Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχομαι σε επαφή με την ποίηση του Νίκου Κυριακίδη, άλλωστε κατά καιρούς έχω δημοσιεύσει ποιήματά του στο μπλογκ μου: «ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ» και έκανα τις διαπιστώσεις μου -χωρίς να τις δημοσιεύσω κάπου- σχετικά με τις καταβολές της ποίησης του, τις επιρροές του και τον ψυχικό του κόσμο που μετουσιώνεται σε ανεξάντλητη δημιουργία.
Εν πρώτοις, έχουμε να κάνουμε με έναν ποιητή που ξεφεύγει από τα παραδοσιακά μονοπάτια -είτε αυτό ονομάζεται μορφή, είτε περιεχόμενο. Σίγουρα δε γαληνεύει το αυτί, δεν αποκοιμίζει τη συνείδηση, επιπροσθέτως αντεπιτίθεται σε ό,τι κρίνει από τον εξωτερικό κόσμο ότι είναι άδικο, γίνεται ελαφρά ειρωνικός, πικρός αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που καυτηριάζει καταστάσεις και νοοτροπίες. Ο ποιητικός του λόγος είναι ανατρεπτικός, ακούγεται σαν διαμαρτυρία, μας κερδίζει η ειλικρίνεια του στίχου του που είναι αφτιασίδωτος σαν τους καταπιεσμένους ανθρώπους που περιδιαβαίνουν στις φτωχικές γειτονιές (Ριζούπολη, Καισαριανή, Πέραμα) με τα τσαλακωμένα και βρώμικα ρούχα τους, πρόσφυγες από τη Ρωσία, ρακοσυλλέκτες, ναρκομανείς, με τους μορφασμούς της δυστυχίας πάνω στα πρόσωπά τους.
Ο Νίκος Κυριακίδης έχει πολλά να μας πει και τα λέει εξομολογητικά, μακριά όμως από το κουστούμι του ευπρεπισμού με το οποίο η κοινωνία συνηθίζει να ντύνει τους ανθρώπους για να έχουν επιρροή και δύναμη. Χαστουκίζει την κοινωνία με στίχους-μαχαιριές και της συμπεριφέρεται σαν μια γυναίκα που τον πρόδωσε και την έχει μισήσει. Ήρωές του οι καθημερινοί άνθρωποι, έκπτωτοι άγγελοι ή ανοιχτές πληγές που βαδίζουν σε «δρόμους με ματωμένα γόνατα», εκεί όπου στήνονται τα σκηνικά των ποιημάτων του, αλλά και στα καταγώγια της ανθρώπινης ψυχής όπου τα ένστικτα αρπάζονται σε κάθε στιγμή για να εκτοξευτούν σαν βέλη προς όλες τις κατευθύνσεις.
«Δρόμοι με ματωμένα γόνατα» είναι ο τίτλος της συλλογής των 59 ποιημάτων του Νίκου Κυριακίδη που χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Τίτλος που μεταδίδει τη νοσταλγία μιας παλιάς εποχής, μα κυρίως την πραγματικότητα μιας καινούργιας, σκληρής και καθόλου ευχάριστης, όπου η φτώχεια συνιστά καθημερινή απειλή.
Η ενσωμάτωση καίριων διαλόγων διάφορων προσώπων δίνει μία ασυνήθιστη θεατρικότητα στα ποιήματά του, ενώ το αίμα κάνει συχνά την εμφάνισή του στους στίχους του δημιουργώντας ένταση και τρόμο. Η παραδοχή ακραίων καταστάσεων και η πίστη στον σουρεαλισμό όπως χρησιμοποιήθηκε και αποτυπώθηκε στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη είναι μερικά στοιχεία που μας οδηγούν στη βασική επιρροή και στα ποιητικά πρότυπα του Νίκου Κυριακίδη. Αυτό ακριβώς υποπτευόμαστε και από την προμετωπίδα που τοποθετεί ο ποιητής στην αρχή της πρώτης ενότητας του βιβλίου με τίτλο «Τα ταξίδια»:
«όμως και μια μικρή, ένας μικρός άγγελος κι αυτή
μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό».
Παρουσιάζω εδώ μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα και ποιήματα της συλλογής:
Κοίμηση (1990)
Γυμνό μέρος Αύγουστο μήνα
κι όπως και τον χειμώνα ο θάνατος, θάνατος μένει
-ας πούνε κάποιοι για μνήμες, κάθαρση.
Εκείνη δεν είχε πολλά-πολλά με κάποιον.
Μιλούσαν τα μάτια, οι γοφοί. Σιωπηλή την έλεγες.
Αυτός με σκόνη στα αχτένιστα, τα λαδωμένα μαλλιά
το στόμα του ιδρωμένο, μήτε παραμιλητό
χειρότερα κι από σκιά
σαν φλέβα σε μια τέλεια τεθλασμένη.
κι όπως και τον χειμώνα ο θάνατος, θάνατος μένει
-ας πούνε κάποιοι για μνήμες, κάθαρση.
Εκείνη δεν είχε πολλά-πολλά με κάποιον.
Μιλούσαν τα μάτια, οι γοφοί. Σιωπηλή την έλεγες.
Αυτός με σκόνη στα αχτένιστα, τα λαδωμένα μαλλιά
το στόμα του ιδρωμένο, μήτε παραμιλητό
χειρότερα κι από σκιά
σαν φλέβα σε μια τέλεια τεθλασμένη.
Οι Κυριακές
Στη Ριζούπολη
Εκεί που λέει η ταμπέλα πως σταματάει η «ΑΘΗΝΑ»
Με ματώνουν οι σταυροί της κάθε μέρας
Κάθε φορά, Κυριακές συνήθως.
Στη Καισαριανή στο καφενείο των νταμαριών
Έχανε ένα-ένα τα κομμάτια του
Έλεγε πως είχε σπίτι, παιδιά, γυναίκα
την ελέγαν, μάλιστα, Σωτηρία.
Συνήθως βρώμικα τα αίματα,
που μουσκεύουν τις άσπιλες πληγές.
Γεμάτοι οι καφενέδες σ’ όλα τα νταμάρια,
με «μπολσεβίκους από απέναντι».
Χωρίς τη μικρή δική τους ζωή
Με μνήμες μιας ξένης πόρνης-Ψηλής ιδέας.
Τέτοιοι ήρθαν μες τα καράβια
Ήρθαν μαγικά – κατευθείαν σ’ αυτούς τους καφενέδες.
Εκεί, συνάντησα πρώτη, τον κίτρινο παππού:
Με πήρε χέρι-χέρι
Με πήγε δίπλα στη Κολούμπια, πλάι στα νεκροταφεία.
Εκεί που λέει η ταμπέλα πως σταματάει η «ΑΘΗΝΑ»
Με ματώνουν οι σταυροί της κάθε μέρας
Κάθε φορά, Κυριακές συνήθως.
Στη Καισαριανή στο καφενείο των νταμαριών
Έχανε ένα-ένα τα κομμάτια του
Έλεγε πως είχε σπίτι, παιδιά, γυναίκα
την ελέγαν, μάλιστα, Σωτηρία.
Συνήθως βρώμικα τα αίματα,
που μουσκεύουν τις άσπιλες πληγές.
Γεμάτοι οι καφενέδες σ’ όλα τα νταμάρια,
με «μπολσεβίκους από απέναντι».
Χωρίς τη μικρή δική τους ζωή
Με μνήμες μιας ξένης πόρνης-Ψηλής ιδέας.
Τέτοιοι ήρθαν μες τα καράβια
Ήρθαν μαγικά – κατευθείαν σ’ αυτούς τους καφενέδες.
Εκεί, συνάντησα πρώτη, τον κίτρινο παππού:
Με πήρε χέρι-χέρι
Με πήγε δίπλα στη Κολούμπια, πλάι στα νεκροταφεία.
Το φτερούγισμα
Το μολύβι σταματάει στο άλφα.
Η στιγμή του ψιλόβροχου,
μ’ ένα φόβο αδιόρατο:
«Αυτά που έκανα ήξερα τι ήταν…
Δεν θέλω να τα θυμάμαι».
Οι λέξεις γίνονται συμπαγείς,
μένουν ακίνητες.
Εσύ μονάχα
χορεύεις με τ’ αστέρια,
καθρεπτίζεις στα θολά σου μάτια
τη νίκη του φόβου
όσων μονάχα έχουν φοβηθεί πολύ.
Περιμένεις χαμογελώντας
ν’ ανοίξουν τα φτερά που κρύβονται.
Να πετάξεις.
Παζλ
Στη λεωφόρο σταυρώνουν ένα αγόρι, μπροστά στη μάνα του.
Κατέβηκαν και πήραν τα εργαλεία απ’ την καρότσα.
Το δέντρο πνιγμένο στο απέραντο μπετόν
τα πλακάκια ιδρωμένα.
Κατέβασαν τσεκούρι,
μιαν αξίνα, φτυάρι, το ψαλίδι του κουρέματος.
Πρώτα βέβαια του πήραν αίμα
-Επιβεβαίωση-
«Πονάω» φώναζε το αφτί
το χέρι ψιλοχάιδευε το πεζοδρόμιο χωρίς τα δάχτυλα
«Καθήκια» είπε το δόντι
«Όχι μπροστά της» αυτό, από το δεξί του μάτι.
Τα γένια προσπαθούσαν να παρηγορήσουν τη γριά
αλλά εκείνη δεν έβλεπε
τίποτε.
Ούτε μάλλον ήταν εκεί.
Είχε πάει ντάλα μεσημέρι,
κατ’ ευθείαν στο μνήμα του.
Κατέβηκαν και πήραν τα εργαλεία απ’ την καρότσα.
Το δέντρο πνιγμένο στο απέραντο μπετόν
τα πλακάκια ιδρωμένα.
Κατέβασαν τσεκούρι,
μιαν αξίνα, φτυάρι, το ψαλίδι του κουρέματος.
Πρώτα βέβαια του πήραν αίμα
-Επιβεβαίωση-
«Πονάω» φώναζε το αφτί
το χέρι ψιλοχάιδευε το πεζοδρόμιο χωρίς τα δάχτυλα
«Καθήκια» είπε το δόντι
«Όχι μπροστά της» αυτό, από το δεξί του μάτι.
Τα γένια προσπαθούσαν να παρηγορήσουν τη γριά
αλλά εκείνη δεν έβλεπε
τίποτε.
Ούτε μάλλον ήταν εκεί.
Είχε πάει ντάλα μεσημέρι,
κατ’ ευθείαν στο μνήμα του.
Πέταξε πάνω από τον βρώμικο δρόμο
στην Πελαγία Μπότση
Οργισμένες εφημερίδες στο πάτωμα.
Ποιο πάτωμα; είναι δρόμος.
«Ω, μη θεωρείτε την εξαθλίωση καθαυτή,
υπάρχει κυρίως η διάσπαση της κοινωνικής συνοχής».
Δεν ψέκασαν για αρουραίους, αλλά δε δάγκωσαν ακόμη.
Παραίσθηση είναι να κρυώνεις στον καύσωνα
να ιδρώνεις το καταχείμωνο-
ίσως και να ’ναι βλάβη του εσωτερικού θερμόμετρου,
όλα τα μηχανήματα είναι ψεύτικα, πια.
Κάποιος διηγείται ιπποτικές ιστορίες
Βάζει στη πλοκή «τη δύναμη του καλού».
Προφυλακτικά πεταμένα,
αλλά τα πιο πολλά είναι άδεια.
Είναι που ο έρωτας στις μέρες μας
λέγεται πείνα.
Κάποιους τους βρίσκει ξανά η πλειοψηφία στο θάνατό τους:
πεθαίνουν από ανακοπή
Πετάς πάνω απ’ τους βρώμικους δρόμους
Έχεις βάλει την οργή σου να γλυκάνει τη χαρμάνα στα πρεζάκια.
Ακούς την πιο βαριά ροκιά σου
Casta Diva… μάλλον το ’58.
Κατεβαίνεις-
φτάνει η επίλεκτη καταστολή:
Νομίζω λέγεται ηλιθιότητα και δεν έχει χείλη
Τελικά δάγκωσε κάποιους ο αρουραίος
Έχεις την βεβαιότητα πως πήγε να τους φιλήσει
«Πόσοι μένουν σ’ αυτό το σπίτι; Είμαστε από τη στατιστική αρχή»
«Πριν ένα λεπτό 21.865, ξέρετε αλλάζει συχνά το νούμερο».
Το τρένο
Το τρένο πάντα μυρίζει
σώματα, σε μια «μη αναστρέψιμη» διαδικασία.
Η πορεία δεν είναι ποτέ η ίδια.
Τα σώματα το νιώθουν: εκρήγνυνται.
Ο πόνος: προσμονή με τη μορφή ιδρώτα.
Αγνοούν κάποιοι το σώμα.
Δεν ακούν, δε μυρίζουν, δε γεύονται.
Το τρένο με πάει βόρεια,
στην αυταπάτη.
«Μη αναστρέψιμη» κι αυτή.
Μόρτικη επιστολή
Αγαπημένη μου,
Χτες με ταλαιπώρησαν τόσο πολυ
οι εκταφές μου
η εκτέλεση
η προδοσία
κάποιες στιγμιαίες αισιοδοξίες.
Όλα αυτά,
άλλη μια φορά.
Τα χρόνια μας αυτά,
ήταν ζαριές που φτύστηκαν
και δεν μας κάτσαν.
Στους δρόμους που μας ρούφηξαν
έρχονται άλλοι
που ματώνουν
τους ένοχους των φλυαριών
τους προσκυνητές της κοινοτυπίας.
Λες να είναι αυτό το νταλαβέρι,
του κόκκινου με το κόκκινο,
που λέγαμε;
Θα φτιάξουμε τότε καθώς λέγαμε
ένα μαρμάρινο σταυρό του χτες.
Και εμείς οι συμμαθητές του,
θα κάνουμε το γέλιο της ζωής μας,
αυτής της αληθινής ζωής.
Αγαπημένη μου…
Χτες με ταλαιπώρησαν τόσο πολυ
οι εκταφές μου
η εκτέλεση
η προδοσία
κάποιες στιγμιαίες αισιοδοξίες.
Όλα αυτά,
άλλη μια φορά.
Τα χρόνια μας αυτά,
ήταν ζαριές που φτύστηκαν
και δεν μας κάτσαν.
Στους δρόμους που μας ρούφηξαν
έρχονται άλλοι
που ματώνουν
τους ένοχους των φλυαριών
τους προσκυνητές της κοινοτυπίας.
Λες να είναι αυτό το νταλαβέρι,
του κόκκινου με το κόκκινο,
που λέγαμε;
Θα φτιάξουμε τότε καθώς λέγαμε
ένα μαρμάρινο σταυρό του χτες.
Και εμείς οι συμμαθητές του,
θα κάνουμε το γέλιο της ζωής μας,
αυτής της αληθινής ζωής.
Αγαπημένη μου…
Τα χρώματα
Σε νησιά δραπετεύουμε
-ατμόπλοια άδεια
ναυτικοί νεκροί-
μας πηγαίνουν.
Φταίει η εμμονή στο «πίσω»
γιατί τάχα αυτό ελέγχεται.
Όπως πάντα γίνονται αποτιμήσεις
σε πείσμα της ανοησίας:
-ατμόπλοια άδεια
ναυτικοί νεκροί-
μας πηγαίνουν.
Φταίει η εμμονή στο «πίσω»
γιατί τάχα αυτό ελέγχεται.
Όπως πάντα γίνονται αποτιμήσεις
σε πείσμα της ανοησίας:
«Ο αποθανών δεδικαίωται».
Φτάνοντας, όλα είναι ασπρόμαυρα.
Κατοικημένα από απόντες.
Σαν όμορφες πορσελάνες για κούπες,
γεμάτες αράχνες και πνιγμούς.
Φτάνουμε
Ξυπνούμε
Ξαναφτάνουμε.
Ο έρωτας; Μια βεβαιότητα τέλους,
σε συσκευασία παιχνιδίσματος ανεμελιάς.
Φτάνοντας, όλα είναι ασπρόμαυρα.
Κατοικημένα από απόντες.
Σαν όμορφες πορσελάνες για κούπες,
γεμάτες αράχνες και πνιγμούς.
Φτάνουμε
Ξυπνούμε
Ξαναφτάνουμε.
Ο έρωτας; Μια βεβαιότητα τέλους,
σε συσκευασία παιχνιδίσματος ανεμελιάς.
Η ατάκα της μάνας
Πόσο ευτυχισμένες είναι οι μέρες μας
Χρειάζεται πάντα να το θυμόμαστε: «ταπεινότητα».
Είδα κάποιον να αγκαλιάζει τα σύννεφα,
λέγοντάς τα «Μαρία».
Και μια πιανόταν τρεκλίζοντας απ’ τον τοίχο,
μην πέσει χαμογελώντας.
Ένα παιδί υποδεχόταν τον κλόουν του
τρεις μήνες πριν θαφτεί κι επίσημα.
Εκείνος πήρε το μεροκάματο της φιλανθρωπίας, των εράνων,
και το επένδυσε σε πρέζα και βρώμικα όνειρα σε μια γωνία
με κατεβασμένα παντελόνια και κρεμασμένα χέρια.
Θριαμβεύει νομίζω το φως
Και τα αναλγητικά που το συνοδεύουν.
Αλλά η μάνα του επιμένει:
Χρειάζεται πάντα να το θυμόμαστε: «ταπεινότητα».
Είδα κάποιον να αγκαλιάζει τα σύννεφα,
λέγοντάς τα «Μαρία».
Και μια πιανόταν τρεκλίζοντας απ’ τον τοίχο,
μην πέσει χαμογελώντας.
Ένα παιδί υποδεχόταν τον κλόουν του
τρεις μήνες πριν θαφτεί κι επίσημα.
Εκείνος πήρε το μεροκάματο της φιλανθρωπίας, των εράνων,
και το επένδυσε σε πρέζα και βρώμικα όνειρα σε μια γωνία
με κατεβασμένα παντελόνια και κρεμασμένα χέρια.
Θριαμβεύει νομίζω το φως
Και τα αναλγητικά που το συνοδεύουν.
Αλλά η μάνα του επιμένει:
«Δόξαζε το θεό, υπάρχουν χειρότερα».
Πόσο όμορφα είναι τα ιδρωμένα μας όνειρα…
Απενοχοποιείστε τη λέξη «εφιάλτης» -εδώ μυρίζει άλλωστε σώματα-
Πόσο όμορφα είναι τα ιδρωμένα μας όνειρα…
Απενοχοποιείστε τη λέξη «εφιάλτης» -εδώ μυρίζει άλλωστε σώματα-
είναι το γήπεδό του.
Εν κατακλείδι, το στίγμα της γραφής του Νίκου Κυριακίδη δίνεται μέσα από πολιτικά και κοινωνικά θέματα που τον απασχολούν και όπως γράφει στο ποίημα με τίτλο: «Η ξεχασμένη πόλη» -για να οριοθετήσουμε κιόλας τον χώρο μέσα στον οποίο κινείται δημιουργικά:
«Κράτησα τα χέρια μου-
πολύ αίμα, βλέπεις.
Κι όλα αυτά
Στις πολιτείες μας
Που δε γνώρισαν δράκους
Πέρασα από την πόλη, στην «κεντρομόλο της ζώνη».
Είδα αυλές με κουλουράκια στα ταψιά
σαν στρατιωτάκια μολυβένια στα κουτιά τους
ή σαν στρατιώτες πετσοκομμένους στα μνήματά τους.
Χαριεντίστηκα λιγάκι, με τις φιλενάδες μου τις αδικίες
-πανταχού παρούσες».
Εύχομαι καλή συνέχεια φίλε Νίκο στον μοναχικό δρόμο της ποίησης που διάλεξες να βαδίσεις κάτω από τα σκιερά κλαδιά των στίχων σου.
29/05/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου