Άνοιξα το σοφό κουτί της μνήμης· δώρο των προγόνων μου.
Όνειρα σκόρπια, ποτισμένα με την ευφορία της ψυχής.
Μαγευτικοί τόποι φανερώθηκαν μπροστά μου,
ήθελαν κάτι να μου πουν· δυο λέξεις
που παλεύουν στη ζωή και στο θάνατο.
Δυο λέξεις να θερίσουμε εμείς που αγνοούμε
τους παλιούς κόπους, να ξαναζωντανέψουν τα κειμήλια.
Αγχίαλος· τα χρώματά σου κρατώ μες στην καρδιά μου,
ανθοδέσμες με λουλούδια· οι άνθρωποί σου.
Το φως των σπιτιών σου το πήρανε
οι ξεχασμένοι, οι πληγωμένοι,
οι σκοτωμένοι, οι καμένοι και χαμογελούν
μεταγγίζοντας το δικό τους χρόνο στο δικό μου.
«Πρέπει να ξέρεις τι έγινε», μου λένε εκείνοι.
«Εσύ μας φέρνεις στη ζωή κάθε φορά
που σκέφτεσαι την αγαπημένη μας πατρίδα».
«Τότε δεν είχε ακόμη γεννηθεί ο πατέρας σου
και ο παππούς σου ήταν ένα μικρό παιδί.
Η γιαγιά σου έτρεμε στη σκέψη
πως ό,τι άφηνε πίσω της,
θα έμενε νεκρό, ατιμασμένο.
Να μην ξαναδεί δροσιά
η παλιά Αγχίαλος χωρίς τους Έλληνες!».
Εκείνη μου διηγούνταν το παραμύθι του πόνου·
το μεγάλο κόκκινο βιβλίο,
βαμμένο με αίμα χριστιανών.
Μέσα στις σελίδες του η αγάπη για τον τόπο,
οι εικόνες των παιδικών της χρόνων
που έπρεπε κι εγώ να νιώσω, πριν βαφτιστώ.
Στο ποτάμι της μνήμης!
Θα έλεγες, αν ζούσες ακόμη γιαγιά:
«Δείτε πως μεγάλωσε αυτό το παιδί,
δείτε πως έγινε δέντρο ψηλό, βουνό
απάτητο, νερό που δε σταματά να κυλάει
και κάποια λόγια αναμασά απ’ την παλιά μας νιότη.
Τι μπορεί ν’ ανθίσει
απ’ το πικρό κύμα της προσφυγιάς;
Σαν να ’γινες κι εσύ ένας μύλος γερασμένος
τον ίδιο σπόρο, την ίδια φύτρα της θλίψης
άπειρες φορές γυρνάς
μέχρι να σε λυπηθεί ο Θεός,
αιώνιε δεσμώτη, γυρίζοντας πίσω».
Πλησίασε και ο προπάππος να με χαϊδέψει στο μάγουλο.
Ξεχώρισε με τις μεγάλες πλάτες και τα έξυπνα μάτια
που τώρα ήτανε υγρά από παράπονο.
Το γεροδεμένο του άλογο βαριανάσαινε.
«Πολέμησες γενναία, στις παλάμες σου
είχε βρει καταφύγιο η εκδίκηση
και το θηρίο μέσα απ’ το στήθος σου ξεμύτιζε
τρομάζοντας τον Βούλγαρο στρατιώτη».
Η αίγλη σου όμως γέροντα χάθηκε,
η θάλασσα που σ’ ανάθρεψε χάθηκε,
το παλιό λιμάνι έγινε άπιαστο όνειρο.
Η γιαγιά μιλάει βουρκωμένη:
«Λίγα υπάρχοντα πήραμε μαζί μας.
Ας ήταν και η ελπίδα μέσα στα ασπρόρουχα,
μέσα στον άνεμο που μας ταξίδευε:
το κλάμα του μωρού, η φωνή του γείτονα.
Η μανία της φωτιάς σπάραζε την καρδιά,
μόνο αυτή υπήρχε.
Το καράβι πολυφορτωμένο, μελαγχολικό,
ήθελε να ημερέψει γρήγορα τις ψυχές
που κουβαλούσε, αλλά μάταια·
ο πόνος ήταν ο μόνιμος θόρυβος των μηχανών».
Κοφτερή η μνήμη,
με τέτοια λόγια χαράζεται πιο βαθιά
το όραμα της αλησμόνητης πατρίδας.
Νεκροί και ζωντανοί, όλοι δοκιμαστήκαμε
για την πόλη των θαυμάτων.
Είπαν πως τα όνειρά τους θέλουν
να φυτέψουμε στην καινούργια αυλή,
να καθόμαστε αιώνες γαλήνιοι
κάτω απ’ τον ίσκιο τους.
Οι ξαναζωντανεμένοι μάς δίνουν τα κουρασμένα χέρια τους.
Πρέπει να τους σώσουμε!
Οι ψυχές που χάθηκαν ζεματάνε τα χαράματα,
κλεισμένες στο σοφό κουτί της μνήμης.
Προσμένουν το απαλό χάδι των κατοπινών,
τη δροσιά της ενθύμησης.
Αυτοί που έζησαν την παλιά τραγωδία,
επιτέλους στις μέρες μας να χαμογελάσουν.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου