Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

«ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ» από την Αλκμήνη Κογγίδου

 

   Η ποίηση δεν είναι μόνον ένας παράγοντας πολιτισμού, αλλά και τρόπος προσέγγισης στην πραγματικότητα της ζωής. Με την ευαισθησία της ψυχής του ο ποιητής συλλαμβάνει τη λεπτομέρεια, η οποία συνιστά μέρος της πολυσχιδούς πραγματικότητας. Δια μέσω της λεπτομέρειας που είναι ο συνδετικός κρίκος και σημείο επαφής, ανακαλύπτει τη μυστική υπόσταση της ζωής η οποία αφορά τη σχέση με το όλον.

   Ο ποιητής ως γρηγορών διαδραματίζει την ασκητική του πορεία καθώς γίνεται μάρτυρας για την απόδειξη της πανανθρώπινης αγάπης.
Η εποχή που διανύουμε κλείνει τον κύκλο της. Πρότυπα και καταστάσεις του παρελθόντος έχουν χάσει τη μυθολογία τους. Αιώνες τώρα ο άνθρωπος διήλθε ως αγνοών και αγνοούμενος. Στη μακραίωνη πορεία του ανθρωπίνου δράματος η εξέλιξη  διαδραματίστηκε μέσα από την πάλη των αντιθέσεων του καλού και του κακού. Ο  νόμος, που κατά ένα μεγάλος μέρος συνέβαλε στην εξέλιξη, είναι ο νόμος δράσης – αντίδρασης.
   Αντιμετωπίζουμε πλέον στον πλανήτη μας τις επιπτώσεις των λαθών και της παραβίασης της φυσικής και ηθικής τάξεως. Το φυσικό μας περιβάλλον έχει φτάσει στα όρια του κινδύνου, το παράλογο συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση, αποστερώντας τον άνθρωπο από μια προοπτική ουσιαστικής κοινωνικότητας. Ωστόσο, τα αδιέξοδα είναι αποφασιστικά, μέσα απ’ αυτά μπορούμε να ελπίζουμε σε μια ουσιαστική αλλαγή. Μια αλλαγή που θα συμβεί πρωταρχικά στις συνειδήσεις των ανθρώπων!
   Εάν οι δοκιμασίες και τα δεινά που παίρνουν παγκόσμια έκταση λειτουργήσουν αφυπνιστικά, τότε θα περάσουμε σε μια άλλη εποχή όπου ο νόμος δράσης - αντίδρασης θα δώσει τη θέση του σ’ έναν άλλο νόμο, το νόμο της αλληλεπίδρασης. Αυτός ο θαυμαστός νόμος, ο οποίος ενεργοποιεί τις θετικές δυνατότητες της ανθρώπινης ύπαρξης, που λειτουργούν εν σχέση, θα οδηγήσει σε μια ουσιαστική κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι δεν θα είναι ανταγωνιστικοί μεταξύ τους, αλλά θα αναπτύσσουν σχέσεις αλληλοσυμπληρώματος!
   Οι ποιητές, οι δραματουργοί εναποθέτουν το λιθάρι της ανοικοδόμησης της ανθρωπότητας στην Τέχνη. Οι πνευματικές αξίες μένουν αναλλοίωτες μέσα στον χρόνο. Αυτές τις παραλαμβάνει ο λόγος για να διαπεραιώσει τη ζωή.
   Ο οραματισμός του ποιητή ενώ διατρέχει την εποχή του, βρίσκεται στη ζώσα πραγματικότητα της ζωής, η οποία διαδραματίζεται στο αιώνιο παρόν. Μέσω του κοινού Νου γίνεται ταυτόχρονα τόσο ρεαλιστής όσο και οραματιστής, ανοίγοντας μια άλλη προοπτική. Η αυτογνωσία, του παρέχει την προδρομική όραση και προτείνει έναν άλλον τρόπο σκέπτεσθαι και μιαν άλλη εκφραστική. Νόμοι άγραφοι περιμένουν να τους αποκρυπτογραφήσει, εκεί εντέλλεται να λειτουργήσει η διεισδυτική ματιά του ποιητή, που αφενός θεάται από απόσταση κι αφετέρου βαδίζει ακροβατώντας, κρατώντας τις λεπτές ισορροπίες.
Η μυστική ποίηση αποτελεί ένα ιδιαίτερο είδος.
  Θέλοντας να προσδιορίσουμε τη σχέση του ποιητή μ’ αυτήν θα ανατρέξουμε σε μία μόνο λέξη, τη λέξη μυστήριο. Το μυστήριο ως  μία πραγματικότητα, έχει άμεση σχέση με τη σιωπή.  Για την κατάκτηση της οποίας προηγείται η αποδέσμευση από την αντίληψη η οποία προσφέρεται διαμέσου των πέντε αισθήσεων.
   Ο λόγος του μυστικού εισάγει στα ενδότερα, πέρα από την πλάνη που παρέχουν τα φαινόμενα. Η πορεία του είναι πορεία αναζήτησης του σημείου που συνδέει το ορατό με το αόρατο, το φυσικό με το μεταφυσικό, το γνωστό με το άγνωστο.
   Η μυστική ποίηση είναι κατεξοχήν λόγος αποκαλυπτικός. Ο χρόνος, ο χώρος και τα πράγματα λειτουργούν παράλληλα σε μια άλλη διάσταση, η οποία συνδέεται με τη Ψυχή και γι’ αυτό παρέχει ένα αίσθημα ευτυχίας και γαλήνης.
Απέραντη θάλασσα
Η ψυχή,
Απέραντος ωκεανός
Και λιμανάκι απάνεμο
Όπου λικνίζονται
Ταξιδιάρικα πλοία
Και φτερωτά.
Βράχος από γρανίτη
Κι από υγρή σιωπή,
Από μυστικούς ανέμους
Κι από καλέσματα πουλιών
Κι από του κύματος
Τη μουσική έχει η
Ψυχή μου,
Όπου καταποντίζονται
Ηχητικά
Και το σκοτάδι
Και το φως,
Αφομοιώνοντας
Την ουσία.
                            (Αλκμήνης, Ποιητική Συλλογή «Πέρασμα»).

   Ο ποιητής αφουγκράζεται τη μυστική σχέση των πάντων, τη φύση ως οργανική ενότητα και βιώνει με έκσταση τη ζωή.  Η μυστική ποίηση μετουσιώνει τα βιώματα αυτών των καταστάσεων που  του αποκαλύπτουν τη σχέση με το Ένα.

Αιτία και λόγος και συ, το αιωνίως ον,
Που αναβλύζεις ζωή, ύπαρξη και κίνηση,
Μέσα στη δική σου ύπαρξη
Υπάρχει και η δική μου.
(Campanella)

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΣΟΥ

 

Έτσι καθώς με ξέσχισε

Το θάμπος
Έπεσα κάτω
Προσκυνητής
Στο κατώφλι σου
Ομορφιά
Κι είδα πως
Ήταν ένα
Και η Ψυχή
Και τα βουνά
Κι οι κορυφές
Στα χιόνια

Κι είδα το

Πράσινο και τ’ ανοιχτό
Και το βαθύ
Κι όλους τους γλάρους
Γύρω
Κι όλα τα σπίτια
Κι όλα τα έξω
Ήτανε μέσα
Κι όλα μέσα
Φαντάζανε
Σαν ένα.
(από την ποιητική συλλογή της Αλκμήνης «Σχεδία»).

    Η διείσδυση στο εσωτερικό της ζωντανής φύσεως, στο μυστήριο της ενδομύχου συναρτήσεως των πάντων και στη γνώση της οργανικής τους σχέσεως, επιτυγχάνεται με τη νόηση, τη διαίσθηση και την ενόραση. Τη ζωντανή αυτή ενότητα της φύσεως, συγκροτεί η αγάπη, η οποία δρα ως αρχή υπεύθυνη για την ύπαρξη και τη συντήρηση των πάντων, από το μικρόκοσμο ως τον μακρόκοσμο. Η αγάπη αυτή είναι ο Θεός, ο οποίος ζει μέσα στον άνθρωπο και μέσα σ’ όλη τη φύση. Τα όρια, λοιπόν που χωρίζουν τα καθ’ έκαστον όντα, αίρονται και ο μυστικός ποιητής βυθίζεται στον ωκεανό του έμψυχου σύμπαντος: 
   Ο Brouno Wille αισθάνεται τα πάντα ως αδέλφια του, όπως ο Άγιος Φραγκίσκος:
Αδέλφι σας είμαι, θύελλα, βροχή,  δενδρί και βράχος.
Πλανήθηκα, ωιμέ, μακριά από σας σε ξένη γη,
Που κάποια κατάρα με κρατά εξόριστο,
Σε πανύψηλα κάστρα μέσα.

   Ο μυστικός ποιητής συγγενής προς τον εσώτατο πυρήνα των όντων διαισθάνεται την καθολική ζωή του σύμπαντος μέσα του.

Τον κόσμο μέσα απ’ την ψυχή μου κοίταξες
Ήταν και η δική σου η ψυχή. Σιγανά ανάμεσά μας
Πέσανε μπροστά στο ρεύμα της ενόρασης τα όρια.
Κόσμος και συ συντροφεμένοι αναπαυόταν μέσα μου.
(R. Dehmel)

   Η μυστική ποίηση είναι απαλλαγμένη από κάθε προσπάθεια εντυπωσιασμού. Δεν είναι περιγραφική κι αυτό οφείλεται στο ότι, η ενόραση του ποιητή είναι επικεντρωμένη στο σημείο εκείνο, που συγκεντρώνεται η ουσία και λειτουργεί ως σημείο επαφής με τον άλλον χώρο, τον υπερβατικό. Δεν προσπαθεί ο μυστικός να γράψει, δεν προσέχει τη ρίμα και η τεχνική δεν τον απασχολεί. Η προσπάθειά του είναι μια εσωτερική πορεία, η οποία τον αποσπά από τα φαινόμενα και τον οδηγεί στα υποφαινόμενα. Υποκείμενος στις τρεις διαστάσεις καθώς παραχωρεί τον Νου στο επέκεινα, δεν δεσμεύεται και λαμβάνει μέσω της ψυχής του, την άλλη γνώση, που βέβαια δεν προσφέρεται εύκολα. Η προσπάθειά του είναι μία συνεχής  εσωτερική πορεία, η οποία τον αποσπά από τα φαινόμενα και τον οδηγεί στα υποφαινόμενα. Ο λόγος που του χαρίζεται, είναι δωρεά του Πνεύματος.
   Ας θυμηθούμε τον Σεφέρη : «δεν θέλω παρά να μιλήσω απλά να μου δοθεί ετούτη η χάρη» θα πει ο ποιητής, γνωρίζοντας ότι, μόνον εάν του δινόταν η Θεία Χάρις, θα μπορούσε να μιλήσει απλά.
Όπως και  ο λόγος του Θεού εξακολουθεί να παρέχει στους ανθρώπους μια τροφή, η οποία ουδέποτε εξαντλείται, έτσι και η μυστική ποίηση. Ενώ, μπορεί να έχει ειπωθεί πριν από χιλιάδες χρόνια, έρχεται ενώπιόν μας πάντοτε επίκαιρη.
   Η υλιστική αντίληψη, όπως είναι γνωστό, εδραίωσε έναν τρόπο ζωής ο οποίος απέσπασε τον άνθρωπο από έμφυτες διορατικές και μεταφυσικές ενατενίσεις. Ο ποιητής που δεν αποκόπτεται  από την Ψυχή, βιώνει κάθε στιγμή τη σχέση με τη ζωή. Αισθάνεται την ανάγκη να κοινολογήσει τα βιώματα αυτά και να τα μοιρασθεί καθώς κατέχεται από την αγάπη.
Ο μυστικός, ξένος προς τον κόσμο και ανικανοποίητος απ’ αυτόν, απαλλάσσει οικειοθελώς τον εαυτό του από τα μηδαμινά και κενά νοήματος, σκιώδη είδωλα του κόσμου και βυθίζεται στον απέραντο σύμπαν του εσωτερικού του κόσμου:
RΑΙΝΕR .MARIA. RILKE (Βιβλίο των ωρών):
 Βγες τώρα από τον εαυτό σου και έμπα στην καρδιά σου,

Όμοια όπως σ’ ένα κάμπο

Αρχίζει η μεγάλη μοναξιά.
Απ’ τις αισθήσεις σου παίρνει τον κόσμο
Ο άνεμος σαν φύλλωμα ξερό.

   Η εκούσια αποχή από την πλήρη αντιφάσεων πολλαπλότητα του αισθητού κόσμου και στροφή προς τα ενδότερα, διαφαίνεται και στους παρακάτω στίχους του Ρίλκε:

                  Γιατί αποκαλύψεις γίνονται μονάχα στον ερημικό.
Κι αν οι πολλοί μ’ αφήνουνε, με κάνουν πιο μεγάλο.
Ξανάρχουμε απ’ το πέταγμα κι απ’ το ταξίδεμά μου,
Που τον εαυτό μου έχασα.
Και πάλι γίνομαι ήρεμος και γίνομαι απλός.
Σε προσευχές καλύτερες έσκυψα το κεφάλι.

   Με τις λεπτές αισθήσεις της ψυχής του συλλαμβάνει ο μυστικός ποιητής την τελειότητα της ζωής  και το θαύμα του κόσμου του αποκαλύπτεται:

Τι τέλεια κατσίκια τα κατσίκια.
Χτες γεννηθήκαν και πώς ξέρουν κιόλας με τόση ακρίβεια
Όλα τα κατσικίσια πράματα.
Θαρρείς και σπούδαζαν κατσικωσύνη μια ολόκληρη
Αιωνιότητα.

(Γιάννης Υφαντής, το θαύμα, Μαθρασπέντα)

Ο κόσμος ένα θαύμα. Αυτός ο θάμνος

Με τα μαβιά λουλούδια του κοιτάζει αυτό το θαύμα δίχως

Ν’ απορεί

Μέρα και νύχτα το κοιτάζει ώσπου τυφλώνεται

Κι από

Τα σκοτεινά του μάτια

Πέφτουν

Σπόροι.
(Γ. Υφαντής, Ο ΠΟΛΥΟΜΑΤΟΣ ΘΑΜΝΟΣ, Ο Καθρέφτης του Πρωτέα)

   Ο μυστικός μεταβάλλεται σ’ ένα παιδί που έχει την αντίληψη του άπειρου χώρου και του άπειρου χρόνου στον οποίο ανήκει.  Αισθάνεται ασφαλής γνωρίζοντας ότι η ζωή δεν διακόπτεται ουσιαστικά, αλλά συμβαίνει το θαυμαστό της μετάβασης.

Η ΖΩΗ

Μια παράταση
Είναι η Ζωή στο Άπειρο
Κρατώντας το λάβαρο
Με την κρυφή
Τη λέξη
Θα τη διαστείλουμε
Μετατοπίζοντας
Τα όνειρα
Πιστεύοντας
Πως οικοδομούμε
Μικρές πολιτείες
Ωραίες κοινότητες
Με σωσίβια
Του Νώε
(Αλκμήνης Κ. Ποιητ. Συλλ. «ΣΧΕΔΙΑ»).

   Χρησιμοποιεί εικόνες του φυσικού κόσμου, συμβολικά, ώστε να υποδείξει τη σχέση και την αντιστοιχία μ’ άλλα επίπεδα. Έλκεται θαυμαστικά από το φυσικό κόσμο, αλλά και τον υπερβαίνει. Κατά ακολουθία ο Θεός που είναι ακατάληπτος και ασύλληπτος από το νου του ανθρώπου, για τον μυστικό δεν παραμένει απλώς λέξη συμβολική. Ο Θεός είναι γι’ αυτόν μια πραγματικότητα με την οποία συνδέεται συνειδητά. Είναι όχι μόνον υπερβατικός αλλά και ενδοκοσμικός. Τη σχέση αυτή υπενθυμίζει ο Geothe στο παρακάτω ποίημα του, το οποίο αποτελεί προοίμιο της σειράς «Θεός και κόσμος»:

 

Τι θα ήταν ένας Θεός που απ’ έξω μόνον

Θα έσπρωχνε τον κόσμο,
Γυρίζοντάς τον πάνω στο δάκτυλό του.
Σ’ αυτόν πρέπει από μέσα το σύμπαν
Να κινεί.
Τη φύση να κλεί μέσα του κι απ’ αυτή
Να κλείνεται κι αυτός.
Κι έτσι όλα, όσα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο
Ζουν κινούνται και είναι.
Απ’ τη δύναμή του κι απ’ το πνεύμα του
Μένουν πάντα γεμάτα.

   Αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι έχουμε ενώπιόν μας μια διττή αρχή, αφ’ ενός την υπερβατικότητα κι αφετέρου την ενδοκοσμικότητα.
Ο κόσμος ως όλον βρίσκεται εντός, του περιέχοντος αυτόν, Όλου της θεότητος. Μεταξύ αμφοτέρων δεν υπάρχει ούτε μετάβαση, ούτε διάρρηξη των ορίων που χωρίζουν τη φύση εκάτερου. Υφίσταται μόνον μεταξύ τους η αλληλεπίδραση.
   Έχοντας τη βεβαιότητα της υπερβατικής πραγματικότητας, ζώντας την εμπειρία αυτή με τρόπο προσωπικό, καταγράφει όσα συμβαίνουν στον εσωτερικό του κόσμο και αφορούν και την επέκεινα ζωή.

Δείτε το ελάφι είμαι το θανατοδιωγμένο,
Που βουβά μέσα στο θάμνο ξεψυχά.
Είμαι ο κυνηγός, που γελώντας το βόλι
Στέλνει μέσα στο ματωμένο φύλλο.
Το κρασί είμαι. Πιείτε λοιπόν, σύντροφοι,
Και κατεβάστε τη ψυχή μου μέσα σας.
Είμαι ο Βούδας. Στους ζητιάνους πήγα
Και τη κορώνα έσπασα
Και πέθανα στο Γολγοθά
Με του ανθρώπου πάσχοντας το γυιό.
(Dehmel)

Ωστόσο, ο μυστικός ποιητής δεν αρκείται στην προσωπική βίωση της επαφής του με το θείο. Αναγκαίο είναι γι’ αυτόν να προχωρήσει στην εσωτερική του τελείωση μέσα από την δράση του στον κόσμο, όχι ο ησυχασμός, η μόνωση, η άσκηση, αυτά αποτελούν απλά προπαρασκευαστικά στάδια. Η προσπάθεια, ο αγώνας του κατατείνουν στην υπηρεσία χάρη των άλλων.  Στο βιβλίο των ωρών ο Ρίλκε θα πει: «Με την πράξη μόνο σε πιάνουμε,
Και μόνο με τα χέρια σε φωτίζουμε.»

ΚΙ ΕΙΠΑ
Κι είπα στη ψυχή μου
Σώπασε
Κι είπα στο σώμα μου
Πράξε
Γιατί ούτε η σιωπή
Ούτε η πράξη
Είναι για λάθος
Πράγμα
Γύρισα
Γύρω μου και είδα
Και είπα
Έτσι κάνει
Κι ο Θεός
Τότε τιτίβισε
Το καναρίνι
Κι είπα τραγούδησε
Έτσι μιλάει ο Θεός.
(Αλκμήνης Κ. Ποιητ. Συλλ. «Σχεδία»).

   Ο λόγος έχει τη δική του υπόσταση και χρησιμοποιεί τον ποιητή ως μέσον. Γιατί ο ποιητής προσφέρεται, είναι καθαρός δέκτης και αγωγός του λόγου, έχοντας εξαγνισθεί και αποποιηθεί το εγώ του, αφουγκράζεται το αίτημα της ζωής και τίθεται στην υπηρεσία του.
   Γνωρίζουμε ότι υποκείμεθα πολλές φορές στο λάθος, στην απατηλότητα των αισθήσεων, στη φαντασία που είναι ανυπόστατη και στην προσπάθειά του ο άνθρωπος να ερμηνεύσει το άγνωστο, το εντός και το εκτός, προσπαθώντας να το προσεγγίσει γίνεται ο ίδιος ασυναίσθητα ένας πλανώμενος που πλανά. Όχι, βέβαια από μια κακή πρόθεση, αλλά από μια αδυναμία να εξαρθεί στο σημείο εκείνο, από το οποίο παίρνει τη διαβεβαίωση ότι ο λόγος του είναι αλήθεια. Η πορεία του ποιητή οδηγεί στην μυστική υπόσταση, στο σημείο εκείνο που συναντάται το γνωστό με το άγνωστο, το εδώ με το επέκεινα. Πορεία συνειδητή που συνεπάγεται τις ανάλογες επώδυνες εμπειρίες, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να οδηγηθεί στο σημείο εκείνο, από το οποίο παίρνει τη διαβεβαίωση της αλήθειας.
   Η αποστολή του είναι να εκφράσει δια του λόγου το θείο σπινθήρα που κλείνει μέσα του ο κάθε άνθρωπος που κατάγεται από το Θεό, έχοντας ή όχι τη συνείδηση αυτής της καταγωγής, γι’ αυτό οφείλει να βρίσκεται ο ίδιος στην Α-λήθη.
   Το επώδυνο βίωμα είναι η φωτιά που ο ποιητής μετουσιώνει σε γνώση και μεσολαβεί ως καταλύτης κι ενέργεια. Στην περίπτωση αυτή αποκτά ο λόγος μια φορτισμένη ενεργειακή δυναμικότητα. Εφ’ όσον προκαλεί τη συγκίνηση γίνεται συντελεστής επικοινωνίας και καθώς λειτουργεί με την α-λήθη αποδεικνύει την ενυπάρχουσα σχέση, η οποία συνέχει τα πάντα. Αν δεν μεσολαβήσει ο λόγος, η ροή της ζωής διαγράφει τη νοηματική της υπόσταση. Η μυστική ποίηση ειδοποιεί τον άνθρωπο για κάτι περισσότερο ακόμα απ’ αυτό που γνωρίζει, για ό,τι δεν γνωρίζει.

Γράφω γι’ αυτά που δεν σκέπτεσαι

Γι’ αυτά που δεν βλέπεις

Γι’ αυτά που δεν ακούς.
( Ποιητ. Συλλ. «Πέρασμα», Αλκμήνης Κογγίδου)

   Τον εισάγει μέσα στην ουσία των πραγμάτων στην οποία ανακτά η ζωή την πραγματική της μυθολογία.
Επικαλείται τη μοναδικότητα του ανθρώπου με την οποία συνδιαλέγεται και αφυπνίζει τις λεπτές αισθήσεις της ψυχής.
   Ιδιαίτερα η μυστική ποίηση επικαλείται τον άλλον και ζητάει τη συμμετοχή του. Όπως ένας γρίφος ενεργοποιεί τον νου για την εύρεση της λύσης του, αφ’ ενός μεν έλκει με την απέριττη λιτότητα η  οποία εκφράζει την αυστηρή οικονομία του λόγου κι αφετέρου ως κώδικας ζωής ζητάει την αποκρυπτογράφησή της.

Το μισό μήλο εμείς
Τ’ άλλο μισό αυτός ο θεόρατος κόσμος.
Το μισό μήλο εμείς
Τ’ άλλο μισό οι  άνθρωποι
Το μισό μήλο εσύ

Τ’ άλλο μισό εγώ

Οι δυό μας…
 (Ναζίμ Χικμέτ)

Αίσθηση

Τίποτε πιο αργό και τίποτε
Πιο γρήγορο απ’ τη ζωή
Έχει περάσει από πάντα και δεν έχει
Έρθει ποτέ.
Κι είναι συνάμα εδώ από πάντα και για πάντα.


Μεγάλη Παρασκευή


Με φως μιλώντας άδειασες τον Ήλιο.
Τώρα ο Ήλιος βρίσκεται σε έκλειψη
Κι εσύ το ακάνθινο στεφάνι του φορείς.

                       (Γιάννης Υφαντής, ποιήματα δημοσιευμένα στο περιοδικό «Το Δένδρο»).

Καθρέφτες


Στους περισσότερους ανθρώπους βλέπεις
Τον εαυτό σου «δι εσόπτρου εν αινίγματι»
Σχεδόν πάντα μπροστά σου στέκουν ή περνούν
Στενοί καθρέφτες, ραγισμένοι ή θολοί. Και σκέφτομαι
Πού η παρουσία του Θεού ή όπως λένε η Δευτέρα
Παρουσία άλλο δεν θα ’ναι
Παρά ένας καθρέφτης καθαρός, μεγάλος, όπου ολόκληρο
Θα δεις τον εαυτό σου κι ολοκάθαρη
Της παρουσίας σου την ουσία θα χαρείς.
(Γιάννης Υφαντής, Ο καθρέφτης του Πρωτέα).

Από τα τρία κρυφά ποιήματα του Γ. Σεφέρης, «Το θερινό ηλιοστάσι»:

Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
Η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
Μέρα και νύχτα
Κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
Σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
Έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
Κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
Σαν έρχεται να πιεί
Κι ακούς καμιά φορά φωνή της δεκαχτούρας.

Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
Μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
Να πέφτει σε δυο κόκκινα γαρούφαλα
Σε μιαν ελιά και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιος είσαι.
Το ποίημα
Μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
Θρέψε το με το χώρα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα
Σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.
Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
Επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.

Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
Τη δική σου φωνή
Όχι εκείνη που σ’ αρέσει.
Μουσική σου είναι η ζωή
Αυτή που σπατάλησες.
Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
Αν καρφωθείς σε τούτο τ’ αδιάφορο πράγμα
Που σε ρίχνει πίσω
Εκεί που ξεκίνησες.

Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια, πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
και το βογκητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο
Τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.

Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
Τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
Το άσπρο χαρτί.
Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλέπαν
κι αυτοί γελούσαν

όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο
άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος

Στη σημερινή πνιγερή μοναξιά

Στ’ αφανισμένο τούτο παρόν
Άφησέ τους.

Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
Υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.»

   Το υπερβατικό βίωμα υποδηλώνεται με τους όρους «σκότος», «νύχτα», με αυτούς εκφράζεται η αποκοπή της ψυχής από τον κόσμο των αισθήσεων, η αποχώρηση στην ερημιά και η μετάβαση στα βάθη του ενδόμυχου κόσμου.
Γι’ αυτό και ο ποιητής υμνεί τις σκοτεινές ώρες της φύσεώς του, όπως ο Novalis τη νύχτα:
Της φύσης μου αγαπώ τις σκοτεινές τις ώρες,
Που μέσα τους οι αισθήσεις μου εμβαθύνουν.
Απ’ αυτές τη γνώση παίρνω, πως χώρο
Έχω για μια δεύτερη, άχρονη, πλατειά ζωή.
Και τότε από σκοτεινό μου μέσα αίμα
Σαν από σκοτεινά δρομάκια φήμες περνούν για το Θεό.

Ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού επίσης:

Ω καθοδηγήτρα νύχτα
Ω νύχτα ομορφότερη απ’ την αυγή
Ω νύχτα που ένωσες
Τον εραστή
Με την αγαπημένη Του,
Και τον άλλαξες μέσα στην αγάπη της.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αγ. Ιωάννη του Σταυρού: «Η Σκοτεινή νύχτα της ψυχής»).

Στίχοι του ιδίου γραμμένοι σε έκσταση υψηλής θέασης:

Εισήλθα -δεν ήξερα πού-
Και παραμένοντας εκεί δεν γνώριζα τίποτε
Όλη τη γνώση των ανθρώπων είχα ξεπεράσει.

Δεν ήξερα πού είχα εισέλθει όμως εκεί
Μπόρεσα ν’ ατενίσω τον εαυτό μου
Και θαυμαστά πράγματα γνώρισα εκεί
Κι όμως δεν ήξερα καθόλου πού βρισκόμουν.
Τι άκουσα κει μέσα δεν θ’ αποκαλύψω:
Παραμένοντας εκεί δεν ήξερα πια τίποτε
Όλη τη γνώση των ανθρώπων είχα ξεπεράσει.

Εκεί επάνω απ’ όλα υπήρχε η αγάπη
Της βαθιάς γαλήνης και της τέλειας αφοσίωσης
Στο ευλογημένο καταφύγιο της αγάπης
Έμαθα να κρατώ τα βήματά μου στην ευθεία οδό
Κι έδρεψα τέτοια μυστική γνώση που τραύλιζα
Και δεν μπορούσα πια να μιλήσω
Όλη τη γνώση των ανθρώπων είχα ξεπεράσει.

   Το ίδιο μη δεκτικόν λόγου, ανεξερεύνητο μυστήριο υποδηλώνεται και με τους παρακάτω στίχους:

Ανοίγουν

Ανοίγουν οι θύρες
Το μέγα μυστήριο
Ανασταίνεται τη
Νύχτα
Τότε γυμνάζονται
Τα μάτια

Για να

Το αντέξουν.
(Αλκμήνης Κ. Ποιητ. Συλλ. «Σχεδία»).
                     
   Τα ανέκφραστα και άρρητα βιώματα καταγράφει η μυστική ποίηση και καμμία λογική ανάλυση δεν είναι δυνατόν να επισέλθει επ’ αυτής. Όπως σε όλους τους μυστικούς, το βίωμα της ψυχής είναι καθαρά προσωπικό. Η ψυχή κατευθύνεται με τρόπο άμεσο προς το Θεό, τον οποίο  διαισθάνεται παρόντα και δρώντα πανταχού.
   Ο μυστικός γνωρίζει την ιερά σιωπή, τη σιωπηλή λατρεία, τη σιωπηλή προσευχή. Απογυμνώνεται ο ίδιος για να απορροφηθεί από το θείο. Ας θυμηθούμε ένα απόσπασμα από τον «Ύμνο της απογύμνωσης» του JOHANNES TAYLER

« …Θέλεις το πνεύμα πως εγύμνωσα να μάθεις
όταν για πάντα έπαψα πια να βλέπω
το μοναδικό θείο έξω από με τον ίδιο
γι’ αυτό δεν δύναμαι και να το πω πρέπει:
έχω τον ίδιο εμένα εκμηδενήσει
μα όποιος το πνεύμα του εγυμνώθη έγνοια δεν έχει
Από τον καιρό που χάθηκα σε τούτη
Την άβυσσο, έπαψα να μιλώ κι άφωνος είμαι

Αληθινά το θείο μ’ έχει απορροφήσει…».


    Η Σχέση του ποιητή με το Θεό είναι ανάλογη της σχέσης του μηδενός με το άπειρο. Η σιωπή του ποιητή σχετίζεται με την έξαρση του βιώματός του.

ΕΤΣΙ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΑ


Περιφέρομαι ανήσυχα
Στο Μηδέν
Στο κέντρο της ανυπαρξίας μου
Σκοντάφτω στις πέτρες
Που στολίζουνε το θρόνο μου
Θέλω να περάσω
Στην ευδαιμονία
Του μηδενός
Έτσι αντιφατικά
Κατανοείται
Το Άπειρο.
(Από την ποιητική συλλογή «Σχεδία» της Αλκμήνης Κ.)

   Ο θεός ταυτίζεται με το Κενό ή με το Μηδέν, όπως στους περίφημους στίχους του Αγγ. Σιλεσίου:

 Μηδέν είναι καθαρό ο Θεός
Ούτε ο χρόνος τον κινεί ούτε ο χώρος.
Κι όσο πιο πολύ να τον πιάσεις πολεμάς
Τόσο σου φεύγει πιο πολύ και χάνεται.

   Μέσα στο χάος των ιδεών, των απόψεων, των γνώσεων, των θεωριών πελαγοδρομούμε, αδυνατώντας να προσεγγίσουμε τη σφαιρική πραγματικότητα. Είναι αυτή που αφορά το Μέγα Μυστήριο της παρουσίας του Θεού που τα πάντα πληρεί. Η απουσία της πίστης εμποδίζει τη φανέρωση αυτής της πραγματικότητας. Η πίστη η οποία είναι η μόνη δυνατότητα που μπορεί να την αποκαλύψει, αποσπά τον άνθρωπο από αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο και τον εισάγει στην ενιαία ουσία της ζωής.
   Με την προϋπόθεση της πίστης ενεργοποιείται μια άλλη αίσθηση. Τότε δεν ακούμε αλλά αφουγκραζόμαστε, όπως και απλά δεν βλέπουμε, αλλά διαβλέπουμε. Για να εισέλθουμε στη μαγεία της μουσικής πρέπει να μεσολαβήσει η Σιωπή ώστε ν’ αφουγκραστούμε το θαύμα αυτό της αρμονίας των ήχων με τη ψυχή μας αλλά και να δούμε τη ζωή με τα μάτια της ψυχής. Η Σιωπή  είναι προϋπόθεση ώστε να βρεθεί κανείς σ’ αυτήν την ευεργεσία όπου θ’ αφουγκραστεί το μέγα μυστήριο και βέβαια χωρίς την ακεραιότητα της αυθεντικότητάς του ο άνθρωπος αδυνατεί.
   Η Σιωπή είναι κατάκτηση της ευαγούς Συνείδησης. Προϋπόθεση ενατένισης τους θαύματος της δημιουργίας, απόρροια μιας στάσης σεμνότητας.
   Ο Σωκράτης θα πει «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» καθώς η συνειδητότητά του βρίσκεται στη στιγμή μιας αποκάλυψης, αυτή είναι η αποκάλυψη και η παραδοχή της άγνοιάς του. Κι όμως σ’ αυτή τη στάση της άγνοιας καταυγάζεται η ύπαρξή του από το φως της αυτογνωσίας! Αποδεσμεύεται από την περιοριστική αντίληψη την οποία του προσφέρουν οι αισθήσεις του κι εισέρχεται στη διαδικασία της Σχέσης με το Πνεύμα, μιας σχέσης Μυστικής.
   Την πορεία της εξέλιξης του ανθρώπου σηματοδοτεί μια διαδικασία υπέρβασης των ορίων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος, διασπώντας τα όριά του, συνδέεται με τη ζωή και τους νόμους της. Διαφορετικά, περιορίζεται στη βιολογική του υπόσταση και δεν γνωρίζει, όσα θα μπορούσε να του αποκαλύψει, ο ίδιος ο Εαυτός, μέσω των άγνωστων δυνατοτήτων..
   Στην αρχαία Ελλάδα η αρετή ήταν ένας στόχος που είχε σχέση με την αυτογνωσία. Αν εξετάσουμε την πράξη της αρετής, τον ηρωϊσμό που απαιτεί η πραγμάτωσή της, τότε πάλι βρισκόμαστε ενώπιον μιας υπέρβασης, η οποία περνάει τον άνθρωπο από την αδυναμία στην δυνατότητα. Στο χριστιανικό λόγο η υπέρβαση πάντα δια μέσω του άλλου κινεί τη διαδικασία της αυτογνωσίας: «και τω θέλοντί σοι κριθηναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτω και το ιμάτιον και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν ύπαγε μετ’ αυτού δύο» (κατ. Ματθ. 5,40).
   Κάθε προσπάθεια που κατατείνει στο τέλειο, προϋποθέτει τη σιωπή και οδηγεί στη Θεία Αρμονία. Η σιωπή φέρνει στην επίγνωση του ανθρώπου τη Σχέση, το σημείο της Ψυχής εκεί που αίρονται τα διαχωριστικά (το εγώ και το εσύ, το δικό και το δικό σου).
   Η σιωπή είναι η παύση των αισθήσεων, είναι η εισαγωγή σε μια υπερβατική πραγματικότητα. Ετοιμάζει το έδαφος της προσευχής και του διαλογισμού. Είναι μια παύση της παραγωγής σκέψεων από το νου και μια κένωση από επιθυμίες. Μεσολαβεί ώστε να προβεί ο άνθρωπος σε μια άλλη διεργασία που οδηγεί στην εσωτερικότητα.

Απόσπασμα από το ποίημα του Λάο Τσε
«Ο δρόμος και η αρετή του»:

 Χωρίς να περάσω την πόρτα γνωρίζω τον κόσμο
Χωρίς ν’ ανοίξω παράθυρο το δρόμο τ’ Ουρανού ανακαλύπτω
Αυτός που έξω βγαίνει, όσο ξεμακραίνει
Τόσο λιγότερα γνωρίζει
Έτσι ο Σοφός χωρίς να περπατά, μπροστά πηγαίνει
Χωρίς να βλέπει ονόματα δίνει
Χωρίς να κινείται πετυχαίνει.

   Η σιωπή επικεντρώνει στο βαθύτερο σημείο της υπάρξεως του ανθρώπου με το οποίο συνδέεται με το άπαν, εκστατικά αποκαλύπτοντας τη σχέση του μηδενός και του απείρου.
   Η καθαγιασμένη ύπαρξη ίσταται εν σιωπή κι οδηγείται στην έκσταση.

Απ’ αυτή την κορυφή

Συλλέγω τους καρπούς

Στης σιωπής.
Τι να πω και πώς να μιλήσω
 Όταν λαλούν οι πετεινοί
Εγώ σωπαίνω
Το χάραμα ετοιμάζει
Μιαν άλλη ομιλία
Ασκήσου τη νύχτα
Θα την ακούσεις τότε
Που η δρόσος ακουμπάει
Στο φύλλωμα
Όταν ψηλώνει το στάχυ
 Όλα γύρω καταδικάζουν
Τη φλυαρία.
Σιωπή και πράξη
Ζυμώνουν το τραγούδι
Ωρίμασε ο καιρός
Να λουστούμε πρέπει

Τη σιωπή

Ν’ ακουστεί
Της ζωής ο λόγος.

(Αλκμήνης Κογγίδου, ποιητική συλλογή «Πέρασμα»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου