Ο Άθως Χατζηματθαίου, ο αξιόλογος λογοτέχνης από τη Λεμεσό της Κύπρου, εξέδωσε πρόσφατα μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο: «Άσε τη ζωή ν’ αποφασίσει». Η επιλογή του τίτλου κρίνεται επιτυχής λόγω των ποικίλων θεμάτων που τον απασχολούν. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των διηγημάτων του, μπορεί κάποιος να διακρίνει μία χαρακτηριστική άνεση στη χρήση του πεζού λόγου, ν’ αναγνωρίσει ένα ιδιαίτερο βλέμμα και μία οπτική γωνία που επικεντρώνεται στην πολύτιμη λεπτομέρεια και την αναδεικνύει, κάνοντάς την ξεχωριστή.
Ο συγγραφέας περιγράφει με ευαισθησία και χάρη καθημερινές καταστάσεις απ’ τη ζωή των πρωταγωνιστών, που ενεργούν, ερωτεύονται κι ονειρεύονται –όποια βάσανα, καημούς, ελπίδες κι αν έχουν εκείνοι. Θερμαίνονται αδιάκοπα με την προσδοκία της αλλαγής και της βελτίωσης των συνθηκών του βίου τους, όσο και αν βρίσκονται στο προχωρημένο της ηλικίας (όπως στο διήγημα «Η ξύλινη κούπα» ).
Όλα ανεξαιρέτως τα διηγήματα περιέχουν το στοιχείο της έκπληξης. Κάτι γίνεται εντελώς ξαφνικά, απρόσμενα και η εξέλιξη της πλοκής παίρνει μία εντελώς διαφορετική διάσταση, για να κινητοποιήσει στους αναγνώστες έναν μηχανισμό ενεργητικής συμμετοχής και ταύτισης, νοητικής και συναισθηματικής. Τις περισσότερες φορές, η θέληση και οι πόθοι των πρωταγωνιστών δεν είναι αρκετοί για να οδηγήσουν στην πραγματοποίηση των ονείρων και των στόχων τους, γεγονός που αγγίζει τον αναγνώστη κυρίως με βαθιά πίκρα και απογοήτευση, ενώ σε δεύτερη φάση κατανόησης εισπράττεται ως ειρωνεία και περιγέλασμα της αμείλικτης μοίρας, που εξουσιάζει δυστυχώς τις ζωές καθενός μας και αυτή αποφασίζει στο τέλος ερήμην των προσώπων.
Στα διηγήματα με τίτλους: «Στιγμές αδυναμίας», «Το όνειρο», «Το θαύμα» (μία πανέμορφη γυναίκα παρασύρει έναν άντρα για να τον ληστέψει στη συνέχεια με τη βοήθεια του συνεργού της), «Όνειρο ζωής» (ένας βιολιστής χάνει το αριστερό του χέρι κάτω από τον καρπό, μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα) , «Ότοστοπ» (ένας παντρεμένος άντρας ενδίδει στη γοητεία νεαρής αλλοδαπής και εκ των υστέρων ανακαλύπτει, από το δελτίο ειδήσεων, πως εκείνη είναι φορέας του έιτζ) και «Η μεγάλη αγάπη», αποτυπώνεται πιο έντονα η τραγικότητα της μοίρας των προσώπων, συνήθως μέσω ατυχημάτων που τους συμβαίνουν, τα οποία και σημαδεύουν το μέλλον τους ή τους κόβουν ακαριαία το νήμα της ζωής και μάλιστα λίγο πριν από μία ευτυχισμένη και μεγάλης σημασίας γι’ αυτά στιγμή.
Ο Άθως Χατζηματθαίου κεντρίζει την προσοχή μας με μία όμορφη ρεαλιστική γραφή, που δεν της λείπουν καθόλου οι λυρικές εξάρσεις. Σχηματίζει μικρές και κοφτές προτάσεις που δεν κουράζουν στο διάβασμα, ενώ βρίσκει πάντα τις κατάλληλες λέξεις, για να μεταδώσει στον αναγνώστη ακέραιο και σ’ όλο το εύρος του το συναισθηματικό φορτίο των προσώπων των διηγημάτων, είτε αυτό μεταφράζεται σε θετικές κι ενοχλητικές σκέψεις, είτε σε χαρά, έρωτα, αγωνία και οδύνη.
Επίσης, οι διάλογοι που συνθέτει είναι τόσο ζωντανοί, ώστε μετατρέπονται πολύ εύκολα και άμεσα σε εικόνες.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Το μότο
Θα μετανιώσεις γι’ αυτό, μου είπε φεύγοντας. Ήταν δακρυσμένη. Και το μετάνιωσα απ’ την πρώτη στιγμή, όμως δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Ντρεπόμουν να βάλω την ουρά στα σκέλια και να τρέξω ξωπίσω της. Τι άντρας θα ήμουνα τότε; Μαντάρα τα είχα κάνει.
Τα λάθη όμως είναι ανθρώπινα, κι όποιος αγαπάει συγχωρεί. Κι εσύ μ’ αγαπούσες. Θα μπορέσεις όμως να με συγχωρέσεις; Ιδού η απορία.
Σχημάτισα τον αριθμό. Το τηλέφωνο κτύπησε μερικές φορές, η καρδιά μου έτρεχε σαν τρελό φορτηγό. Η φωνή που ακούστηκε αρχικά στ’ αφτιά μου δεν είχε καμιά ομοιότητα με τη δική της. Απλούστατα γιατί ήταν αντρίκεια. Μετά μίλησε κι αυτή. Την άκουσα καθαρά «Ποιος είναι αγάπη μου;» ρώτησε.
Αγάπη μου, έτσι αποκαλούσε τον άγνωστό μου άντρα, που για εκείνη θα ήταν σίγουρα πολύ γνωστός.
Πάτησα το κουμπάκι και σταμάτησα τη συνδιάλεξη. Άλλωστε δεν είχε κανένα νόημα πια. Με είχε κιόλας προλάβει άλλος. Κι ας είχε μονάχα μόλις δυο βδομάδες που χωρίσαμε. Βρήκε κιόλας αντικαταστάτη, πότε πρόλαβε; Δεν βαριέσαι, χθες ήμουνα εγώ, τώρα κάποιος άλλος και μου το είπε καθαρά. Θα μετανιώσεις μα θα είναι αργά και το εννοούσε. Σιγά που θα τα έβαφε μαύρα.
Το έγκλημα
Βρισκόταν ξαπλωμένη στο χειρουργικό τραπέζι, εξουθενωμένη από την ψυχική δοκιμασία, αναμένοντας την επώδυνη διαδικασία της έκτρωσης.
Η φύση γύρω ανάσαινε το άρωμα της άνοιξης. Πόσο άδικα της φέρθηκε η ζωή. Η μοίρα. Η ψυχή της σπάραζε απ’ τον ανείπωτο πόνο. Χθες ακόμη ήταν όλα τόσο όμορφα, τόσο ωραία! Χθες ακόμη ήταν τόσο ευτυχισμένη! Σήμερα το γαλάζιο της ψυχής της έγινε μαύρο. Πίσσα. Κατράμι. Χθες όλα γύρω της χαμογελούσαν. Σήμερα ακούγεται μονάχα κλάμα και μοιρολόι.
Μια ατάκα
Κάποτε είχε κι εκείνη φίλους. Σπουδαίο πράγμα η φιλία, ιερό. Έπιναν νερό στ’ όνομά της. Όλοι τώρα όμως την ξέχασαν. Ο ένας μετά τον άλλο εξαφανίστηκαν απ’ τη ζωή της. Κι αυτό συνέβη, όταν έπαθε το ατύχημα. Μόλις καθηλώθηκε στο αναπηρικό καροτσάκι, της γύρισαν την πλάτη. Γι’ αυτούς δεν ήταν πια η Άννα, η πνοή της παρέας που είχαν κάτι να κερδίσουν απ’ αυτήν. Τώρα δεν ήταν παρά μονάχα ένας μπελάς μέσα στα πόδια τους και το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα πια, ήταν να τους δυσκολεύει τη ζωή. Γι’ αυτό και φρόντισαν να την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια.
Ακόμη και ο Αντρέας, ο έρωτας της ζωής της, την εγκατέλειψε. Πάνε κι οι όρκοι, πάνε κι οι υποσχέσεις. «Μαζί για μια ζωή», έτσι της έλεγε, όταν ήταν καλά. Τώρα μην τον είδατε τον Παναγή. Και να φανταστείτε λογάριαζαν σε λίγους μήνες να βάλουν την κουλούρα στο κεφάλι. Μόλις θα έπαιρναν το πτυχίο τους, αυτή θα ήταν η πρώτη προτεραιότητα. Κουραφέξαλα και πράσινα άλογα. Πάνε και τα όνειρα περίπατο, πάνε όλα. Άνοιξαν τα φτερά και πέταξαν σαν αποδημητικά πουλιά, μόλις έπεσε η πρώτη μπόρα. Τουλάχιστον εκείνος είχε την τόλμη να της μιλήσει ξεκάθαρα, να της πει στα ίσια αυτό που αισθανόταν. «Δεν μπορώ, κορίτσι μου, δεν έχω τη δύναμη, το κουράγιο, τις αντοχές να μείνω μαζί σου. Αντίο λοιπόν».
Η μεγάλη αγάπη
Το κουδούνι στην εξώπορτα κτύπησε δυο, τρεις φορές. Η κυρία Ελένη έκανε τον Σταυρό της και σηκώθηκε απάνω.
«Σ’ ευχαριστώ Παναγιά μου», ψιθύρισε. Νόμισε ότι ήταν ο γιος της που της κτυπούσε την πόρτα και κατευθύνθηκε γρήγορα προς τα εκεί.
«Ήρθες επιτέλους παλικάρι μου», έκανε χαρούμενη.
Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε πέντε και δέκα, πρωινή ώρα. Το φως της μέρας άρχιζε κιόλας να γλυκοχαράζει. Μια παράξενη σκέψη, ήρθε και φώλιασε εκείνη τη στιγμή επικίνδυνα μέσα στο μυαλό της.
«Αφού το παιδί έχει δικό του κλειδί γιατί δεν ανοίγει», συλλογίστηκε και επιτάχυνε περισσότερο το βήμα της. «Μπορεί να το έχει ξεχάσει κάπου. Και τη μοτοσικλέτα, γιατί δεν την άκουσα καθόλου την ώρα που μπήκε στο σπίτι;» αναρωτήθηκε.
Μέχρι να φθάσει στην εξώπορτα, η αγωνία την είχε διαλύσει. Άπλωσε το χέρι και πήρε το πόμολο, το γύρισε στη μια πλευρά και η πόρτα άνοιξε αμέσως.
«Άντε μωρέ παιδάκι μου…». Αυτά τα λόγια πρόλαβαν να βγουν απ' το στόμα της και η γλώσσα της δέθηκε αμέσως σε κόμπο, όταν στο άνοιγμα της πόρτα αντί του παιδιού της βρισκόταν ένας αστυνομικός.
Τι ήθελε τέτοια ώρα ένας αστυνομικός στο σπίτι της, αναρωτήθηκε. Μήπως έκανε κάτι ο Χρίστος και τον συνέλαβαν. Αλλά όχι, το παιδί της ήταν ήσυχο, ευγενικό, υπάκουο, ποτέ δεν είχε νταραβέρια με την αστυνομία. Οι κακές παρέες όμως καμιά φορά, αλλάζουν εύκολα τους ανθρώπους. Λες να έμπλεξε το παιδί της με τέτοιας ποιότητας ανθρώπους; αναρωτήθηκε.
«Τι συμβαίνει», ρώτησε με αλλοιωμένη από την αγωνία φωνή;
Ο αστυνομικός αφού την καλημέρισε πρώτα, ζήτησε στη συνέχεια να μιλήσει με το σύζυγό της.
«Κοιμάται, τώρα, να πάω όμως να το ξυπνήσω», του είπε. «Περάστε μέσα κύριε, δεν είναι σωστό να στέκετε στην εξώπορτα».
Ο αστυνομικός υπάκουσε αμέσως.
-Τι συμβαίνει Ελένη, ρώτησε ο σύζυγός της που είχε σηκωθεί εκείνη την ώρα .
-Σε ζητάνε Πέτρο, του είπε, από την αστυνομία.
-Για πιο πράγμα. Έγινε κάτι; ρώτησε και μια γκριμάτσα απορίας σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
-Δεν ξέρω.
Ο πατέρας του Χρίστου πλησίασε αμέσως προς το μέρος που βρισκόταν ο αστυνομικός. Τι συμβαίνει κύριε; τον ρώτησε.
-Ο γιος σας.
-Ο γιος μας, τι; Συμβαίνει τίποτα με το παιδί; Πού είναι ο Χρίστος Ελένη; ρώτησε τη γυναίκα του.
Αυτή δεν ήξερε τι να του απαντήσει, σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε με δυο μάτια πελώρια χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μια λέξη.
-Ο γιος σας είχε ένα ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του, είπε ο αστυνομικός. Έχει μεταφερθεί τραυματισμένος στο νοσοκομείο.
Ο Χρίστος είχε βάλει μπρος τη μηχανή του και κατευθυνόταν προς το σπίτι του. Ο εντελώς άδειος δρόμος του έδινε το δικαίωμα, έτσι πίστευε, να αναπτύξει ταχύτητα. Το πρώτο φανάρι το πέρασε κόκκινο, το ίδιο έκανε και με το δεύτερο. Πίστευε ότι η νύκτα του προσφερόταν με σιγουριά για να παρανομεί χωρίς συνέπειες. Ακόμη και το προστατευτικό του κράνος που ποτέ δεν έβγαζε από το κεφάλι του, εκείνο το βράδυ το είχε κρεμάσει στο τιμόνι της μηχανής. Στο τρίτο φανάρι ανάπτυξε ακόμη περισσότερη ταχύτητα, όμως αυτή τη φορά δεν στάθηκε τυχερός, όπως και τις προηγούμενες. Ένα αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση βρέθηκε στον δρόμο του. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Απ’ τη σύγκρουση που ήταν βίαιη, τίποτα δεν έμεινε όρθιο στη θέση του. Μηχανή και αυτοκίνητο έγιναν μια άμορφη μάζα σιδερικά. Το άψυχο σώμα τού Χρίστου που εκτινάχθηκε από τη θέση του, βρέθηκε είκοσι μέτρα μακριά από την αστυνομία που έφθασε ύστερα από λίγα λεπτά στον τόπο του δυστυχήματος.
Άθως Χατζηματθαίου
Λεμεσός Κύπρου
Άθως Χατζηματθαίου
Λεμεσός Κύπρου
Του εύχομαι… να αναπτύξει ακόμη περισσότερη ταχύτητα, μέσα στα γραφόμενά του για να αντιμετωπίζει τις αντιθέσεις και κατευθύνσεις… της ζωής. Συγχαρητήρια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είστε πάντα καλά κύριε Κοκαβέση! Ο λόγος σας έχει ιδιαίτερη αξία!
Διαγραφή