Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Τρία ποιήματα από το Νίκο Κυριακίδη

ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ


Των ακατέργαστων διαμαντιών η μητέρα,
το πάει για ύπνο.
Ασβεστωμένη γειτονιά για τον τρανταχτό.
‘’Στην υγειά και στη μνήμη των αγριμιών που καλπάζουνε,
σε κήπους περιφραγμένους’’
Τα παιδιά , οι έφηβοι, εκεί
Σοβαροί όλοι -λίγο σφιγμένοι.
Ένας ξεμάκρυνε για ν΄ αυνανιστεί στα χόρτα:
 Η σπονδή του
Από το ξενοδοχείο το τρανταχτό καμάρι
μίλησε στη μάνα του, παραπονέθηκε :
‘’Με βάζουν να τρώω όλο το πρωινό
χάνω τη μέρα, έτσι’’
Μετά, η μητέρα των ακατέργαστων διαμαντιών
έκατσε στη θέσης της μάνας του.
Όταν πάει ταξίδι αγαπημένος
πονάει το φευγιό..... δεν προσκυνήθηκε ποτέ από κάποιον.
Τον βλέπαν έτσι, ‘’τρανταχτέ’’ λέγαν.
Οι κοπέλες της γειτονιάς στη σειρά
Βαμμένες σαν πουτάνες όλες και σιωπηλές.
Τόσος σεβασμός:
‘’Έτσι, δεν θα τον ερεθίζαμε ποτέ’’
Μετά κατέβηκε ένα κόκκινο μπαλόνι και των ακατέργαστων διαμαντιών η μητέρα,
το κατάπιε
Μετά απογειώθηκε...... μέσα της, πολύς αέρας βλέπεις
Πετάει τώρα από πάνω μας
Πάνω απ’ την πλατεία μας , όχι την εκκλησία πιο πέρα
Κρατάει κάτι.
Είναι και πολύ ψηλά να δεις
Ο καπετάνιος πού ’ρθε καθυστερημένος, το βλέπει :
‘’Είναι λίγο δενδρολίβανο, ένα παντελόνι, ένα γιλεκάκι’’
Μετά, ένας φαλακρός, μόνος  μέσα στο σπίτι του
θα ρίξει μια στροφή ζεϊμπέκικο.
Του μικρού.



ΣΤΟ ΡΥΘΜΟ ΤΟΥ ΠΝΙΓΜΟΥ


Θα σου πω πως όταν κάποιος τρελαθεί (αληθινά όμως)
Φοβερίζει τον οίκτο των πολλών
Φεύγει για πολύμορφα παραμύθια που τα παίζει μέχρι τέλους
Σταματάει-
Χαιρετάει τον εαυτό του
Αγαπάει μια νεκρή κοπέλα
Του αρέσουν τα λεωφορεία τα βράδια
Ανάβει ηλεκτρικό τα πρωινά
Γίνεται λιχούδης σαν αρκουδάκι
Φωνάζει σαν άνθρωπος
Τρομοκρατεί τους απέναντι
Δεν μπαίνει σε κανέναν μέσα,
στο σπίτι, στη σκέψη, στο σώμα του
Ακουμπάει και λατρεύει τις λείες επιφάνειες που χαϊδεύουν
Κινείται σαν χορεύοντας στη λίμνη του πόνου
Στα εκλογικά κέντρα γελάει που όλοι του χαμογελούν
Στις καβάντζες ψάχνει για γυναικεία υγρά, νωπά
Τα παιδιά τα βαριέται και τα λατρεύει
-όχι δεν χαϊδεύει κανένα-
Στη μάνα του λέει ψέματα πως πήρε όλα τα χάπια
Έχει εμμονή με την ώρα.
Μη φύγει η τρέλα
Και μείνει πάλι μόνος.



ΚΑΠΟΥ ΠΙΟ ΠΕΡΑ

Ποιος να είναι ξύπνιος στο χωριό των μόνων;
Μάλλον τούς πήρε ο ύπνος
Τους πήρε όπως τα τελευταία παιδιά τους τα μικρά
-αγέννητα και γεννημένα-
χρόνια πριν.
Άλλαξαν τις συνήθειες καιρό τώρα:
Ο παπάς με την εκκλησία ολόκληρη,
τους επισκέπτεται έναν-έναν, κάθε Κυριακή.
Η μικρή χαμογελαστή κοπέλα,
δείχνει άφοβα τα κουφάρια των δοντιών της.
Έρωτες πλέκονται συχνά-μα με κουβέντες μόνο
Κανένα σώμα δεν θέλει να χάσει την αυθυπαρξία του.
Ο πιο μικρός πηγαίνει στην πόλη,
να φέρει και να πει σ’ όλους τα νέα.
Οι πιο πολλοί βέβαια δεν ακούνε τα νέα:
Είναι ο μικρός παραστατικός και γουρλώνει τα μάτια σαν μιλάει
Είναι κι η ευκαιρία-η μόνη-να βρεθούν όλοι μαζί:
Οι μόνοι.
Αγαπούν πολύ το φωτογράφο στο χωριό
Έτσι που φυλακίζει τη μορφή, ενώ περνούν τα χρόνια.
Πάνε πολλά χρόνια που ένας γέροντας
-νεκρός από τότε-
είχε πει πως τα ζωντανά πλάι στους ανθρώπους,
είναι γρουσουζιά.
Δεν βλέπεις σκύλο γάτα κότα κατσίκι
Άλλωστε όλοι τρώνε περίεργες ώρες
Περίεργα πράγματα
Και λίγο......
Μόνοι
Λιπόσαρκοι
Ολιγαρκείς
Λιγότεροι μέρα τη μέρα
Ήρεμο-θαρρείς ακίνητο-χωριό
Σαν φτιαγμένο από αγγέλους της τρέλας.

Νίκος Κυριακίδης

1 σχόλιο:

  1. κ. Ζαράρη με έχετε τιμήσει- και με τιμάτε πολύ συχνά -με τη φιλοξενία σας, στο απόλυτα αληθινό αυτό προαύλιο ανταλλαγής, κραυγών.ψιθύρων.σιωπής..
    Ευχαριστώ ιδιαίτερα, γιατί πρόκειται για ζεστή φιλοξενία από κάποιον τόσο σημαντικό άνθρωπο του γραψίματος και της αναζήτησης, όπως εσείς.
    Νίκος

    ΑπάντησηΔιαγραφή