Πάνω σε παραλήρημα ήχου παρεισφρέει η μουσική
σύμπνοια στο λίκνο του αγέρα
για να διεισδύσει ο στίχος με μια βαλεριάνα στο χέρι
τους αιθέρες των ονείρων μας.
Ξέρεις τ’ αστέρι π’ άστραψε στον ουρανό τα μάτια,
πώς κατακράτησε την αντοχή της ώρας
πάνω στο μεσουράνημα;
Είδες ποτέ την ερημιά, που ασκεί μοναχικά βία στον εαυτό της;
Κι εσύ στης νύχτας το ξεθύμασμα να αρέσκεσαι
κι απ’ το μεθύσι των χρωμάτων σου να θρέφεσαι.
Όταν στο ξάνοιγμα του ορίζοντα σέρνεις μαζί τη θάλασσα
σαν την ξεκόβεις απ’ τους όχτους των βουνών.
Μια εκρηκτική καταστροφή είναι η ματιά σου.
Κι όσοι καιροί να ’ρθουν που σου υποσχέθηκαν ανακωχή
στις εκμυστηρεύσεις σου, συ δεν θα μπορέσεις ποτέ ν’ αντισταθείς.
Γιατί στα ναυάγια τα φεγγάρια απουσιάζουν.
Κι εγώ θα προσδοκούσα την έλευση των αστεριών.
Μήπως κι αρπάξω λίγο απ’ το χρώμα το πυρρό σου.
Μήπως και μάθω να λογίζομαι
απ’ τη λογιστική ευφράδεια, που ο λόγος σου υφαρπάζει.
Καταμεσής στ’ απόκεντρο του νου ευφραίνεται η φαντασία
απ’ την καμπύλη των συνειρμών της.
Κι όσο η διάθεση στο ρόδινο τόξο εξαπλώνεται
συ ντύνεσαι και ξεντύνεσαι στον αυλόγυρο της μέρας.
Κι όταν στης ίριδας το σπήλαιο μισέψει η ματιά
εκεί που μαιανδρίζει η καρδιά
με άναρθρα αναφιλητά ζυγίζεται ο πόνος.
Να συνθλιβεί και να καεί της μέρας το κρηπίδωμα
με της σκιάς την υποταγή ζητά και απαιτεί
στης νύχτας την αυτόχειρη αμαρτία.
Μα πώς σιωπάς, όταν το χρώμα νιώθεις να διαθλάται
στην καμπύλη του χρόνου,
που υποτάσσεται στη χρωματόλυση;
Γιατί δεν επιτάσεις στον εαυτό σου την επινόηση
παρά αρέσκεσαι να σε μουσκεύει η βροχή;
Με πονεψιές δεν έχει ο χρόνος συνοχή.
Δεν μπορεί η σιωπή να ξεπερνά τον εαυτό της
άβρεχτο στην αντίπερα όχθη
χωρίς ν’ αρθρώσει λέξη στο νερό.
Ώ, ροδοξύπνημα άγουρο!
Του Ήλιου ολόχρυσο στέμμα!
Ξέρεις πόσα ανύσταχτα βλέφαρα υπέγραψε
η κόμη σου στην ανατολή;
Είναι ακατόρθωτη η προσπάθεια
απεμπλοκής απ’ τη φωτιά,
όσο η θωριά σου θα φωτίζει και θα λάμπει τις ελπίδες
των ονείρων όλων μας
Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin
Zürich, 25. Januar 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου