Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

ALBA BOREALIS (συνέχεια)

Ξέρεις την κόρη, που πρώτη πυρπόλησε
της  Άλμπα το πρώτο της χαρτί;
Τους ανεμοδείχτες του ρολογιού,
που εκμυστηρεύτηκαν στο πορφυρό κροκάδι
μια τρισδιάσταση συλλογισμών;
Ή μήπως άκουσες για στιγμές επινόησης
μιας ανεπανόρθωτης καταστροφής;
Μονάχα η θάλασσα ορίζει και βαφτίζει τα ναυάγια,
αφού αυτή  συνετή και σύννομη ριγεί,
όταν θα ’χει ραγίσει το γυαλί.
Σιωπούν, βουβαίνουν απ’ απόγνωση
τα κύματα σαν με μπελάδες φορτωμένα
δεν μπορούν ούτε μιλιά να ορθώσουν, λέξη να πουν.
Μες της σιωπής  την απόλυτη γαλήνη
βράζει του πόντου η οργή.
Μάταια με λόγια γοητευτικά και μελιστάλαχτα
επιχειρεί κυρώσεις να επιβάλει.
Στους έρωτες, που ξύπνησαν νωρίς δεν εμπιστεύεται,
περνώντας τους επιπόλαια το δάφνινο στεφάνι.
Καιροί χάθηκαν άσκοπα σαν βιαστικά φευγάτα χελιδόνια.
Κι ούτε η τράτα δε φάνηκε να ξανοιχτεί στα πέλαγα
τα μεστωμένα δίχτυα του ψαρά  μ’ αφρόψαρα να βγάλει.
Στους μοναχούς ορίζοντες,
όπου τις νύχτες ξαγρυπνούν οι φρυκτωρίες
χύνονται δάκρυα συνείδησης πικρά.
Να ξεπλυθούν, να σκορπιστούν
όλα του βουνού τα συναισθήματα.
Τρέμει η ψυχή μέσα απ’ τις άθικτες κι ακέραιες νυχτιές
μήπως της άλμπα η πυρά δεν στέρξει να φλογίσει.
Βάρος το φέρει το γιατί δεν τόλμησε ποτέ
την πόρτα να χτυπήσει.
Κι όμως πίσω απ’ τους ορίζοντες κρύβονται
κούφια κι ατόφια μυστικά,
που η μάνα γη σπατάλησε στέρφο κορμί,
αφήνοντας πεντάρφανο από άνθη.
Τι όμορφη η σκέψη σαν παίρνει την παράσταση μορφής
ξανοίγεται κι απλώνεται στη βαλτωμένη ανοιχτωσιά;
Κι εμάς  αμανάτι στ' αλώνια αφήνει
ανήμερα Πεντηκοστής στην Τζιά.
Μα γιατί οργίζεται, όταν του λόγγου
ο αντίλαλος βρυχάται, δε χαρίζεται;

Τι είναι για μάς η μοναξιά;

Του ήλιου το πρωτοφίλημα στην κόγχη
μιας διάφανης σκέψης μοιραίας.
Λαός που  δεν τολμά απ’ το πυρακτωμένο του κορμί
ν’ ανάψει το αμόνι,
όταν ξέρει καλά πως τις ράγιες του
το τρένο της ζωής μεσάνυχτα ξηλώνει.
Σιωπά η Άλμπα κι ολούθε πουθενά
δε βγάζει τσιμουδιά.
Θρηνεί με χρώματα εγκατάλειψης και πολεμά,
κραδαίνοντας μ’ ένα της κρότο
τρανταχτά φωνήεντα να πει,
λαλιά να απιθώσει.
Γιατί της Ροδοπέταλης η μοναξιά
είναι του νου μια φωτεινή περπατησιά,
που ξέρει να στοχάζεται,
περνώντας τους αγκώνες της σε τοξωτό αγκωνάρι
για να χτιστεί η Ποίηση ζωσμένη δάφνες
των Μουσών στη μέση τ’ αλωνάρη.

Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin aus Zürich
22. Februar 2012

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου