Σου δίνω άλλη μια ευκαιρία να μετανιώσεις για τα απερίσκεπτα λόγια σου και να επανορθώσεις. Πήγαινε τον Σελίμ Β΄ να προσκυνήσεις, φιλώντας του τα πόδια και θερμοπαρακαλώντας τον να σου χαρίσει τη ζωή!».
«Σκουλήκι εγώ δε γίνομαι να σας παρακαλέσω, μα θέλω να σας μιλήσω για εκείνες τις «ανόητες» -όπως είπες- που κάηκαν και έχασαν τη ζωή τους κι έτσι αμόλυντες και άσπιλες έμειναν για πάντα. Θέλω να σου πω για τη φίλη μου, τη Μαρία τη Συγκλητική και τους δύο χιλιάδες νέους και νέες που πήραν την απόφαση ποτέ να μην ξανανταμώσουν. Δε σκέφτηκαν τα νιάτα τους, ούτε της άνοιξης τα κάλλη και τους καρπούς της ομορφιάς τους δε θέλησαν να δρέψουν μες στη σκλαβιά, γιατί μόνο η ελευθερία τους ταίριαζε, όχι ο πλούτος και η δόξα. Κι οι πρώτοι έρωτες ας γίνουνε κομμάτια, απ’ της πατρίδας τον έρωτα μεγαλύτερος δεν υπάρχει».
Έτσι μίλησα και ξεφύσηξα με ικανοποίηση για το θάρρος που ανέλπιστα με βρήκε. Ένιωσα πως η Μαρία μου έδινε τη δύναμη, κρατώντας με αγκαλιά. Με τη γλυκιά φωνή της μου έλεγε: «Κουράγιο βρε Αρίστη». Η ψυχή μου ξαλάφρωσε και η καρδιά μου μαλάκωσε. Μια γαλήνη ήρθε να με βρει και ο αξιωματικός με τις ελληνικές ρίζες, με το λευκό και ευγενικό πρόσωπο, τώρα είχε κοκκινίσει από θυμό που μια γυναίκα δε δείλιαζε μπροστά του κι ατρόμητη του έλεγε λόγια σκληρά, χωρίς να υπολογίζει καθόλου τη ζωή της. Όσο κι αν έβραζε από μανία και έτοιμος ήταν να τραβήξει απ’ την παλάσκα το τρομερό σπαθί του, είπε πως δε μου κάνει το χατίρι να αισθανθώ ωραία με το θάνατό μου. Και ξέσπασε σε θρήνο για τις χαμένες ψυχές των νέων. Είπε πως τα λόγια μου τον άγγιξαν βαθιά και πως μια μικρή ανάμνηση διατηρεί ακόμη από τους γονείς που τον ανέθρεψαν. Είπε για την πίστη που οι αλλόθρησκοι του άλλαξαν. Αυτός ήταν σαν ένα δέντρο που δέχτηκε άρρωστο μπόλι και ποτέ δεν ευδοκίμησε. Μόνο καρπούς του μίσους έβγαλε και τ’ αδέλφια του πολεμούσε για να χορταίνουν τιμές και δόξες οι παχουλοί πασάδες και αγάδες, για να πλουταίνουν τα χαρέμια τους με αγγελόμορφα κορίτσια. Μετάνιωσε τόσο πολύ που ορκίστηκε στη ζωή του, Τούρκο κανέναν να μην αφήσει ζωντανό και τη Μαρία Συγκλητική να τιμήσει κι όλους τους νέους και τις νέες που ήπιαν από της ελευθερίας το κρασί. Εκείνοι άφησαν τ’ αρχοντικά τους σπίτια και τα πλούτη για να μη μολυνθούν από της βαρβαρότητας και του σκοταδισμού τα βέλη.
Όταν συνήλθε απ’ το ξέσπασμά του ο γενίτσαρος αντισυνταγματάρχης, σκούπισε τα δάκρυα που κύλησαν στο πρόσωπό του. Αναρωτήθηκε τι τον έκανε από μικρό παιδί να υπηρετεί τους εχθρούς της φυλής του, με αφοσίωση και αυταπάρνηση. Μου εκμυστηρεύτηκε πως πολλές φορές στη ζωή του ένιωσε πως έκανε πράγματα που δεν του ταίριαζαν καθόλου και ήταν ξένα με το χαρακτήρα του και τον πολιτισμό του. Η βίαιη συμπεριφορά των άλλων πολεμιστών του δημιουργούσε αποστροφή κι αηδία. Κάτι μέσα του που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια αγανακτούσε, εξοργιζόταν και εναντιωνόταν σ’ όσους συνήθιζαν να συμμετέχουν σε βιασμούς και εξευτελισμούς κάθε ανθρώπου, δούλου ή ελεύθερου. Πιο ήπιος και υπομονετικός απ’ όλους τους παθιασμένους και αιμοβόρους μουσουλμάνους, που στ’ όνομα του Αλλάχ και των Σουλτάνων έκαναν τις τρομακτικότερες βιαιοπραγίες. Προσπαθούσαν να μεταπείσουν τους χριστιανούς που αρνιόταν ν’ αλλαξοπιστήσουν με διάφορα βασανιστήρια· τον πνιγμό, τη σταύρωση, τη φάλαγγα, τον ακρωτηριασμό και τη διαπόμπευση.
«Έννοια σου, μου λέει, το τέλος του Σελίμ Β΄ πλησιάζει και πολύ γρήγορα μάλιστα. Η πατρίδα σου ήταν ένα πανέμορφο νησί κι εκείνος το μεταμόρφωσε σε απέραντο νεκροταφείο. Δεν άκουσε τον Μεγάλο Βεζίρη Μεχμέτ Σοκόλη που τον συμβούλευε και πεισματικά προσπαθούσε να τον κάνει να καταλάβει πως δεν έπρεπε να επιχειρήσει την κατάληψη της Κύπρου. Έχει αδυναμία στο φημισμένο κρασί της Κύπρου, ο μεθύστακας…Αυτό το μεγάλο του πάθος δεν τον άφηνε να ενεργεί με σύνεση και να υπολογίζει οποιεσδήποτε πολιτικές συνέπειες. Οι Ευρωπαίοι δε θα μπορέσουν να κλείσουν άλλο τα μάτια τους στις απάνθρωπες σφαγές των κατοίκων της Κύπρου, στην πλημμυρίδα του αίματος και θα συνασπιστούν μεταξύ τους και τότε· έρμη Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε το τέλος σου, σε βλέπω να γκρεμίζεσαι με μια σπρωξιά. Το κεφάλι του Ενετού Διοικητή της Λευκωσίας Νικόλαου Δάνδολου θα είναι αυτό που θα πάρει τα δικά τους κεφάλια και θα κυλούν στους δρόμους με τα τουρμπάνια τους να ξετυλίγονται. Τα αξιώματα και οι θέσεις τους θα χαθούν, όπως χάθηκαν στο παρελθόν εκείνα των Ενετών και των Κυπρίων».
Στάθηκε για λίγη ώρα προσηλωμένος στα μάτια μου, όπου χαρά και λύπη δεν ξεχώριζε, γιατί η ζωή και ο θάνατος δεν ήξερα ακόμη αν ήταν διαφορετικές ή παρόμοιες καταστάσεις. Ύστερα άγγιξε το πηγούνι μου, τα χείλια μου που κάποτε φιλούσαν τον αγαπημένο μου Ιππότη, τον Ιερώνυμο. Η παλάμη του προχώρησε μέσα στα ποτάμια που χάραξε η φωτιά άδικα μέχρι το μέτωπό μου. Στα μάγουλά μου παιχνίδισε τις άκρες των δαχτύλων του, εκεί όπου ο ιδρώτας έτρεχε από τη λάβρα του έρωτα και τα δάκρυα διέσχιζαν τα κανάλια της μοίρας· τις βαθιές ρυτίδες που έσκαψε ο πόνος των νεκρών γονιών, της νεκρής μου φίλης.
«Τα μάτια σου όμως έμειναν άθικτα, μικρή Κυπριοπούλα. Εκείνα μου μιλάνε με χίλιες λέξεις. Λένε πως ήσουν μια όμορφη αρχοντοπούλα με ανώτερη ψυχική ευγένεια και εκλεπτυσμένους τρόπους. Περνούσες τη ζωή σου ωραία και γαλήνια, παρόλο που βρισκόσουν ανάμεσα στους καταπιεστικούς Ενετούς κατακτητές. Κι αν είσαι άσχημη -όπως πιστεύεις- σου λέω πως η αληθινή ασχήμια και η ομορφιά ριζώνει βαθιά στον άνθρωπο, μέσα στην καρδιά και την ψυχή του. Επιμένω πως είσαι πολύ όμορφη, γιατί είσαι η μόνη που μ’ έκανες να κλάψω σαν μικρό παιδί. Επίσης, σε συμβουλεύω πως δεν πρέπει να βασανίζεις τον εαυτό σου άλλο, επειδή την τελευταία στιγμή ολιγοπίστησες. Το θάρρος και τη γενναιότητά σου θα ζήλευε ακόμη και ένας άνδρας. Η τύχη τα έφερε με τέτοιο τρόπο ώστε να σε γνωρίσω. Ήθελε ο Θεός να μην αφήσει να σε καταπιούν οι φλόγες και στην Κωνσταντινούπολη να έρθεις και τις θαμμένες μνήμες μου να ξυπνήσεις. Γραικός εγώ που έκανα μεγάλο σφάλμα να υπηρετώ τέτοιους απαίσιους εχθρούς. Στον Σουλτάνο, αν θέλεις, πάμε μαζί στο ανάκτορό του να τον φτύσω και δε φοβάμαι μήπως μου πάρει το κεφάλι! Τόσα χρόνια τυφλωμένος απ’ τα φώτα της καλοπέρασης, της λαγνείας και της εφήμερης δόξας δεν έψαξα στ’ αλήθεια για τον εαυτό μου και ήμουν μέσα σε θάνατο φρικτό, αν και ζούσα. Θέλω όμως πριν γίνει αυτό, αν συμφωνείς, πιασμένοι χέρι-χέρι με της αγάπης και του έρωτα τα φτερά να ενωθούμε με του γάμου τα δεσμά, ευλογημένοι σε ζωή και θάνατο».
«Ξέρεις πολύ καλά πως η θρησκεία μου δεν επιτρέπει ένα τέτοιο γάμο, μα είσαι ο μόνος που δε δείλιασε μπροστά στο παραμορφωμένο πρόσωπό μου. Σπλαχνικός ήσουνα σε μένα και δεν με παρέδωσες πάνω στο θυμό σου στον φιλήδονο Σουλτάνο. Τ’ αληθινά σου δάκρυα έριξες, χωρίς να σκέφτεσαι πως θα ταπεινωθείς σε μένα. Ξαναγεννήθηκες καθώς με της φυλής σου τα ιδανικά ζεστάθηκες κι ας ήσουν πάντοτε Έλληνας και τώρα στα στερνά το ανακάλυψες. Πριν παντρευτούμε στη ζωή και στο θάνατο ακόμη, σου λέω ποτέ σου μην ξεχάσεις τα άνθη της Κύπρου που αντρειωμένα δε νοιάστηκαν για τους πρόσκαιρους έρωτες και περήφανα προχώρησαν στο δρόμο της αθανασίας. Για να γεμίσει η ψυχή σου με θάρρος και πίστη, θα σου εξιστορήσω τη ζωή της φίλης μου, της Μαρίας της Συγκλητικής, το ατρόμητο χέρι της να μιμηθείς που δαυλό αναμμένο κρατούσε και χίμηξε στην πυριτιδαποθήκη του καραβιού, παίρνοντας μαζί της τις ζωές χιλιάδων νέων αλλά και αρκετών εχθρών».
«Το χέρι λοιπόν το ατρόμητο, εκείνο που δεν υπολόγισε τις ανέσεις της ζωής και στη σκλαβιά δεν υπάκουσε ποτέ, το ατρόμητο χέρι, με της ανδρείας τους καρπούς θα ζώσει τα τείχη της Πόλης και τ’ ανάκτορα του Σουλτάνου θα βάψει με Τούρκικο, αλλόθρησκο αίμα».
Ο Καϊμακάμης ένιωθε πως η ψυχή του είχε σπάσει. Η ζωή του ήταν σαν ουρανός που βάρυνε με τα σκοτεινά του σύννεφα, ώσπου σε μια στιγμή ξαφνικά άνοιξε τις πύλες του νερού και έπνιξε τα πάντα. Μάζευε στα στήθη του τόσο θυμό και οργή και ήταν έτοιμος να ξεσπάσει στη μορφή του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή.
«Δώσε μου μια εικόνα, φώναξε. Δώσε μου μια εικόνα, θέλω να την ασπαστώ και να γονατίσω μπροστά της».
Πάντα κρατούσα φυλαγμένη πάνω μου την Παναγιά με τον μικρό Χριστό, τη φιλεύσπλαχνη μάνα που έχει σαν παιδιά της όλους τους ανθρώπους και προσεύχεται για το καλό τους. Του έδωσα μια μικρή εικόνα που χωρούσε μέσα στην παλάμη του ενός χεριού. Εκείνος δε χόρταινε να την κοιτάζει, την κρατούσε και έτρεμε από συγκίνηση. Φαίνονταν ότι ένιωθε πως δεν μπορούσε να σηκώσει, ν’ αντέξει μονάχος την αξία και το θρησκευτικό βάρος που αντιπροσώπευε η αποτυπωμένη γαλήνια μορφή της Παναγιάς. Έκλεισε τα βλέφαρα για να προσευχηθεί με ιερή έκσταση. Έσχισε τη στρατιωτική του περιβολή και ξαμαρτωμένος φώναξε εναντίον των απίστων που κάποτε μαγάρισαν τις εκκλησιές και εξύβρισαν τους αγίους. Η Παναγιά μου φάνηκε πως δάκρυσε και η εικόνα γλίστρησε απ’ τα χέρια του, μα πρόλαβε να την συγκρατήσει σαν ατίμητο θησαυρό. Του είπα πως η μητέρα του Χριστού πρέπει να τον συγχώρεσε. Αρκεί που αναγνώρισε τα λάθη του και δέχτηκε το απαλό χάδι της μάνας που καρδιοχτυπά για όλα τα παιδιά της.
«Κι εσένα σ’ είχε χάσει κάποτε. Έφυγες μακριά της λες και ήσουν ορφανός κυλώντας σαν πέτρα μέσα στο σκοτάδι των άγριων παθών σου».
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
** Β΄ βραβείο αφηγήματος από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων (Ε.Π.Ο.Κ.) το έτος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου