Μου φάνηκε σα νύχτα
Μάλλον ήταν αργά απόγευμα
Είναι που νυχτώνει πάντα νωρίς.
Πλαστικά ποτήρια, με καπάκια, με καλαμάκια
Οι ερεθισμοί να κρώζουν (ακολουθεί άρλεκιν)
… με την ανατριχίλα στην πλάτη,
την υπόκωφη απουσία στο βλέμμα,
μια αίσθηση σχάσης που τελικά έσκασε …(τέλος).
«Μικρά παιδιά, σου λέει ο άλλος»
Μπαλαμουτιάζονται λυσσασμένα με χέρια και γλώσσες.
Η πρώτη πολυκατοικία κλειστή
Η τέταρτη, ανοιχτή
Κάτω στο κλιμακοστάσιο
Οι καφέδες στα σκαλιά.
Έπειτα ήρθε κάποιος με κάτασπρα ρούχα.
Έπαιζε μουσική στο σύμπαν
Αυτή με το «εκκλησιαστικό όργανο»,
ειδικά για τη στιγμή.
Πίσω του, ορδές οδοκαθαριστών
Φώτιζε εκτυφλωτικά
Σαν ήλιος
Σα χαστούκι
Σα σάβανο.
Τους έλιωσε κι αυτούς στις σκάλες.
Δεν μπήκε καν στην πολυκατοικία,
Απ’ έξω το ’κανε
Έγειρε λίγο το κεφάλι προς τα κάτω
σημαδεύοντας τα υπόγεια.
«Δεν είμαι καλά
Στιγμές-στιγμές σκέφτομαι
Πως το κεφάλι μου κρατιέται από μια πέτσα.
Πεινάω και χρωστάω
Ερεθίζομαι και δεν φαίνεται
Τσαντίζομαι χαμογελώντας
Μπερδεύω τα φάρμακα
-Των οκτώ, μετά πάλι κατά τις δώδεκα,
πάντως πριν κοιμηθώ-
Αλλάζω κόμματα και γούστα
Κάνω τον κοινωνικό κατάμονος
Διαβάζω πολύ, μέχρι τη σελίδα είκοσι,
το πολύ.
Δεν είναι βέβαια γιατρέ, ασυνήθιστα αυτά τα πράγματα».
Δεν έμεινε κανένα σκουπίδι στο δρόμο
Οι νεκροί εξωτερικού χώρου, εξαϋλώθηκαν.
Οι εσωτερικοί νεκροί το ίδιο,
εξόν τα ρούχα τους που μείναν.
Στα παντελόνια αυτά, ολόκληρα και μισά εισιτήρια,
κινητά, κέρματα, άλλες αηδίες…
«Πείνα γιατρέ,
στο στομάχι
τα μάτια
τα χέρια
τα σκέλια.
Κι αντανακλάσεις γιατρέ,
στα πλακάκια
τις μπλούζες
την άσφαλτο
τα μάτια
τα λεωφορεία.
Όνειρα;
Ό,τι σας λέω συνέχεια
Ό,τι σας είπα την τελευταία φορά:
Είμαι λέει σε κάτι σαν εκδρομή, μετοίκηση...
Αλλού.
Σε μέρη που γίνεται χάδι το αίμα
Και περιμένω στον άδειο δρόμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου