(Στίχοι Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη)
Για δες τον άνθρωπο και όλα όσα χτίζει…
Καμαρώστε τον!
Πλάσμα θρεμμένο, καμωμένο τροφή
της πεινασμένης γης…
Σκουλήκι μαυροκέφαλο που σέρνεται στη λάσπη,
ξύνεται στα πόδια του Αθάνατου Θανάτου!
Λουλούδι που ανθίζει τη νύχτα χωρίς
να το λούζει του ήλιου το φως˙
στο λυκόφως γέρνει βασανιστικά το κεφάλι…
Καρπός λίγης χαράς και ατέλειωτου πόνου˙
εικόνα που 'φτιαξαν οι θεοί!
Πού είναι άνθρωπε η αθωότητα των παιδικών σου χρόνων,
της νιότης το γλυκό σου γέλιο;
Τα φύσηξε της ωριμότητας το αγέρι ή μήπως,
των γερατειών οι έννοιες;
Που είναι η λάμψη του προσώπου σου;
Μήπως την σκέπασε ο φόβος του θανάτου;
Άνθρωπε, σε σένα μιλώ! Άνθρωπε ‘συ,
τροφή Γης κι Ουρανού:
μάταια όσα έκανες και κούφια!
Νέος και δυνατός, θαρρείς
πως τον θεό θα φτάσεις.
Η δύναμή σου στύβει την πέτρα και η φωνή σου βροντερή
αναταράσσει θάλασσες, γκρεμίζει κάστρα.
Μάθε πως τίποτα δεν σου ανήκει!
Κι απ’ όσα θέλησες…άλλοι πρωτύτερα
τα είχαν θελημένα.
Η ζωή σου ένας συνεχές αγώνας.
Γεννημένος είσαι στα δεσμά και στα δεσμά είναι
η τιμή και η πληρωμή σου.
Αν είχες τη δύναμη…μακριά θα ταξίδευες
απ’ τη γήινή σου θνητότητα˙
με τα χέρια σου θα ‘στηνες θρόνο στους ουρανούς!
Ω άνθρωπε! Φτάνεις στο τέρμα
με σκυθρωπό το πρόσωπό σου,
με σκιές περασμένων εικόνων στα μάτια σου,
με τρομερή στα χείλη σου σιωπή…
Ω ψυχή μου! Αγκυροβολημένο καράβι
σε αφιλόξενο λιμάνι φορτωμένη
με της ζωής τ’ ασήκωτο φορτίο!…
Πότε θα φυσήξει αγέρι καλοτάξιδο,
να ανοίξω τα πανιά να αρμενίσω;…
Να πιάσω το τιμόνι! καπετάνιος ο ίδιος στο καράβι μου
σε μέρη ανίδωτα να ταξιδέψω!!!
Υ.Γ: Οι στίχοι είναι γραμμένοι σε πρώιμη - εφηβική ηλικία κι ανήκουν στην ανέκδοτη μυθιστορηματική βιογραφία: OI ΑΛΦΕΣ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ ή ( Τα χειρόγραφα της μάνας).
Για δες τον άνθρωπο και όλα όσα χτίζει…
Καμαρώστε τον!
Πλάσμα θρεμμένο, καμωμένο τροφή
της πεινασμένης γης…
Σκουλήκι μαυροκέφαλο που σέρνεται στη λάσπη,
ξύνεται στα πόδια του Αθάνατου Θανάτου!
Λουλούδι που ανθίζει τη νύχτα χωρίς
να το λούζει του ήλιου το φως˙
στο λυκόφως γέρνει βασανιστικά το κεφάλι…
Καρπός λίγης χαράς και ατέλειωτου πόνου˙
εικόνα που 'φτιαξαν οι θεοί!
Πού είναι άνθρωπε η αθωότητα των παιδικών σου χρόνων,
της νιότης το γλυκό σου γέλιο;
Τα φύσηξε της ωριμότητας το αγέρι ή μήπως,
των γερατειών οι έννοιες;
Που είναι η λάμψη του προσώπου σου;
Μήπως την σκέπασε ο φόβος του θανάτου;
Άνθρωπε, σε σένα μιλώ! Άνθρωπε ‘συ,
τροφή Γης κι Ουρανού:
μάταια όσα έκανες και κούφια!
Νέος και δυνατός, θαρρείς
πως τον θεό θα φτάσεις.
Η δύναμή σου στύβει την πέτρα και η φωνή σου βροντερή
αναταράσσει θάλασσες, γκρεμίζει κάστρα.
Μάθε πως τίποτα δεν σου ανήκει!
Κι απ’ όσα θέλησες…άλλοι πρωτύτερα
τα είχαν θελημένα.
Η ζωή σου ένας συνεχές αγώνας.
Γεννημένος είσαι στα δεσμά και στα δεσμά είναι
η τιμή και η πληρωμή σου.
Αν είχες τη δύναμη…μακριά θα ταξίδευες
απ’ τη γήινή σου θνητότητα˙
με τα χέρια σου θα ‘στηνες θρόνο στους ουρανούς!
Ω άνθρωπε! Φτάνεις στο τέρμα
με σκυθρωπό το πρόσωπό σου,
με σκιές περασμένων εικόνων στα μάτια σου,
με τρομερή στα χείλη σου σιωπή…
Ω ψυχή μου! Αγκυροβολημένο καράβι
σε αφιλόξενο λιμάνι φορτωμένη
με της ζωής τ’ ασήκωτο φορτίο!…
Πότε θα φυσήξει αγέρι καλοτάξιδο,
να ανοίξω τα πανιά να αρμενίσω;…
Να πιάσω το τιμόνι! καπετάνιος ο ίδιος στο καράβι μου
σε μέρη ανίδωτα να ταξιδέψω!!!
Υ.Γ: Οι στίχοι είναι γραμμένοι σε πρώιμη - εφηβική ηλικία κι ανήκουν στην ανέκδοτη μυθιστορηματική βιογραφία: OI ΑΛΦΕΣ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ ή ( Τα χειρόγραφα της μάνας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου