1. Κύριε Ζαράρη, καταρχάς να σας ευχαριστήσουμε που δεχτήκατε αυτή τη συνέντευξη μαζί μας. Επίσης, σας ευχαριστούμε που μας στηρίξατε στη προσπάθεια μας να διεξάγουμε διαγωνισμούς με το να μας δώσετε το βιβλίο σας «Το νησί και το αθάνατο νερό». Μάλιστα, με βάση αυτό θα θέλαμε να ξεκινήσουμε τις ερωτήσεις μας. Γνωρίζουμε ότι η νικήτρια του διαγωνισμού μας είναι δασκάλα στη Δευτέρα τάξη του δημοτικού. Πώς νιώθετε στη σκέψη ότι αποσπάσματα από το βιβλίο σας, ενδεχομένως να διαβαστούν σε μια τάξη του δημοτικού σχολείου;
Κι εγώ θα ήθελα πολύ να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνετε, όπως επίσης και για τις πρωτοβουλίες σας, οι οποίες μαρτυρούν την αγάπη σας για τον εμπλουτισμό της ιστοσελίδας σας, με θέματα που κρατούν το ενδιαφέρον των αναγνωστών σας αμείωτο. Πιστεύω ότι με τις φρέσκιες ιδέες σας συμβάλλετε καθημερινά στο χώρο της λογοτεχνίας και του βιβλίου, ο οποίος σήμερα ομολογουμένως συμπιέζεται λόγω της «μηχανοποίησης» ή ακόμη και της «επιπεδοποίησης» της σκέψης. Ασφυκτιά σ’ ένα σφιχτό ρεαλισμό που υπακούει μονάχα στα κελεύσματα της κοινής λογικής.
Η ιδέα του διαγωνισμού σαν σύλληψη αλλά και σαν πραγμάτωση, κρίνω πως ήταν επιτυχημένη και αυτό που λέω τώρα δεν πρόκειται να το αμφισβητήσει κανείς. Σε πόσες άλλες ιστοσελίδες βλέπουμε να γίνονται ανάλογοι διαγωνισμοί; Όποια λοιπόν προσπάθεια συντελεί στην προώθηση του βιβλίου πρέπει να επιβραβεύεται με τα καλύτερα λόγια!
Δεν γνώριζα πως η νικήτρια του διαγωνισμού σας είναι δασκάλα. Αν και το βιβλίο μου απευθύνεται σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, από εννιά ετών και πάνω, εντούτοις η ιστορία του μπορεί ν’ αγγίξει ακόμη και τις πρώτες σχολικές ηλικίες, αφού μέσω παραμυθικών στοιχείων μεταδίδονται στις ψυχές των παιδιών απλά μηνύματα μα με μεγάλη αξία, όπως η αγάπη, η φιλία, η αλληλεγγύη, η οικολογική ευαισθησία αλλά και η ανταλλαγή πολιτιστικών στοιχείων ανάμεσα σε λαούς με εντελώς διαφορετικούς τρόπους ζωής. Οπωσδήποτε θα ήταν μεγάλη ικανοποίηση για μένα να διαβαστούν κάποια αποσπάσματα στην τάξη και θα μ’ ενδιέφερε πολύ ν’ ακούσω τις σκέψεις και τις εντυπώσεις των παιδιών.
2. Πολλοί αναγνώστες του ιστολογίου μας, μέσα από σχόλια και μηνύματα τους, μας είπαν ότι θέλουν να σας γνωρίσουν ακόμα καλύτερα με μια συνέντευξη. Είναι γεγονός πως μέσω των ποιημάτων σας βγάζετε έναν άνθρωπο ειλικρινή και χωρίς καμία έπαρση. Εσείς θεωρείτε πως πράγματι τα έργα κάποιου ποιητή ή συγγραφέα αποδίδουν και το χαρακτήρα του;
Τους ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τους την επιθυμία να μάθουν κάτι παραπάνω απ’ όσα γενικά αντιπροσωπεύουν τα γραπτά μου και τους προσκαλώ στην παρουσίαση του βιβλίου μου, που θα γίνει στις 13 Οκτωβρίου 2012 στη Νέα Αγχίαλο Βόλου.
Τα ποιήματα, ως δημιουργήματα ενός εσωτερικού κόσμου, δεν μπορεί παρά να αντανακλούν άμεσα το χαρακτήρα του δημιουργού. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου ο λόγος –πεζός ή ποιητικός- γίνεται ένα κομψοτέχνημα, με τη χρησιμοποίηση προσεχτικά επιλεγμένων και όμορφων λέξεων, ακόμη κι εκεί δεν μπορεί να κρυφτεί από τον λεπτολόγο αναγνώστη ή τον κριτικό ένα κομμάτι της ψυχής του δημιουργού, που ανασαίνει μέσα στους στίχους και τις προτάσεις, που πίνει νερό απ’ την πηγή των εικόνων και των νοημάτων και λυτρώνεται διαμέσω της έμπνευσης και της χαράς της δημιουργίας.
3. «Τόση ομορφιά που έχει αυτή η γη…και των χειλιών το πρώτο αντάμωμα ζητά κάτω από παραθύρια του ονείρου φιλικά, στο πέταγμα των χελιδονιών την ξεγνοιασιά». Τι είναι αυτό που τελικά αγαπάτε περισσότερο στη γη; Είναι η ίδια η ζωή αυτή που ομορφαίνει τη γη- τον κόσμο; Είναι οι εικόνες που μας προσφέρει; Ή κάτι άλλο;
Οι συγκεκριμένοι στίχοι που επιλέξατε, ανήκουν σ’ ένα ποίημα το οποίο και έγραψα με αντιφατικά συναισθήματα: χαρά και λύπη. Και είναι ένα από τα πιο απλά ποιήματά μου, με την έννοια πως δεν άφησα να το «μολύνουν» οι πρώιμες σουρεαλιστικές αναζητήσεις μου. Γιατί όσο προσκολλούμαστε στην τεχνική και τις σχολές, υποχωρεί η διάθεση μας να μιλήσουμε στον άνθρωπο για τα προβλήματά του.
Θέτετε σήμερα προαιώνια ερωτήματα που είναι αδύνατον να απαντηθούν μέσα σε λίγες γραμμές. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε και να μιλούμε με την περιορισμένη γνώση μας και το χαρακτήρα που συγκροτήσαμε από τις εμπειρίες της ζωής μας. Δύο αντίθετες ροπές συγκρούονται στην ψυχή μου για ν’ απαντήσουν στο βασικό ερώτημα: «Τι είναι ζωή;». Και ίσως καταλήξουμε να πούμε πως είναι ένα οποιοδήποτε σύνολο δραστηριοτήτων, γόνιμα αξιοποιημένο από τον ενεργητικό νου, την καρδιά και την ψυχή. Όσο φερόμαστε με εκτίμηση και σεβασμό σε ό,τι ονομάζουμε ζωή –όποια έννοια και αν της δώσουμε- ανταμειβόμαστε με τα αποτελέσματα της συμπεριφορά μας απέναντι της και επωμιζόμαστε τις ανάλογες ευθύνες.
Η ζωή δεν μπορεί παρά να είναι αλληλένδετη με τη γη που την ορίζει ως ένα σημείο. Είναι οι μνήμες που δημιουργούν δυνατά αισθήματα, όπως η νοσταλγία λόγω της μετανάστευσης ή της προσφυγιάς. Κάποιες φορές είναι και ο ατσάλινος, σκληρός χρόνος που ακούγεται στα τραγούδια της μοναξιάς, αλλά και στα τραγούδια της συντροφιάς. Είναι επίσης, η κίνηση του σύμπαντος, η πλησμονή της ψυχής όταν παρόλο που είσαι τόσο μικρός σε μέγεθος, ένα απειροελάχιστο κύτταρο στην ανθρώπινη υπόσταση σου, νιώθεις όμως τόσο «μεγάλος» στο αντίκρισμα του ήλιου που ξεμυτίζει κάθε πρωί στην Ανατολή… Όταν ακούς το τίναγμα των φτερών ενός πουλιού και βλέπεις ένα πανέμορφο άνθος λουλουδιού να κρατά το πρωινό δάκρυ της δροσιάς. Ίσως φανεί πολύ ρομαντικό, αλλά τι άλλο μπορεί να σχετίζεται τόσο με τη ζωή, όσο η ομορφιά και ο τόπος; Τελικά «ζωή» είναι ο τόπος που γεννήθηκε ο καθένας μας, ο τόπος που έζησε και μας προίκισε και μας προικίζει ακόμη με άπειρες εικόνες ανθρώπων και τοπίων.
Μια προσωπική, πολύπλευρα νοηματοδοτημένη στάση αφαιρεί τα περιττά και βλέπουμε πως μέσα σ’ όλα αυτά που υποθέτουμε πως μας αρέσουν, το σημαντικότερο είναι ένας ουράνιος τόπος πέρα από σωματικές διαστάσεις όπου εκεί, σαν ακούραστοι εξερευνητές, μπορούμε να ξεφεύγουμε από την επιφάνεια και να μαγευόμαστε από το βυθό της ουσιαστικής ύπαρξης, συντροφιά πάντα με τις μεγαλύτερες αξίες της.
4. Ποια η θέση του έρωτα μέσα στη ζωή σας και μέσα στο έργο σας;
Ο έρωτας είναι βαθιά ριζωμένος στη ζωή. Χωρίς αυτόν, η ζωή δεν προχωράει, μα κι αν προχωρήσει για λίγο, σύντομα σκοντάφτει σε διάφορα εμπόδια και μεταμορφώνεται σε δράμα. Ο έρωτας είναι ιερό πράγμα και καλλιεργείται σε γόνιμα χωράφια, σε αγνές καρδιές. Είναι τόσο εύπλαστος που μπορεί να συνεισφέρει σε έργα υψίστης αξίας, σε αριστουργήματα. Και πέρα από τον έρωτα για ένα πρόσωπο, τη σύζυγο στη ζωή μου, που αντιπροσωπεύει ένα τμήμα αυτού που μοιράζεται σε φράσεις, σε αγγίγματα, σε βλέμματα, υπάρχει ο έρωτας της έκφρασης, όπου όλα τα προηγούμενα που ανέφερα γίνονται ο δυνατός σπόρος που γονιμοποιεί κάθε στιγμή το έργο μου.
5. Ακολουθεί μια ερώτηση που δεν σταματάμε να τη θέτουμε. Όχι γιατί δεν έχουμε πάρει ολοκληρωμένες απαντήσεις (αντιθέτως μάλιστα), αλλά γιατί πραγματικά μας ενδιαφέρουν οι διαφορετικές απόψεις. Θεωρείτε ότι η σημερινή κοινωνικοοικονομική κρίση είναι συν τοις άλλοις και αποτέλεσμα της απουσίας της λογοτεχνίας (γενικότερα της πνευματικότητας) από τη συνείδηση των Ελλήνων; Θεωρείτε ότι ο Έλληνας διαβάζει;
Θα σας πω με μία δόση σκληρότητας πως στη σύγχρονη πραγματικότητα μας, «πεθαίνουμε σαν χώρα», αλλά με ποιο τρόπο πεθαίνουμε; Στην περίπτωσή μας το αίτιο με το αιτιατό συγκρούονται. Η οικονομική κρίση θα μπορούσε να βοηθήσει και να διορθώσει κάπως την κατάσταση της γενικής «αποπνευματοποίησης» της ζωής μας. Μα η αναγκαστική επιλογή δεν αποτελεί αληθινή στάση ζωής. Κανείς δεν είναι δυνατόν να σπρώξει τον άλλον σε πνευματικές και ωφέλιμες ενασχολήσεις, αν δεν το νιώσει ως πρωταρχική ανάγκη του. Επειδή βιώνουμε τις επιπτώσεις ενός υπέρμετρου «καταναλωτισμού», δεν σημαίνει πως αμέσως θα κεραυνοβοληθούμε και θα αρχίσουμε να διαβάζουμε σωρηδόν βιβλία!
Αν το βιβλίο κέρδιζε ένα μεγάλο μέρος της κατανάλωσης των Ελλήνων, σήμερα τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Πώς να εξηγήσουμε ότι είμαστε η μοναδική χώρα στην υφήλιο με το μεγαλύτερο αριθμό αθλητικών εφημερίδων. Δεν είμαι κατά του αθλητισμού, κρατώ όμως μια ιδιαίτερα επικριτική στάση απέναντι στην υπόθαλψη του φανατισμού μεταξύ των αντίπαλων ομάδων. Για να γεμίσουμε τις σελίδες του εντύπου φλυαρούμε ανούσια.
Δεν δώσαμε τον απαραίτητο χώρο στη λογοτεχνία και τώρα το πληρώνουμε καθημερινά με το γκρέμισμα των πάντων. Δεν είχαμε προαισθανθεί τις «δονήσεις» από καιρό ως νοήμονες και υπεύθυνοι άνθρωποι και φτάσαμε στο σημείο το λειτούργημα του λογοτέχνη και του διανοούμενου να το θεωρούμε πάρεργο και να προσδιορίζουμε τους εργάτες του λόγου με αρνητικές έννοιες και λέξεις. Ακούγεται συχνά σε συζητήσεις πολλών ανάλογοι χαρακτηρισμοί «αιθεροβάμονες ή φευγάτοι ονειροπόλοι».
Δικαίωμα του κάθε λογοτέχνη είναι να χαράζει έναν τελείως ξεχωριστό δρόμο και να επενδύει σε πολλά όνειρα και οράματα, κάτι όμως που απαιτεί αρκετές θυσίες που δεν υποπίπτουν στην αντίληψη των «ανθρώπων-καταναλωτικών μηχανών».
6. Υπάρχει κάτι που να σας εμπνέει; Να είναι δηλαδή η κινητήριος δύναμη που κινεί την πένα σας; Αν ναι τι είναι αυτό;
Σε αυτό το ερώτημα –νομίζω- πως έχω απαντήσει ήδη κατά ένα μεγάλο μέρος, με ό,τι ανέφερα σχετικά με τον έρωτα. Αλλά θα συμπληρώσω πως η «φωτιά της πένας» κατά κύριο λόγο φουντώνει από μία πνευματική και ασώματη μούσα. Η μούσα που αγγίζει με τρυφερότητα και ερωτισμό το χαρτί και μ’ αυτό το θώπευμά της σπάει τη σιωπή και ρίχνει στο χαρτί την ουράνια μελωδία της.
Πιστεύω πως λίγο ή πολύ όλοι οι δημιουργοί υπογράφουν μια ποινική ρήτρα με αυστηρούς όρους τήρησης: το όνειρο, την πίστη, την ελπίδα. Έτσι μπαίνει σε κίνηση ένας σύνδεσμος ασταμάτητων αναζητήσεων, μ’ επίκεντρο τον άνθρωπο που υποφέρει και ο πόνος του αυτός καταλαγιάζει όταν πέσει σωτήριο βάλσαμο το θετικό φορτίο της ψυχής. Εκείνο αντιστέκεται στην κόλαση μιας στεγανοποιημένης ζωής, στις απογοητεύσεις, στις διαψεύσεις και στο θάνατο. Εκεί ακριβώς πρέπει να κατευθύνονται τα βέλη του ποιητή, που ως δεινός σκοπευτής σημαδεύει με τους στίχους του τα πυκνά σκοτάδια που κρύβουν τον ήλιο.
7. Μια δύσκολη ερώτηση. Πείτε μας εκείνον τον ποιητή τον οποίο θα χαρακτηρίζατε ως τον αγαπημένο σας; Πείτε μας ένα στίχο ποιήματος τον οποίο θα μπορούσατε να στιγματίσετε για μια ολόκληρη ζωή πάνω σας; Δεν είναι απαραίτητο να είναι στίχος από τον ποιητή που θα αναφέρετε.
Πραγματικά, μόλις μου κάνατε μία δύσκολη ερώτηση, μα θα σας απαντήσω ειλικρινά. Μπορώ να σας δώσω πολλούς διάσπαρτους στίχους μεγάλων και παλιών ποιητών, που εμείς οι «μικροί, ερασιτέχνες, εραστές της ποίησης» θα είναι καλό να τους έχουμε δίπλα μας ως ιερό ευαγγέλιο, για να ανατρέχουμε σ’ αυτούς κάθε στιγμή. Και δεν σας κρύβω πως πολλοί από αυτούς έγιναν οι σανίδες σωτηρίας μου σ’ ένα ναυαγισμένο εαυτό στη θάλασσα της ποίησης, όταν πρωτοξεκινούσα με άτεχνα καραβάκια-ποιήματα που δύσκολα εύρισκαν τόπο προορισμού. Κι εκείνοι έψαχναν εναγώνια στεριά, καθώς τα κύματα τούς ταλάνιζαν εδώ κι εκεί, μέχρι να βρουν επιτέλους άξιο του νου τιμονιέρη.
Όταν άρχισε να ωριμάζει η γραφή μου, τότε το ταξίδι γινόταν όλο και πιο συναρπαστικό κι άκουγα στην πορεία μου ποιητές-σειρήνες, που πήγαιναν να με παρασύρουν με τους στίχους τους και τις επιρροές τους. Πρώτα-πρώτα άκουσα τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη· μου άρεσαν πολύ και οι δυο τους αλλά με πίκραναν. Ύστερα είπα να πάω πιο πέρα, εκεί όπου ο Ελύτης παίδευε τον ήλιο πάνω στ’ αλμυρισμένα βράχια του Αιγαίου. Έφτασα να πλησιάσω το φθαρμένο και ματωμένο αμπέχονο του «Χαμένου Ανθυπολοχαγού της Αλβανίας», για να το κρατήσω σαν φυλαχτό. Σταμάτησα για λίγο στη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου, για να συγκινηθώ από την Ελλάδα του απλού λαού. Άγγιξα ακόμη και τα τοπία του Τάσου Λειβαδίτη που έσταζε μέλι και γλύκαινε την ύπαρξη με τον έρωτα. Άκουσα και τη συγκινημένη φωνή του Σεφέρη στο ποίημά του «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα». Και τελικά ανατρίχιασα από τα καρφώματα των λέξεων στο ποίημα «Ποιητική» του Μανώλη Αναγνωστάκη, ο οποίος αν και δεν είναι ο αγαπημένος μου ποιητής, ωστόσο ακόμη δεν ξεθώριασαν από τη μνήμη μου οι ακόλουθοι στίχοι του: «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / να μην τις παίρνει ο άνεμος».
Κοινώνησα τα παιχνίδια των Γάλλων σουρεαλιστών και κάποιοι ρομαντικοί με συνεπήρανε για λίγο διάστημα. Μα εκεί βρήκα βουβό και μελαγχολικό τοπίο και είπα να προχωρήσω στο σημείο όπου η ελπίδα, σαν κυματοθραύστης της διάψευσης, ερωτοτροπούσε με τον αφρό των ονείρων και πετούσε λάσο στο βιαστικό ήλιο, για να τον φέρει κοντά της στην καρποφόρα «γη της ποίησης», που δεν αντέχει την ψυχική παγωνιά.
8. Πιστεύετε ότι τελικά η ποίηση χρειάζεται ταλέντο για να γραφτεί ή υπάρχουν κι άλλες προϋποθέσεις. Έχουμε την εντύπωση ότι οι ταλαντούχοι ποιητές έγιναν διάσημοι για λίγο, ενώ εκείνοι οι ποιητές που έβαλαν όλα τους τα συναισθήματα στο χαρτί έμειναν σχεδόν αθάνατοι. Ποια η άποψη σας;
Πρώτα-πρώτα απαιτείται ταλέντο μαζί με αγάπη για ένα συνεχώς υπό διαμόρφωση αντικείμενο. Αυτό μεταφράζεται σε σκληρή δουλειά και αφιέρωση χρόνου, ώστε να γίνουν ποικίλοι πειραματισμοί μέχρι να καταλήξουμε τι ακριβώς είναι αυτό που αποδίδει στην έκφραση.
Ποιος όμως είναι ο μηχανισμός που καθορίζει την ευοίωνη πορεία ενός ποιητή; Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το αν καταφέρεις να ενώσεις το προσωπικό σου όραμα μ’ ένα ευρύτερο, κοινωνικό, εθνικό, θρησκευτικό ή ιδεολογικό όραμα. Κυρίως χρειάζονται δυνατά μηνύματα που αν δεν καταφέρεις να τα μεταδώσεις, περνάς απαρατήρητος. Υπάρχουν οι συγκυρίες κάποιας εποχής που άλλοτε δεν ευνοούν και άλλοτε συμβάλλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση των ποιητών και την ανάδειξή τους.
Θεωρώ πως σήμερα βαδίζουμε σ’ αυτή τη συγκυρία της ευνοϊκής εποχής για τους ποιητές, αλλά της δοκιμαζόμενης για την κοινωνία: δύσκολοι καιροί, επαναπροσδιορισμός αξιών ατόμων και κοινωνίας, οικονομική κρίση, γενική απόγνωση κι απελπισία. Οι ποιητές θα ενώσουν τις φωνές τους και θ’ ακουστούν δυνατά και με αντίλαλο σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρωπότητας. Θα δώσουν λύσεις, γιατί αυτό απαιτεί κι η κοινωνία. Η ίδια θα εξασκήσει πίεση σε αυτούς, τους παραγκωνισμένους εκφραστές της, που έπεσαν στην αφάνεια μετά από την αποχώρηση των νομπελιστών ποιητών. Θα διαπιστώσει όψιμα πως οι ποιητές αποτελούν μια υγιής κοινωνική ομάδα και ότι το πρότυπο του ποιητή με το μούσι και την πίπα έχει ξεπεραστεί. Η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στη σκέψη και στην ευαισθησία. Κι έτσι οι στίχοι τους θα βγουν προς τα έξω, θα έχουν ανταπόκριση, «ξεθάβοντας» τα όνειρα όλης της οικουμένης. Αυτό είναι και το μυστικό της αθανασίας.
Όμως αν δεν αφεθείς ποτέ στο παιχνίδι, αν δεν σχίσεις χαρτιά, παρόλο που οι στίχοι σου κυλάνε σαν γάργαρο νερό, πώς θα προσεγγίσεις το άφταστο τέλειο και θα ενθουσιάσεις τους αναγνώστες σου; Η άποψή μου είναι ότι οι αληθινά «μεγάλοι» ποιητές δεν τυχαίνουν αναγνώρισης σ’ αυτή τη ζωή. Το βάθος της ποίησης που αντιπροσωπεύει κάθε δημιουργός, χρειάζεται πολύ χρόνο για να εκτιμηθεί σφαιρικά. Απαιτεί όμως και ευαίσθητους κριτές με αγάπη για το δημιουργό και τα ποιήματα, για να ξεχωρίσουν αυτά που γράφονται στα βράχια απ’ όσα γράφονται στην άμμο.
Οι μεταγενέστεροι θα μας κρίνουν, αυτοί θα είναι οι κριτές μας. Εμείς, το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να έχουμε σκυμμένο το κεφάλι στο χαρτί ή στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, με ταπεινότητα και αφοσίωση να επενδύουμε τους κόπους μας στη διάσωση και προβολή της ποίησης!
9. Γνωρίζουμε ότι έχετε βραβευθεί σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και ότι έχετε γράψει περισσότερα από 300 ποιήματα. Υπάρχει κάποιο βραβείο ή κάποιο ποίημα που ξεχωρίσατε περισσότερο;
Υπάρχουν ποιήματα μου που έχουν τύχει πολλών σε αριθμό διακρίσεων από κάποιους έγκριτους και αξιόλογους φορείς. Δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω κάποιο ποίημα, γιατί το καθένα γράφτηκε κάτω από διαφορετικές ψυχολογικές συνθήκες και συναισθηματικές φορτίσεις. Πιστεύω πως η αφηγηματικότητα στην ποιητική γραφή που με διακρίνει και η σύνθεση μεγάλων σε έκταση ποιημάτων, μου έχουν στερήσει κάποιο σημαντικό βραβείο μέχρι τώρα. Αντίθετα, στον πεζό λόγο έχει εκτιμηθεί περισσότερο η πορεία μου: Β΄ Βραβείο νουβέλας από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών το 2010, τον μοναδικό Έπαινο στο διαγωνισμό Πεζογραφίας του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» πάλι το 2010, με το παιδικό βιβλίο: «Το νησί και το αθάνατο νερό» -ανέκδοτο τότε- το οποίο και βάλατε στο διαγωνισμό του ιστολογίου σας. Υπάρχουν και αρκετά βραβεία σε διηγήματα, με ειδικές απαιτήσεις, όπως λαογραφικά αλλά και κοινωνικοπολιτικά. Πάντως, η αντιμετώπιση του έργου μου από τους φίλους και αναγνώστες μου είναι πολύ θετική κι ενθουσιώδης και αυτό αποτελεί για μένα την πιο σημαντική αναγνώριση, ακόμη και από την απονομή κάποιας περγαμηνής.
Ίσως η τάση όλης της κοινωνίας προς την αποσπασματικότητα και τη συμπύκνωση των νοημάτων έχει οδηγήσει στο να κρίνεται ευνοϊκά κάποια μινιμαλιστική προσέγγιση της ποίησης, με αφαιρετικούς προσανατολισμούς και αυτό ίσως να θεωρείται από τους περισσότερους μοντέρνα ποίηση. Η ποίηση-καλλιγραφία ίσως να έχει χάσει τη δόξα της και αντιμετωπίζεται αρνητικά ως «παλιομοδίτικη». Το σωστό όμως είναι, ο κάθε ποιητής να επιδίδεται σε ό,τι ακριβώς τον εκφράζει και ν’ ανοίγει δρόμους στην έκφραση, ανεξάρτητα από τους προσανατολισμούς της κοινωνίας και τις προτιμήσεις των κριτικών.
10. Κύριε Ζαράρη, πέρα από την αγάπη σας για τη λογοτεχνία και τη συγγραφή έχετε και μια αδυναμία προς την μελέτη της φιλοσοφίας. Πιστεύετε ότι η σύγχρονη Ελλάδα (ας πούμε από το ’70 μέχρι σήμερα) έχει να δείξει φιλοσόφους- στοχαστές; Κι αν ναι, μπορείτε να μας αναφέρετε κάποια ονόματα;
Υπάρχει μια προσωπική στάση για διερεύνηση θεμάτων πέραν της επιφανείας κι ένα ευαίσθητο αισθητήριο προς τα προαιώνια ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις. Κυρίως με απασχολούν οι διάφορες σχολές που χάραξαν κατευθυντήριες γραμμές προς την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά χωρίς να σχετίζομαι με κάποια από αυτές και να ενστερνίζομαι τις οπτικές της, κάτι το οποίο αποτελεί και περιοριστικό όρο για τα μεγάλα τινάγματα της σκέψης. Μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο γιατί σχετίζονται με την περιπέτεια του πνεύματος και την αγωνία του ανθρώπου να τις μεταχειριστεί για τη βελτίωση της ζωής του.
Πέρα από τους Αρχαίους Έλληνες Φιλοσόφους, δεν έχουμε να επιδείξουμε τίποτα. Η ανάμειξη των φιλοσοφικών ιδεών τους με πρώιμα χριστιανικά στοιχεία, ακόμη από την εποχή του Σωκράτη που εισήγαγε τα «καινά δαιμόνια» -όπως τον κατηγόρησαν- γονιμοποίησε καινούργια πεδία, φτάνοντας μέχρι τον νεοπλατωνισμό.
Η Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία έχει τις ρίζες της αναμφίβολα στην Αρχαία Ελληνική Σκέψη και περιστρέφεται γύρω από αυτή, χωρίς αυτό ν’ αποτελεί προγονοπληξία. Όμως πρέπει να αναρωτηθούμε για τη σύγχρονη απαξίωση των Ελλήνων που επιχειρείται με ποικίλες μηχανεύσεις από τα οικονομικά και τοκογλυφικά κέντρα της Ευρώπης, αλλά και όλου του κόσμου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αχαριστία από μέρους των Ευρωπαίων προς εμάς, τους απογόνους εκείνων που δημιούργησαν το σπουδαιότερο φυτώριο ιδεών και μεταλαμπάδευσαν το πνεύμα τους για να ωφεληθούν οι πάντες. Πολύ εύστοχα παρουσίασε το θέμα αυτό ο Γερμανός Νομπελίστας Λογοτέχνης Γκίντερ Γκρας στο ποίημα που συνέθεσε: «Η Ντροπή της Ευρώπης».
Έτσι η σύγχρονη «αφορισμένη» Ελλάδα που «καταράστηκε η Ευρώπη», δεν είναι άλλη από την Ελλάδα του πνεύματος που οι συμφεροντολόγοι και κοντόφθαλμοι πολιτικοί της Ευρώπης αρνούνται πεισματικά να δουν. Μας σπρώχνουν να πίνουμε καθημερινά το κώνειο από τα χέρια τους και γινόμαστε σύγχρονοι «Σωκράτες».
11. Θεωρείτε πως υπάρχουν σήμερα στη χώρα μας μεγάλοι συγγραφείς- ποιητές οι οποίοι δεν είναι γνωστοί;
Δεν μπορούμε να πούμε ότι σήμερα υπάρχουν μεγάλοι συγγραφείς – ποιητές, επειδή χρειαζόμαστε μία διαρκή παρουσία του έργου τους σε βάθος χρόνου, για να πούμε με σιγουριά κάτι τέτοιο. Οι καινούργιες γενιές λογοτεχνών δεν έχουν ωριμάσει πλήρως ώστε ν’ αποτελέσει το έργο τους μέτρο σύγκρισης με το έργο των περασμένων γενιών. Υπάρχουν αναμφισβήτητα πολλές ελπιδοφόρες φωνές που δεν μπορούμε ακόμη να προβλέψουμε το μέλλον τους, παρόλο που έχουν δώσει μέχρι τώρα αξιόλογα δείγματα γραφής.
Το μεγάλο μέσο για να γίνει γνωστός κάποιος είναι η γλώσσα στην οποία γράφει. Αν δεν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ γνωστός εντός αλλά και εκτός συνόρων. Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό αναγνωστών είναι αυτοί που συγχρόνως γράφουν. Η ελληνική γλώσσα από τη στιγμή που δεν κατάφερε να γίνει διεθνής, μετατράπηκε η ίδια σε μειονέκτημα για την προβολή όσων τη μεταχειρίζονται. Η πλαστικότητά της όμως δεν συγκρίνεται με καμία άλλη και δεν αποτελεί συμβατική, μα εννοιολογική γλώσσα, αποδίδοντας την κάθε λέξη με το απόλυτο νόημα της.
Προτιμώ να είμαι άσημος σε μία μικρή χώρα και να γράφω σε μία υπέροχη γλώσσα, παρά γνωστός και πικραμένος που χρησιμοποιώ μία δανεική, αν και αυτό δύσκολο λέγεται όταν αναλογιστούμε πόσες χιλιάδες λέξεις δικές μας έχουν δανειστεί οι σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Πάντως πέρα απ’ αυτή τη «σκόπελο» της γλώσσας, οι νέοι δημιουργοί σήμερα αντιμετωπίζουν ευνοϊκότερες συνθήκες προβολής, μέσω του διαδικτύου, το οποίο παρέχει και μία αίσθηση άμεσης επικοινωνίας μεταξύ συγγραφέων και αναγνωστών. Και αυτό το έχω βιώσει προσωπικά, με την ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνική ιστοσελίδα: «Παράθυρο στα όνειρα», την οποία και διαχειρίζομαι.
12. Τι μπορεί να δώσει η ποίηση και γενικότερα η λογοτεχνία στη σύγχρονη κοινωνία;
Θα απαντήσω συνοπτικά αν και αυτό το ερώτημα καλύπτεται από τις προηγούμενες απαντήσεις μου. Η ποίηση και η λογοτεχνία δίνουν καθημερινά τις απαραίτητες ανάσες, με την καλλιτεχνική μετάπλαση της πραγματικότητας και ως εκ τούτου δοκιμάζουν ορισμένα ατομικά και συλλογικά οράματα στη φανταστική εκδοχή τους, πριν γίνουν αποδεχτά και εφαρμοστούν στις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες.
Η σύγχρονη κοινωνία έχει απόλυτη ανάγκη την ποίηση και γενικά τη λογοτεχνία. Η ίδια θα καταστεί εύφορος τόπος για να βλαστήσει το ξεχασμένο λουλούδι της ποίησης, το οποίο ανθίζει κυρίως σε δύσκολες περιόδους κρίσεων και σκορπάει υπέροχες μυρωδιές γύρω του.
13. Θεός; Ποια η φιλοσοφίας σας ή τα πιστεύω σας γύρω από αυτή την τόσο μεγάλη και αμφιλεγόμενη έννοια;
Θεός είναι το αντίστοιχο του Έρωτα, μα με την υπερβατική του έννοια. Έρωτας για την ανώτερη δύναμη που «όλα σοφά εποίησε» και συνειδητοποίηση πως η επίδρασή του καθορίζει τις ζωές μας, αναπτύσσει και βελτιώνει. Ο Θεός που προσπαθούμε ν’ αγγίξουμε με κάθε τρόπο και να κατανοήσουμε τις ενέργειές του, παρόλο που βρίσκεται σε ασφαλή απόσταση από τη γη. Ο «μικρός Θεός» που ανακαλύπτουμε μέσα στην ψυχή μας, στα σπλάχνα μας και που καίει ασίγαστα τη φλόγα της δημιουργίας, της δύναμης, της συμπόνιας και της αγάπης προς όλους τους κακοπαθούντες συνανθρώπους μας. Ο Θεός που μας κάνει να εκπλαγούμε με τον ίδιο μας τον εαυτό για τις αρετές που είχαμε κρυμμένες και δεν τις εξωτερικεύαμε.
14. Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να πείτε στους Έλληνες που σήμερα δοκιμάζονται;
Σαν λαός πρέπει να ωριμάσουμε, όμως η γνώση είναι καρπός που αποκτιέται με θυσίες. Δεν εννοώ βέβαια τις θυσίες που απαιτεί το Δ. Ν. Τ. από τους Έλληνες, γιατί αυτές είναι εκ προοιμίου σίγουρο πως δεν θα φέρουν τα αποτελέσματα που προσδοκάμε όλοι μας. Θυσίες χωρίς όραμα δεν υφίστανται. Το να πιστεύεις όμως πως θα φέρεις έναν λαό σε απελπισία για να τον υποτάξεις, αφαιρώντας το χρήμα του, αποτελεί μεγάλη επιπολαιότητα από μέρους σου. Δεν θα πω πως υπάρχει ένα ύπουλο σχέδιο πίσω από τις προθέσεις των Ευρωπαίων ηγετών που κάνουν τα χατίρια των τραπεζιτών, θα πω πως η συμπεριφορά τους είναι επικίνδυνη και κάποια στιγμή η ιστορία θα τους περιγράψει με τα χειρότερα λόγια και θα τους ποδοπατήσει ο λαός και το πνεύμα που έχει χρέος πάντα να επιβάλλεται στην ύλη.
Πρέπει να καταργήσουμε πρώτα το καθεστώς των ευνοημένων και διεφθαρμένων πολιτικών, να γκρεμίσουμε το παλιό και νέες μορφές πολιτικής να προκύψουν, με βάση το σωστό και το δίκαιο. Γιατί η σημερινή δημοκρατία υπάρχει μόνο στα χαρτιά και είναι ένα φάντασμα που κυνηγάει τη σκιά του μέσα στα ερείπια της Ελλάδας. Και αυτά τα ερείπια για να ανορθωθούν, ξέρετε ποιοι θα συνεισφέρουν πάλι; Φυσικά οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, ούτε λόγος να επιστρέψουν τα χρήματα όσοι τα υπεξαίρεσαν παράνομα από το κράτος.
15. Λίγο πριν το τέλος θα ήθελα να σας ρωτήσω αν έχετε κάτι «στα σκαριά» για το μέλλον; Ετοιμάζετε κάτι;
Υπάρχουν ιδέες που άλλοτε παίρνουν μορφή και σχήμα και άλλοτε στραβοπατούν συναντώντας διάφορα εμπόδια στο δρόμο για την πραγμάτωσή τους. Το θέμα του χρόνου πάντοτε πιέζει, λόγω του βιοπορισμού και της οικογένειας που χρειάζεται πάντα την προσοχή σου. Δύο μικρά παιδιά που δεν ξέρουμε σε τι κόσμο θα ζήσουν στο μέλλον. Παρόλα αυτά ο αγώνας της έκφρασης και της γραφής συνεχίζεται και προσφάτως ολοκλήρωσα ένα ακόμη παιδικό μυθιστόρημα, με θέμα αυτή τη φορά την προϊστορία.
16. Όπως και στις προηγούμενες συνεντεύξεις μας θα επιχειρήσουμε να αφήσουμε μια γλυκιά γεύση στο τέλος όπως ακριβώς δηλαδή ξεκίνησε. Ποιον στίχο από ποίημα σας θα αφιερώνατε στο αναγνωστικό κοινό του «Ποίηση και λογοτεχνία».
Θα σας αφιερώσω δύο στίχους από ένα από τα τελευταία ποιήματα που έγραψα, με τίτλο: «Το πρόσωπο του χρόνου», αφού όλοι μας είμαστε δέσμιοι του χρόνου και ως θνητοί απευχόμαστε κάθε απόδειξη της παντοδυναμίας του, με τα σημάδια που αφήνει στο σώμα μας:
«Πότε θα νιώσεις της ευτυχίας το άγγιγμα,
και το μερτικό σου από την αιωνιότητα θα έχεις πάρει;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου