Στο επόμενο λεπτό κρατούσε
δυο νεκροκεφαλές
μιαν αποξηραμένη καρδιά
και δεν υπήρχε κανένα πεπρωμένο.
Φορούσε ένα σώμα του καπνού
μακριά στενά παντελόνια,
τα κούμπωνε ο άνεμος.
Φορούσε μικρά τρύπια καλτσάκια
τα τρώγαν τα σκληρά παπούτσια
-τα καρφιά τους, ιδίως-
δυο νεκροκεφαλές
μιαν αποξηραμένη καρδιά
και δεν υπήρχε κανένα πεπρωμένο.
Φορούσε ένα σώμα του καπνού
μακριά στενά παντελόνια,
τα κούμπωνε ο άνεμος.
Φορούσε μικρά τρύπια καλτσάκια
τα τρώγαν τα σκληρά παπούτσια
-τα καρφιά τους, ιδίως-
«Θα λύσουμε την παρεξήγηση».
Χειμωνιάτικος ήλιος να πεθαίνεις κοκκινισμένος
αρραβώνες να πεθαίνεις λησμονημένος.
Όμως δεν μιλάμε για νεκρούς
-αυτοί κόβουν βόλτες ανάμεσα σε παλιά κόκαλα και φλυαρίες-
Δεν χρωματίζουμε το σπίτι
άβαφο αστόλιστο μένει, εξόν
καμιά κορδέλα κόκκινη στη πόρτα, σα κλείσιμο ματιού.
Δεν προγραμματίζουμε να κοροϊδέψουμε την πείνα
την πείνα τη σέβεσαι:
τα άγια των αγίων.
Ο πόνος σαν σκιά είμαστε εμείς.
Το σώμα μας, μια γλώσσα τσαχπίνικα βγαλμένη όξω
ν’ απαντάει στις Γραφές.
Η ψευδαίσθηση...
ένας έρωτας που δεν υπήρξε παρά για μισή ώρα στο ρολόγι.
«Παναγιώτα σε 64 χρόνιαΧειμωνιάτικος ήλιος να πεθαίνεις κοκκινισμένος
αρραβώνες να πεθαίνεις λησμονημένος.
Όμως δεν μιλάμε για νεκρούς
-αυτοί κόβουν βόλτες ανάμεσα σε παλιά κόκαλα και φλυαρίες-
Δεν χρωματίζουμε το σπίτι
άβαφο αστόλιστο μένει, εξόν
καμιά κορδέλα κόκκινη στη πόρτα, σα κλείσιμο ματιού.
Δεν προγραμματίζουμε να κοροϊδέψουμε την πείνα
την πείνα τη σέβεσαι:
τα άγια των αγίων.
Ο πόνος σαν σκιά είμαστε εμείς.
Το σώμα μας, μια γλώσσα τσαχπίνικα βγαλμένη όξω
ν’ απαντάει στις Γραφές.
Η ψευδαίσθηση...
ένας έρωτας που δεν υπήρξε παρά για μισή ώρα στο ρολόγι.
θα σκοπεύσουν τον μικρό που τη γλίτωσε,
γράφ’ το κάπου.
Να μη βρεθεί στο κέντρο τέτοιες μέρες
να ’ναι κάπου αλλού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου