Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Μία Χριστουγεννιάτικη Ιστορία

Ανιχνευτής ψυχής


   Όπως έχω ακούσει να λένε πολλοί, οι μεγάλοι δηλαδή, ο Άγιος Βασίλης είναι ένας παχουλός κύριος, με μια άσπρη, πυκνή και μακριά γενειάδα. Φοράει ένα σκούφο στο κεφάλι του και κρατάει ένα μπαστούνι στα χέρια του που όταν περπατάει στο δρόμο, ακούγεται ένα τικ-τακ. Έρχεται από τις χώρες του Βορρά, όπου εκεί χιονίζει σχεδόν πάντα και ο χειμώνας διαρκεί όλο τον χρόνο. Ο ουρανός είναι σκοτεινός και βαρύς, ενώ ο ήλιος βγαίνει σπάνια να χαμογελάσει στους ανθρώπους.
   Πάνω στο έλκηθρο του ξεχωρίζει ένας ολοκόκκινος όγκος με το φαρδύ και στρόγγυλο πρόσωπό του. Ύστερα τραβάει τα χαλινάρια με τα οποία είναι δεμένα τα πιστά, αφοσιωμένα ζώα του· οι τάρανδοι, και με μια φωνή διατάζει να ξεκινήσουν το μακρινό ταξίδι τους. Φοράει και κάτι μεγάλα γυαλιά που τον προστατεύουν από το να πέφτει το χιόνι στα μάτια του και χοντρά πέτσινα γάντια για να μην παγώνουν και σχίζονται τα χέρια του.
   Δε θέλει ν’ αφήσει κανένα παιδί λυπημένο τη νέα χρονιά που έρχεται, γι’ αυτό κουβαλάει μαζί του μια τεράστια κόκκινη σακούλα, γεμάτη δώρα που προορίζονται για μας, τα παιδιά. Στη δική μας χώρα όμως, χιονίζει σπάνια και ίσως αναγκαστεί να έρθει με αεροπλάνο ή τρένο από την ψυχρή πατρίδα του. Πως θα φτάσει τελικά εδώ; Είναι μια περίεργη ιστορία.
   Ο μπαμπάς λέει πως θα κατεβεί, τη νύχτα της παραμονής της πρωτοχρονιάς, από την καμινάδα του σπιτιού μας και θα μπει σαν κλέφτης από το άνοιγμα που έχει το τζάκι μας, στο σαλόνι. Θα φτάσει στο δικό μου δωμάτιο, αλλά και στου αδελφού μου πολύ προσεχτικά, αλαφροπατώντας, για να μην τον αντιληφθούμε εμείς και οι γονείς μας. Η μαμά επιμένει πως ο Αι Βασίλης ξέρει να «διαβάζει» πολύ καλά τις ψυχές των μικρών παιδιών και να καταλαβαίνει τις επιθυμίες τους. Έτσι λοιπόν γνωρίζει από πριν τι δώρο θα συγκινήσει κάθε παιδί και θα το κάνει χαρούμενο.
   Εκείνος θ’ αφήσει τα παιχνίδια δίπλα από τα μαξιλάρια μας και εάν είναι πολύ μεγάλα στο μέγεθος και δε χωράνε στα κρεβάτια μας, θα τα ακουμπήσει κάτω στο χαλί, στο πάτωμα των δωματίων. Είναι υπερβολικά παχύς γιατί δεν φρόντισε ποτέ τη δίαιτά του. Αναρωτιέμαι πως θα καταφέρει να περάσει από την καμινάδα του σπιτιού. Θα χρησιμοποιήσει κάποιο σχοινί με γάντζο ή θα πηδήξει με φόρα κάτω στο σαλόνι με κίνδυνο να χτυπήσει σοβαρά και να σπάσει κάποιο πλευρό. Τότε όμως, θα ξυπνήσουμε όλοι από τον γδούπο, ακόμη και οι γείτονες μας. Ο κύριος Περικλής που μένει στο διπλανό σπίτι και είναι κυνηγός, θα βγει τρέχοντας με την καραμπίνα, πιστεύοντας πως μπήκαν κλέφτες στο σπίτι μας.
   Υποπτεύομαι πως ο Άγιος χρησιμοποιεί κάποιο μαγικό κόλπο για να μικραίνει. Ίσως κάποια λόγια άγνωστα σε μας που τον κάνουν μικρό σε μέγεθος κι ευλύγιστο, ώστε να περνάει μέσα από τις χαραμάδες, όπως συμβαίνει με τα ξωτικά! Αν βγει μουντζουρωμένος από τη στάχτη των ξύλων κι εμείς ξυπνήσουμε ξαφνικά βλέποντας το μαυρισμένο του πρόσωπο, δεν θα τρομάξουμε τότε πολύ;
   Τα καημένα τα ζώα, τι κρίμα που υποφέρουν το βάρος του Αι Βασίλη αλλά και το βάρος των εκατομμυρίων παιχνιδιών! Μέσα σ’ εκείνα τα πολύχρωμα πακέτα, θα υπάρχει και το δικό μου δώρο, τυλιγμένο με μια πολύχρωμη κορδέλα και μια καρτούλα που θα γράφει καλλιγραφικά ο Άγιος: «Στον Δημήτρη με αγάπη». Μα ποιος μου λέει τελικά πως εκείνος μπορεί να θυμάται όλα τα ονόματα των παιδιών του κόσμου;
   «Θυμάται, μην ανησυχείς», προσπαθεί να με πείσει η μαμά μου. «Έχει μια περγαμηνή, χιλιόμετρα μακριά, όπου πάνω της σημειώνει τις διευθύνσεις και τα ονόματα των παιδιών».
   Αν ωστόσο κάποιο παιδί αλλάξει διεύθυνση, τι γίνεται; Δεν παίρνει το δώρο του ή ο Αι Βασίλης μαθαίνει με κάποιο ανεξήγητο τρόπο τη καινούργια του διεύθυνση και πηγαίνει κατευθείαν εκεί;
   Καταλαβαίνω απόλυτα ότι έχει αναλάβει μια δύσκολη αποστολή και φαντάζομαι πως πριν ξεκινήσει το μοίρασμα των δώρων, τα έχει ταξινομήσει ανά χώρα προορισμού ή ανά περιοχή, ώστε όλα τα παιδιά του κόσμου να λάβουν τα δώρα στην ώρα τους. Στις χώρες που γίνεται πόλεμος, τι κάνει; Αφήνει τα παιδιά παραπονεμένα ή τολμά να φτάσει μέχρι εκεί; Αν πέσει πάνω του μια βόμβα, τότε θα ψάχνουμε άλλον Αι Βασίλη. Και δεν ξέρουμε αν θα κάνει τη δουλειά του τόσο καλά, όσο ο προηγούμενος!
   Ο αδελφός μου, που είναι ο μικρότερος της οικογένειας, ονειρεύεται ένα μπεζ αλογάκι, που θ’ ανεβαίνει πάνω στη σέλα του και θα κουνιέται πέρα δώθε με καμάρι, ενώ εκείνο θα χλιμιντρίζει πότε-πότε. Εγώ δεν ξέρω τι ακριβώς θα ήθελα, δεν μπορώ να πω σίγουρα πως σ’ όλο τον κόσμο υπάρχει κάτι, που θα μου άρεσε τόσο πολύ ν’ αποχτήσω! Στα εργοστάσια των παιχνιδιών δε θα μπορούσαν να φτιάξουν σίγουρα αυτό το παιχνίδι! Θα ήταν ένα μικρό αντικείμενο που θα χωρούσε και στη μικρότερη τσέπη του παντελονιού, αλλά τα εξαρτήματά του θα κινούνταν με ακρίβεια. Ταυτόχρονα θα είχαν μια ευαισθησία όμοια μ’ αυτή που έχουν οι ψυχές των ανθρώπων. Όχι ρομπότ! Θα το ονόμαζα «μηχανή της ευτυχίας»! Να μπορεί να νιώθει και να σκέφτεται σαν άνθρωπος· να λυπάται, να χαίρεται, να αγαπάει, αλλά και να δίνει την κατάλληλη λύση όποτε χρειαστεί. Όταν πεινάς να γίνεται φαγητό,  όταν διψάς νερό κι αν καμιά φορά νιώσεις δυστυχισμένος, να σου προσφέρει μια μεγάλη χαρά γι’ ανταμοιβή. Όταν σπαράζεις από δάκρυα, να σε παρηγορεί και να σου δίνει κουράγιο. Ακούστε, βρήκα την πιο κατάλληλη ονομασία: «Ανιχνευτής ψυχής»!
   Αυτό ακριβώς το σοφό παιχνίδι, θα ήθελα να βάλει κάτω από το μαξιλάρι μου ο παχύς και καλός παππούλης με τα σγουρά γένια και μαλλιά και τη βαριά φωνή από τα χρόνια. Κι αν τελικά κάποτε μου φέρει το θαυματουργό αυτό δωράκι, θα μπορώ κάθε στιγμή να σώσω ένα μικρό, πληγωμένο σπουργίτι, πριν πεθάνει στα χέρια μου; Εκείνο που έφυγε ματωμένο, ακόμη δεν μπορώ να το ξεχάσω… Το μόνο που κατάφερα ήταν να το θάψω κοντά στις ρίζες του πεύκου απ’ όπου έπεσε ανυπεράσπιστο και χτύπησε στο έδαφος. Έφτιαξα κι ένα μικρό σταυρό από κλαδάκια και σκόρπισα μερικές πευκοβελόνες πάνω στο σημείο του τάφου του. Το χώμα βράχηκε από τα δάκρυά μου, γιατί ήταν πολύ μικρό και δε θα προλάβαινε να μεγαλώσει… Μα θα ήθελα τόσο πολύ να το σώσω, Θεέ μου! Δεν μπορούσα όμως, γιατί ήμουν και είμαι ακόμη ένα παιδί.  
   Μήπως τελικά κάνω λάθος και δε μου αξίζει τέτοιο δώρο ή αυτό που επιθυμώ δεν είναι κατάλληλο για μένα και δε θα με ωφελήσει καθόλου; Η μόνη λύση νομίζω είναι να ρωτήσω τον ίδιο τον Άγιο Βασίλη, τον σοφό παππού που γνωρίζει πολλά πράγματα για τον κόσμο που δεν γνωρίζουν τα μικρά παιδιά.
   Όταν η μαμά και ο μπαμπάς θα με βάλουν στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ και θα σβήσουν όλα τα φώτα του σπιτιού, εγώ θα μείνω ξύπνιος όλη τη νύχτα εκείνη, που πρόκειται να μας επισκεφτεί ο Άγιος Βασίλης. Θα κάνω πως κοιμάμαι, αλλά τα μάτια μου θα είναι ανοιχτά. Τη στιγμή που θα νιώσω μια τεράστια σκιά πάνω από το κεφάλι μου και θ’ ακούσω τη λαχανιασμένη ανάσα του, όταν η τεράστια, βαριά παλάμη του αφήσει το δώρο μου κάτω ή δίπλα από το μαξιλάρι μου, θα του αρπάξω το χέρι με δύναμη και θα του πω χωρίς να φοβηθώ καθόλου, κοιτώντας τον βαθιά μέσα στα μάτια:
   «Αι Βασίλη, εδώ και χρόνια περίμενα να σε δω μπροστά μου και να σε ρωτήσω αν μου ’φερες τον «ανιχνευτή ψυχών;».
   Κι αν δεν υπάρχει αυτό το παιχνίδι και γελάσει με την ανοησία μου, ίσως πληγώσει την ψυχούλα μου. Μα εκείνος δεν πρόκειται να το κάνει, γιατί γνωρίζει πως πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς στα παιδιά. Και θα μου δώσει την ελπίδα πως κάποτε ίσως βρεθεί ο εφευρέτης εκείνου του παιχνιδιού που επιθυμώ τόσο πολύ.
   Θα του πω όμως και το εξής:
   «Σε παρακαλώ, άφησέ με, έστω για λίγο να ταΐσω με τις χούφτες μου τους κουρασμένους ταράνδους σου και να χαϊδέψω την παγωμένη ράχη τους. Τώρα, πάρε τη θέση μου στο κρεβάτι και ρίξε έναν υπνάκο μέχρι να γυρίσω πίσω. Κοίταξε να ξεκουραστείς αρκετά γιατί έχεις μακρύ δρόμο ακόμη…».
  
Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου