Ήχος κανείς γλυκός, καμιά ματιά στοργική.
Μέσα στα χέρια τους κρατάνε τα μαχαίρια τους
κι είναι η ενοχή τους ακόμη πιο σκληρή
καθώς τα πληγωμένα σώματα πέφτουν
για να ριζώσουν όμορφα λουλούδια αυτής της γης.
Οι άρχοντες οδηγούν, Θεέ μου, τον κόσμο στη σφαγή!
Είπαν· γαλήνης φως τους δώρισε η νύχτα
κι άναψε φλόγα εσωτερική,
μα ήταν μόνο μια σπίθα προδοσίας,
μια ακτίδα υποκρισίας στις επίσημες φορεσιές τους.
«Για να κρυφτεί ο ήλιος απ’ τις αγνές ψυχές, τώρα τι κάνουμε;
Για να βοσκήσει ο λαός το θάνατο
στα βοσκοτόπια της ελπίδας, τι κάνουμε;».
Στάζει λοιπόν το ηλιοβασίλεμα
από τα αιμοβόρα μάτια του πολέμου
βάφοντας τις θάλασσες με το κόκκινο
των ανοιχτών πληγών που σκόρπισε το μίσος.
Δάκρυα αντί για όνειρα, στάχτη αντί για φωτιά,
δώστε στους παθιασμένους της ζωής
τα ελιξίρια της ψευδαίσθησης και της απάτης!
Να! Ένα σημάδι, μια βαθιά ουλή στα χρώματα·
χαράδρα των κενών συναισθημάτων
που κύλησαν μια μέρα στη σιωπή.
Ο χρόνος μας προσπερνά σαν αστραπή
και πιάνει τον ακόρεστο πόνο στην αγχόνη του.
Έναν ήρωα ψάχνουμε από καιρό
τις πύλες της μνήμης ν’ απελευθερώσει.
Να τον δούμε έξω, στην αυλή του ουρανού
να ποτίζει τ’ άστρα μ’ αγάπη
και με χώμα πατρίδας να πλάθει
παλικαριά, ελευθερία και ειρήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου