Η ποιήτρια και ζωγράφος Νίκη Βλάχου προχώρησε σε μία έκδοση, που από αισθητικής απόψεως φανερώνει την αδιάκοπη συνεργασία των δύο ευγενών τεχνών (ποίησης και ζωγραφικής) και την ανταλλαγή γόνιμων στοιχείων ανάμεσά τους. Το μεγάλου σχήματος βιβλίο που μοιάζει με λεύκωμα, προσελκύει τον αναγνώστη που διψάει για ποιοτικές και καθόλου συνηθισμένες εκδοτικές απόπειρες.
Η επιλογή του τίτλου της σύνθεσης κρίνεται επιτυχημένη και εκφράζει απόλυτα τις απόψεις της καλλιτέχνιδας για την ποίηση ως ενός σοφού κατασκευάσματος, παρόμοιου με το σύμπαν στην τάξη και τις λεπτομέρειες, όπου τα άστρα (οι στίχοι) διαπερνούνε πρόσωπα, καταστάσεις, τα μύχια της ψυχής, λάμποντας με την ομορφιά της ύπαρξης τους· καθρέφτες μιας γήινης ζωής που επιδιώκουν συνεχώς τον έρωτα για να δώσουν νόημα και χρώμα σε ανθρώπους που υποφέρουν.
Η ποιήτρια και ζωγράφος ισορροπεί πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί και φωνάζει για ν’ ακουστεί παντού:
«Εδώ είμαι
στο κέλυφος του φεγγαριού
στους βολβούς του σκοταδιού
μες στις πληγές του σύμπαντος».
Κι όταν εκείνη βρίσκεται μέσα σε μία βάρκα πάνω στη θάλασσα την ακύμαντη, μαγεμένη από το θέαμα που αντικρίζει και που κινητοποιεί τους συλλογισμούς της, γράφει:
«Μες σε υπόθερμη
ακτίνα ήλιου,
το ταξίδι των χεριών σου
σέρνεται αχόρταγα
στον κήπο
με τα μισόκλειστα ρόδα
που να τώρα βγάζουν
αγκάθια…».
Έχουμε να κάνουμε με μία ποιητική πνοή που δίνει ώθηση στην έκφραση, σχηματίζοντας όμορφες εικόνες. Έκφραση η οποία μέσα στη σύντομη αυτοτέλεια των ποιημάτων, δίνει σημαντικούς οδοδείχτες αποτυπώνοντας αξιόλογα ψυχικά τοπία, που καταξιώνουν τη Νίκη Βλάχου ως ικανή χειρίστρια του ποιητικού λόγου.
Η αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου: «Σε Κάποιον Έρωτα Τυφλό Και Έμμονο» αρκεί για να μας αποκαλύψει την πηγή της έμπνευσης, κάποιο πρόσωπο ιδεατό και ανεκτίμητο, το οποίο εμφανίζεται πρωταγωνιστικά σε όλα τα ποιήματα, πομπός ωφέλιμων ή δυσάρεστων συναισθημάτων που η ποιήτρια τα εισπράττει και τα επεξεργάζεται νοητικά και ψυχικά.
Οι κατασταλαγμένες και πικρές διαπιστώσεις διατρέχουν σαν επίμονες σκιές τα ποιήματα και τους πίνακές της και αποτελούν συνηθισμένο μοτίβο, επιβαρύνοντας την ψυχή με θλίψη, ενώ οι λυτρωτικές προσπάθειες αποτυγχάνουν:
«Τυραννικές φωνές της νύχτας
θα βυθίζονται
σ’ απύθμενες διαδρομές
σ’ αδάκρυτες τερματώσεις».
Αν και η εικόνα της ημίγυμνης γυναίκας έχει κάτι το γοητευτικό, ωστόσο είναι τόσο σύντομο εκείνο το αίσθημα της επαναφοράς της τάξης, που πολλές φορές μας κάνει να σκεφτόμαστε πως οι ερωτικές στιγμές δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διασάλευση του σύμπαντος και των αιώνιων φυσικών νόμων του:
«Αλησμόνητη βραδιά
σαν τιράντα φουστανιού γυναίκας
που όλο πέφτει.
Και είναι
ο τρόπος του μαζέματος που εξάπτει.
Όλα μπαίνουν στη θέση τους
στην τροχιά τους.
Αλησμόνητη γυναίκα
σε τιράντα σκέψης να πνίγεται».
Υπάρχουν αρκετοί στίχοι, όπου η δημιουργός αφήνεται σε αισθησιακές αναπολήσεις και ανακαλεί στη μνήμη της περασμένες στιγμές ευτυχίας ή πλάθει με τη φαντασία της καλύτερες συνθήκες για τον έρωτά της:
«Να ’σαι σε ορχηστρικές μεσουρανήσεις…
φυγαδεύοντας πουλιά
που με τα στήθη τους
στήνουν τραγούδι
με το πικάντικο φεγγάρι.
Ήχοι φτερουγισμάτων στη μίζερη καρδιά μου.
Σκιρτώ.
Ανάλαφρες συσπάσεις χειλιών,
μειδιάματα φιληδονίας».
Φτάνει σε ζοφερά συμπεράσματα με το γκρέμισμα του εσωτερικού κόσμου της, ενώ αναρωτιέται με πόνο:
«Κάθε πνοή δυσβάσταχτη.
Κάθε σκέψη αθώπευτη.
Κάθε στιγμή άραχλη.
Που είναι το αυτοσχέδιο
σφράγισμα
των χειλιών σου;
Το ανύποπτο βασάνισμα
των λόγων σου;
Και το μύχιο μυστήριο
των ματιών σου;
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ;».
Η Νίκη Βλάχου δίνει πλούσιες εικόνες για τον έρωτα παίζοντας με τις λέξεις, όπως στους ακόλουθους στίχους:
«Σαν εφιάλτης που σε ξυπνά ο έρωτας
μου έφυγε
και ζω
με τη λαχτάρα του ονείρου του.
Κι είναι φορές
που οι ανατολές με παίρνουν
και φορές
που τα μάτια μου γέρνουν».
«Αξεπέραστος ο έρωτας
τη θλίψη να μετρά.
Ανυπέρβατη η θλίψη
τον έρωτα να κρίνει.
Ο χειμώνας της νύχτας
η νύχτα της καρδιάς
μαύρη μπογιά
στο λυκαυγές να στάζει».
Η εικόνα των ματιών και του βλέμματος προσφέρει θαυμάσιες προσεγγίσεις:
«Έρχεται και φεύγει…
Λαξεύει
παλιές πληγές,
άνυδρα ναυάγια
μες στ’ άτονο νερό
μες σ’ ανταύγειες ματιών
καμωμένων
μ’ αμφίβολες ίριδες
κατάστικτες από έρωτα
απαραβίαστες από θυμό».
Μετά από μία προσεχτική ανάγνωση της ποιητικής και ζωγραφικής σύνθεσης: «Διάστικτη από άστρα» της Νίκης Βλάχου, αποκομίζουμε πολλά αντιθετικά συναισθήματα ενός έρωτα παρόντος ή απόντος, προσιτού ή μακρινού, που εξακολουθεί όμως να επηρεάζει τις καρδιές και τις ψυχές μέσω της μνήμης ή να εξωθεί σε φανταστικά ταξίδια ή ακόμη να πνίγει αφόρητα τα πρόσωπα με τη στέρησή του. Δεν αργεί όμως η στιγμή –παρ’ όλες τις δυσάρεστες επιρροές του- που εκείνος απεκδύεται τον μανδύα του βασανιστή ψυχών και παίρνει τον ουσιαστικότερο και αναγεννητικό του ρόλο μέσα στο «ποιητικό σύμπαν» της εξαίρετης ποιήτριας και ζωγράφου, η οποία και καταλήγει να δημιουργήσει το εγκώμιό του, με πηγαίους λυρικούς στίχους, αγνούς και αληθινούς:
«Τώρα μαθαίνω τα μυστικά των αγγέλων.
Φιλώ το χέρι του φωτός.
Αυτό αρκεί!
Φυτρώνει η αλήθεια, όπως κι η ζωή.
Αγρυπνά η αγάπη, όπως κι ο θάνατος».
Η ποιήτρια Νίκη Βλάχου, με άοκνη φιλανθρωπική και περιβαλλοντική δραστηριότητα, ως ζωγράφος που είναι ταυτόχρονα, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στο βιβλίο της διάφορα έντονα χρώματα για να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη. Όμως δεν επιχειρεί αυτή την εύκολη λύση, αλλά παλεύει στην ανάμειξη του μαύρου και του λευκού. Άλλωστε αυτό αποδεικνύει και τη χαρακτηριστική εμμονή της για κάποιον έρωτα, τον οποίο και αγωνιά να αποτυπώσει με μεγάλη ένταση τη στιγμή της γέννησης ενός συνεκτικού σύμπαντος και μιας εικονοπλαστικής ποίησης που αγγίζει σε βάθος τον αναγνώστη με την ποιότητά της, εξυψώνοντας την ίδια τη ζωή.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου