Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΟΥ ΕΔΩΣΕ Ο ΛΑΣΚΑΡΗΣ Π. ΖΑΡΑΡΗΣ ΣΤΗ ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ.
1) Πότε αρχίσατε να γράφετε και από ποιόν Έλληνα Ποιητή/τρια έχετε επηρεαστεί;
Ξεκίνησα να γράφω -θα ήμουν τότε περίπου 14 χρονών- κάτι στιχάκια που ανταποκρινόταν σ’ ό,τι ακριβώς μουσική άκουγα και ήταν φυσικό επόμενο να επηρεαστώ από τα ροκ συγκροτήματα τα οποία θαύμαζα, όπως οι περισσότεροι έφηβοι στην αρχή της δεκαετίας του ’80. Η γραφή μου τότε είχε κάτι το πρωτόγονο, το δυναμικό, το ανυπόταχτο, το εριστικό και ταίριαζε απόλυτα με το ευμετάβλητο των συναισθημάτων και την ψυχολογία της εφηβείας. Τα πρώτα διαβάσματά μου ήταν καταλυτικά και απαισιόδοξα: Καρυωτάκης, Πολυδούρη. Αργότερα όμως, που άρχισα να διαβάζω ποιητές για τους οποίους είχαν μεγάλη αξία στην ποίησή τους τα τοπία και το φως, στρεφόμουν σταδιακά στους σουρεαλιστές (Ελύτη, Ρίτσο, Τάσο Λειβαδίτη) προσπαθώντας να εκμεταλλευτώ την απελευθέρωση της φαντασίας στο πλάσιμο των εικόνων και τη διαμόρφωση των στίχων. Και δεν σας κρύβω πως πολλοί από αυτούς έγιναν οι σανίδες σωτηρίας μου σ’ έναν ναυαγισμένο εαυτό στη θάλασσα της ποίησης, όταν πρωτοξεκινούσα με άτεχνα καραβάκια-ποιήματα που δύσκολα εύρισκαν τόπο προορισμού. Κι οι στίχοι μου έψαχναν εναγώνια στεριά, καθώς τα κύματα τούς ταλάνιζαν εδώ κι εκεί, μέχρι να βρουν επιτέλους άξιο τον νου τιμονιέρη.
2) Ποιες είναι οι κύριες πηγές έμπνευση σας;
Τα ποιήματα ήταν οι ανταποκρίσεις νεανικών ερώτων στην ευαίσθητη καρδιά και ψυχή όταν έκανα τα πρώτα βήματά μου στο άγνωστο και αγωνιζόμουν με τη σκέψη να φέρω την πολυπόθητη προσωπική ισορροπία, κάθε φορά που έντονα πάθη, συναισθήματα θετικά ή αρνητικά πάλευαν το ένα με τ’ άλλο. Στην πορεία μου ανακάλυψα μια έντονη φιλοσοφική διάθεση ν’ απαντηθούν ορισμένα βασικά ερωτήματα και πρώτα-πρώτα το ερώτημα: «Τι είναι η ζωή;». Η ζωή δεν μπορεί παρά να είναι αλληλένδετη με τη γη που την ορίζει ως ένα σημείο. Είναι οι μνήμες που δημιουργούν δυνατά αισθήματα, όπως η νοσταλγία λόγω της μετανάστευσης ή της προσφυγιάς. Κάποιες φορές είναι και ο ατσάλινος, σκληρός χρόνος που ακούγεται στα τραγούδια της μοναξιάς, αλλά και στα τραγούδια της συντροφιάς. Είναι επίσης, η κίνηση του σύμπαντος, η πλησμονή της ψυχής όταν παρόλο που είσαι τόσο μικρός σε μέγεθος, ένα απειροελάχιστο κύτταρο στην ανθρώπινη υπόσταση σου, νιώθεις τόσο «μεγάλος» στο αντίκρισμα του ήλιου που ξεμυτίζει κάθε πρωί στην Ανατολή. Δεν είναι δυνατόν να μην αντλήσεις έμπνευση όταν ακούσεις το τίναγμα των φτερών ενός πουλιού και δεις ένα πανέμορφο άνθος λουλουδιού να κρατά το πρωινό δάκρυ της δροσιάς. Δεν γίνεται να μη σταθείς για πολλή ώρα σ’ ένα ζεστό ανθρώπινο χαμόγελο, σε μια εγκάρδια χειρονομία που σχετίζεται με τον έρωτα, την αγάπη, τη χαρά και τη λύτρωση από τον πόνο. Θα συμπληρώσω πως η πένα κατά κύριο λόγο κινητοποιείται από μία πνευματική και ασώματη μούσα. Η μούσα που αγγίζει με τρυφερότητα και ερωτισμό το χαρτί και μ’ αυτό το θώπευμά της σπάει τη σιωπή και ρίχνει στο χαρτί την ουράνια μελωδία της. Κινητοποιείται επιπρόσθετα από τον Έρωτα για την ανώτερη δύναμη που «όλα σοφά εποίησε», με ταυτόχρονη συνειδητοποίηση πως η επίδρασή του Θεού καθορίζει τη ζωή και τη βελτιώνει.
3) Ποιες είναι οι δυσκολίες της ποιητικής τέχνης;
Στην ποίηση επιτρέπονται οι μεγαλύτερες συντακτικές και νοηματικές ελευθερίες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι πιο ακραίοι πειραματισμοί περισσότερο απ’ ό,τι συνηθίζεται στον πεζό λόγο. Αυτό από μόνο του συνιστά μία μεγάλη δυσκολία και έναν μόνιμο προβληματισμό: «Τι θα διαλέξει ο δημιουργός μέσα από την πληθώρα των υλικών που του προσφέρονται; Πώς θα επιβάλλει την τάξη στους στίχους τού ποιήματος, κατασκευάζοντας ταυτόχρονα ένα καλαίσθητο έργο σαν τον ικανό αρχιτέκτονα;». Δεν απασχολεί τους ποιητές μονάχα το θέμα της ιδιοσυγκρασίας και της επιρροής, που αντί να ξεδιαλύνει τα πράγματα αντιθέτως επιτείνει το σκοτάδι σε συζητήσεις σχετικά με το τι ακριβώς είναι η ποίηση. Μέχρι τώρα δεν έχει δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση που να καλύπτει τους πάντες. Οι σχολές που δημιουργήθηκαν κάποτε και συνεχίζουν να δημιουργούνται θόλωσαν περισσότερο το τοπίο και κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει με ευκολία -πέρα από κάποιες μικρές ενδείξεις που θα διαπιστώσει από την εμπειρία του- τι ακριβώς προσδιορίζει το μοντέρνο στυλ και τι το παραδοσιακό. Άλλοι ποιητές δίνουν προσοχή και σημασία στο περιεχόμενο, άλλοι περισσότερο στη μορφή ή και στα δύο. Παραμερίζοντας όμως όλες τις αμφισβητήσεις για το ποιες τεχνικές αποδίδουν ακριβώς στην έκφραση του ποιητικού λόγου, θα μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε έναν ορισμό, λέγοντας ότι «η ποίηση αποτελεί μια ακτινογραφία των φαινομένων -αισθητών και νοητικών- και ταιριάζει σε ανθρώπους που δεν μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά διεισδύουν στα άδυτα της ανθρώπινης ύπαρξης».
4) Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε μέσα από τα ποιήματά σας;
Κάθε ποίημα έχει τον δικό του κώδικα και εκπέμπει ένα ξεχωριστό μήνυμα, όλα όμως -υποψιάζομαι- πως ενώνονται σε μια κοινή συνισταμένη, όπου ο ποιητής ως δεινός σκοπευτής σημαδεύει τα πυκνά σκοτάδια κάθε εποχής που κρύβουν τον ήλιο της γνώσης και της αλήθειας. Νιώθω ότι έχω υπογράψει ένα είδος ποινικής ρήτρας με αυστηρούς όρους τήρησης: το όνειρο, την πίστη και την ελπίδα. Έτσι μπαίνει σε κίνηση ένας σύνδεσμος ασταμάτητων αναζητήσεων, μ’ επίκεντρο τον άνθρωπο που υποφέρει και ο πόνος του αυτός καταλαγιάζει όταν πέσει σωτήριο βάλσαμο το θετικό φορτίο της ψυχής. Εκείνο αντιστέκεται στην κόλαση μιας στεγανοποιημένης ζωής, στις απογοητεύσεις, στις διαψεύσεις και στον θάνατο.
5) Πόσο δύσκολο είναι για έναν ποιητή να μεταγγίσει τα γραπτά του στους αναγνώστες;
Ούτως ή άλλως οι ποιητές απευθύνονται σ’ ένα πολύ μικρό αναγνωστικό κοινό και θα τολμούσα να πω πως το μεγαλύτερο τμήμα αυτού γράφει κιόλας. Επειδή ο σύγχρονος τρόπος ζωής οδηγεί τον άνθρωπο στο να διαβάζει εύπεπτα κείμενα και να μην ξοδεύει πολύ χρόνο στην κατανόησή τους, έφερε την ποίηση σε σημείο να παραγκωνιστεί υπό τις βροντερές φωνές και τα ηχηρά βήματα μιας χαμηλής στάθμης λογοτεχνίας, όπου τη μονοπωλεί το μυθιστόρημα και μάλιστα εκείνο που απαιτεί τα λιγότερα πνευματικά εφόδια από τον αναγνώστη. Με αυτό που λέω δεν εννοώ ότι όσοι γράφουν ποίηση δημιουργούν κατ’ ανάγκην έναν κόσμο δυσεξήγητο και άβατο. Υπήρξαν στο παρελθόν ποιητές που μετουσίωσαν τον κοινό πόθο των ανθρώπων για ατομικές και κοινωνικές διεκδικήσεις, σε άφταστους σήμερα στίχους ή κατάφεραν να ενώσουν το προσωπικό τους όραμα μ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό, εθνικό, θρησκευτικό και ιδεολογικό όραμα. Θεωρώ ότι σήμερα βαδίζουμε σ’ αυτή τη συγκυρία της ευνοϊκής εποχής για τους ποιητές, αλλά της δοκιμαζόμενης για την κοινωνία: δύσκολοι καιροί, επαναπροσδιορισμός αξιών ατόμων και κοινωνίας, οικονομική κρίση, γενική απόγνωση κι απελπισία. Οι ποιητές θα ενώσουν τις φωνές τους και θ’ ακουστούν δυνατά και με αντίλαλο σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρωπότητας.
6) Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ποιο ρόλο έχει ο ποιητής/τρια και ποιοι είναι οι στόχοι του/της;
Θα δανειστώ τον τίτλο ενός έργου του Δημήτρη Δημητριάδη και θα πω ότι στις μέρες μας όλοι οι Έλληνες νιώθουμε πως «πεθαίνουμε σαν χώρα». Πρέπει όμως να σκεφτούμε βαθιά και να εξηγήσουμε με ποιον τρόπο πεθαίνουμε. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την οικονομική κρίση ως όπλο εναντίον της «αποπνευματοποίησης» της εποχής μας. Βιώνουμε καθημερινά τις συνέπειες ενός υπέρμετρου καταναλωτισμού, ενώ άνθρωποι κάθε ηλικίας και ολόκληρες οικογένειες καταρρέουν οικονομικά και ψυχικά. Δεν δώσαμε τον απαραίτητο χώρο στη λογοτεχνία και τώρα το πληρώνουμε με το γκρέμισμα των πάντων. Δεν είχαμε προαισθανθεί τις «δονήσεις» από καιρό ως νοήμονες και υπεύθυνοι άνθρωποι και φτάσαμε στο σημείο το λειτούργημα του λογοτέχνη και του διανοούμενου να το θεωρούμε πάρεργο και να προσδιορίζουμε τους εργάτες του λόγου με αρνητικές έννοιες και λέξεις.
Όλοι οι σύγχρονοι ποιητές επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε να δώσουμε κουράγιο στον κόσμο και να δημιουργήσουμε ένα καινούργιο όραμα που να ενθουσιάζει και να πείθει. Δεν είμαστε πλέον «οι αιθεροβάμονες ή οι φευγάτοι ονειροπόλοι», είμαστε η ελπίδα της οικουμένης γιατί έχουμε τις δυνάμεις να χαράζουμε έναν τελείως ξεχωριστό δρόμο και να επενδύουμε σε πολλά όνειρα, κάτι όμως που απαιτεί αρκετές θυσίες που δεν υποπίπτουν στην αντίληψη των «ανθρώπων-καταναλωτικών μηχανών».
7) Όταν γράφετε, φροντίζετε να προσαρμόζετε τις ιδέες σας ή δε σας ενδιαφέρει η λογική αλληλουχία;
Η ποίηση είναι μία σύντομη κατάθεση των εσώψυχων και συνήθως δεν περιέχει πρόσωπα ή δράση, ούτε καν υποτυπώδη πλοκή. Κυριαρχεί το συναίσθημα, η πηγαία έμπνευση, η ζωντάνια των εικόνων, που μέσα σε λίγες γραμμές πρέπει να αποτυπωθούν συνδυάζοντας κατάλληλα το εξωτερικό περίβλημα με τον πυρήνα της ιδέας που γέννησε το ποίημα, είτε αυτό γίνεται με την μεγαλύτερη πίστη στο όνειρο και στην αυτόματη γραφή είτε όταν η λογική επεμβαίνει συχνά στη διαδικασία για να βάλει χαλινάρι στο «αφηνιασμένο άτι» της φαντασίας.
8) Υπάρχει ποίηση για τις μάζες ή η ποίηση απευθύνεται αποκλειστικά σε μια κλειστή ελίτ;
Θα ήταν ευχής έργον να αντιμετωπίζεται σήμερα η ποίηση όπως συνέβαινε στις πρωτόγονες και προϊστορικές κοινωνίες, που το ποίημα αποτελούσε μέρος κάποιας λατρευτικής και τελετουργικής διαδικασίας. Κάνοντας σκόπιμα έναν αναχρονισμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ποιητής είναι ο μάγος της φυλής που μας ενισχύει την πίστη στο αόρατο, ενώ παράλληλα προσφέρει θεραπευτικά βότανα-τους στίχους του στις πονεμένες ανθρώπινες ψυχές με τις προσευχές-ποιήματά του. Η ποίηση δεν απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις από τον αναγνώστη και δεν πρέπει να απευθύνεται σ’ ένα τέτοιο μονάχα κοινό. Ας βεβαιώσουμε στον κόσμο ότι η Ποίηση -αν και κόσμημα κι εργόχειρο του γραπτού λόγου- είναι εντελώς αληθινή, εκφράζει πανανθρώπινες αξίες και σκοπός της δεν είναι να γοητεύσει με ωραία λόγια, αλλά να βρει λύσεις στα καθημερινά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Κυρίως πρέπει να μας ταρακουνήσει απ’ τον μακάριο ύπνο μας και να μας τραβήξει μακριά απ’ τη φαινομενική «ευμάρειά μας».
9) Σήμερα τα νέα παιδιά διαβάζουν Ποίηση και κατά πόσο τα αγγίζει; Μήπως τα παιδιά προκαταλαμβάνονται αρνητικά από τον τρόπο διδασκαλίας στο σχολείο; Αλήθεια, διδάσκεται η Ποίηση;
Πιστεύω ότι τα νέα παιδιά διατηρούν σε μεγάλο βαθμό μια στοργική σχέση με την ποίηση και αυτό φαίνεται από τον τρόπο της σκέψης τους, παρόλο που στις καθημερινές τους συνομιλίες η γλώσσα που χρησιμοποιούν δεν έχει μεγάλη εκφραστική ποικιλία. Δεν διαβάζουν μονάχα τούς δύο μεγάλους νομπελίστες ποιητές, αλλά αναζητούν συνεχώς καινούργιες ποιητικές φωνές οι οποίες εκφράζουν την εποχή που ζουν. Ούτε και τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα αλλοίωσαν ή άμβλυναν αυτή την ενθαρρυντική διαπίστωση, ίσα-ίσα γίνονται πολύτιμοι βοηθοί για τη διάδοση της ποίησης, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου.
Η παιδεία στη χώρα μας λειτουργούσε ανέκαθεν και λειτουργεί ακόμη αναχρονιστικά σε όλα τα επίπεδα, με αποτέλεσμα αντί να διευκολύνει να στήνει εμπόδια σε κάποια ταλέντα, που καθυστερούν έτσι να εμφανιστούν, ενώ υπό άλλες συνθήκες θα ήταν δυνατόν ν’ ανακαλυφθούν έγκαιρα και να προωθηθούν. Αυτό που θα έπρεπε να αναλαμβάνει να κάνει ένας καλά οργανωμένος θεσμός, γίνεται σποραδικά σε περιπτώσεις που τα παιδιά τύχουν στα μαθητικά τους χρόνια μερικούς καθηγητές -από τις εξαιρέσεις του συνόλου- που έχοντας μια σφαιρική αντίληψη για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, διδάσκουν μεταδίδοντας στους μαθητές τους την αγάπη τους γι’ αυτήν.
Η Ποίηση μπορεί να διδαχτεί μόνο στα τεχνητά της μέρη, δηλαδή στο μέτρο, στην ομοιοκαταληξία και στον ρυθμό. Όλο το υπόβαθρο που απαιτείται για να γράψει κάποιος, είναι κυρίως υπόθεση δυσάρεστων γεγονότων της ζωής, εμπειριών που έφεραν πόνο και θλίψη και κατόπιν μιας μακράς επώασης στον νου και στην ψυχή, γέννησαν την ανάγκη της λύτρωσης διαμέσω της ποιητικής έκφρασης.
10) Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι δεν εκδίδουν Ποίηση, πολλοί μικροί προσπαθούν απλώς να εκμεταλλευτούν τους δημιουργούς, είναι το διαδίκτυο μια κάποια λύσις και ποια είναι η σχέση σου με αυτό; (διαδίκτυο)
Θα επαναλάβω πως οι αριθμοί των πωλήσεων του μυθιστορήματος ευρείας κατανάλωσης, επιβάλλουν τη γιγάντωσή του αφού οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι είναι φυσικό να στρέφονται συνέχεια στην έκδοση ανάλογων βιβλίων. Πληροφορούμαι από πολλούς λογοτέχνες ότι για να εκδώσεις στις μέρες μας ένα ποιητικό βιβλίο και μάλιστα σε μικρούς εκδοτικούς οίκους, πρέπει να δώσεις αρκετά χρήματα. Ο φτωχός λοιπόν δεν έχει το δικαίωμα να εκθέσει στους αναγνώστες τα ποιήματά του; Και αν πρόκειται για αριστουργήματα και χάσουμε που δεν μας δίνεται η ευκαιρία να τα διαβάσουμε;
Το διαδίκτυο από τη στιγμή που εισέδυσε στα σπίτια μας, συνέβαλλε αποφασιστικά στην προβολή της λογοτεχνίας. Τα οφέλη για τον δημιουργό έρχονται άμεσα. Είναι αναμφισβήτητα ένα μεγάλο όπλο εναντίον όσων παραγκωνίζουν σκόπιμα τον λογοτέχνη και δεν του δίνουν φωνή και βήμα έκφρασης. Στις μέρες μας, η γενική οικονομική κρίση έπληξε σοβαρά την αγορά του βιβλίου και το διαδίκτυο αποτελεί μια αναζωογονητική ανάσα που ξεπερνά οποιοδήποτε εμπόδιο. Αυτό διαπιστώνω καθημερινά στο δικό μου μπλογκ: «ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ» και με χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός πως η σελίδα αγγίζει κάποιες φορές τις 250 προβολές. Αποδεικνύεται ότι ο κόσμος ενδιαφέρεται για τα γραπτά μου, για τους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς που δημοσιεύω, αλλά επίσης για τους νέους λογοτέχνες, με τους οποίους έχω την τιμή να συνεργάζομαι και να προβάλλω δείγματα του έργου τους, φτάνοντας αρκετές φορές σε εκτενείς κριτικές-παρουσιάσεις των βιβλίων που μου στέλνουν. Βέβαια υπάρχει το πρόβλημα ότι το υλικό που παρέχεται από τις διάφορες ιστοσελίδες, μέσα από το πλήθος των δημοσιεύσεων, απαιτεί και αναγνώστες με εξασκημένο μάτι για να ξεχωρίζουν τα αξιόλογα από τα μέτρια έργα, αν και πιστεύω ότι οι περισσότεροι διαχειριστές των σελίδων σέβονται τους αναγνώστες τους και δεν δημοσιεύουν κείμενα που δεν πληρούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Υπάρχουν αξιόλογοι λογοτέχνες που σε διαφορετική συγκυρία -αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο- θα ήταν παντελώς άγνωστοι, αφού τα εκδοτικά κυκλώματα θα τους άφηναν στην άκρη, προωθώντας πάντα τους ίδιους ανθρώπους. Οι περισσότεροι εκδότες δεν τολμούν να εκδώσουν το έργο κάποιου νέου και ταλαντούχου λογοτέχνη, με τον φόβο του χρηματικού ρίσκου, και προτιμούν να στρώσουν τον δρόμο στους ήδη καταξιωμένους. Αυτή η τακτική όμως αφαιρεί από τη λογοτεχνία και υπονομεύει το μέλλον της όταν η δημιουργία ταυτίζεται με το χρηματικό κέρδος. Το διαδίκτυο τελικά απελευθέρωσε τους εργάτες του λόγου από τις καταπιεστικές κατευθύνσεις των εκδοτών.
11) Πες τε μου έναν στίχο που σας αγγίζει περισσότερο;
Αν εννοείται στίχο από κάποιον παλιό και εξαίρετο ποιητή, θα σας αναφέρω και μάλιστα δύο στίχους του Μανώλη Αναγνωστάκη από το ποίημά του με τίτλο: «Ποιητική»: «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / να μην τις παίρνει ο άνεμος». Αν εννοείται στίχους από εμένα τον ήσσονα κι ερασιτέχνη εραστή της ποίησης, θα σας παρουσιάσω εδώ τέσσερις στίχους από ένα ποίημά μου με τίτλο: «Ορισμοί και κρίσεις», το οποίο περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή: «Παράθυρο στα όνειρα»: «Αυτό το δημιούργημα να ’ναι αληθινό / ή άκαρπο στολίδι; / Μήπως στο τέρμα του κανένα αντικλείδι / για το μυστήριο του θανάτου και της ζωής;».
12) Είναι γεγονός πως η ποίηση ενέχει μελωδία. Πώς μπορεί ένας ποιητής /τρια να «εισάγει» τη μουσική στα ποιήματά του;
Υπάρχουν γύρω του παντού οι ευκαιρίες για να το πετύχει, αρκεί να εκμεταλλευτεί τη φύση και να αξιοποιήσει τους ήχους της: το θρόισμα των φύλλων, τον παφλασμό των κυμάτων, το φτερούγισμα των πουλιών, το τραγούδι των τζιτζικιών, τους ρυθμικούς χτύπους της βροχής στις τσίγκινες σκεπές και ο,τιδήποτε άλλο. Το τοπίο όλης της Ελλάδας είναι μαγευτικό και δημιουργεί άπειρες συγκινήσεις. Η ίδια μας η γλώσσα είναι τόσο σοφά πλασμένη, με αρμονία, που οι λέξεις από μόνες τους δημιουργούν μελωδία. Ίσα-ίσα που πρέπει να βάλει λίγο το χεράκι του ο δημιουργός για να κατευθύνει και να συγχρονίσει όλα αυτά που του προσφέρονται ως ευλογία Θεού και να γίνει ο μαέστρος μιας πολυφωνικής συμφωνικής ορχήστρας.
13) Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να εκδίδονται ολοένα και περισσότερα βιβλία στην Ελλάδα. Τελικά είναι θέμα αστείρευτου ταλέντου σ’ αυτόν τον τόπο, ή απλά έγινε μόδα;
Θα χρησιμοποιήσω το σωκρατικό γνωμικό: «Ουκ εν τω πολλώ το ευ» αλλά και αυτό υπό προϋποθέσεις. Ακόμη και αν εκδίδονται σήμερα κατά κόρον μέτριας αξίας έργα, είναι προς όφελος του βιβλίου, των δημιουργών και των αναγνωστών γιατί με αυτόν τον τρόπο προοδεύει η εγχώρια λογοτεχνία. Το γεγονός ότι στις μέρες μας είναι πιο εύκολο να εκδώσεις βιβλίο απ’ ό,τι σε παλιότερες εποχές -παρακάμπτοντας πρώτα τα οικονομικά εμπόδια- αυξάνει ταυτόχρονα τις πιθανότητες για αναγνώριση σε πιο νεαρή ηλικία. Σκεφτείτε ότι αξιόλογοι ποιητές που εμφανίστηκαν στο παρελθόν στα ελληνικά γράμματα, αναγνωρίστηκαν μετά τον θάνατό τους, πράγμα που σημαίνει πως ή στην εποχή τους η επίδραση των έργων τους ήταν πολύ μικρή ή το πιο πιθανόν η καταξίωσή τους απαιτούσε βάθος χρόνου για να παγιωθεί στη συνείδηση των συναδέλφων τους λογοτεχνών, των κριτικών και των αναγνωστών.
Ακόμη και κάποιος που δεν γνωρίζει πολλά πράγματα για τη λογοτεχνία, μπορεί να αναγνωρίσει ένα ταλέντο από τη φυσικότητα τής ροής τού λόγου του, από την ανεξάντλητη διαδοχή των εικόνων και το κατάλληλο ταίριασμά τους με τα νοήματα. Καταλαβαίνεις αμέσως πότε η έμπνευση είναι πηγαία και ο δημιουργός δεν επιδίδεται σε άτεχνη συρραφή σκέψεων και καλολογικών στοιχείων και μάλιστα χωρίς να δίνεται άμεσα ή έμμεσα κάποιο υπαρξιακό, κοινωνικό ή μεταφυσικό μήνυμα. Από εκεί και πέρα βέβαια, χρειάζεται μια αντικειμενική θεώρηση των δειγμάτων τού έργου του από αξιόπιστους κριτικούς-λειτουργούς τής λογοτεχνίας, ούτως ώστε λαμβάνοντας εκείνος σοβαρά υπόψη τη γνώμη τους και τις συμβουλές τους, να εξελιχτεί και να ωριμάσει λογοτεχνικά.
14) Οι κριτικοί σ’ όλα τα είδη της τέχνης διαμορφώνουν το επίπεδο, ανυψώνοντας ή κατακρεουργώντας τους καλλιτέχνες. Τελικά έχει σημασία η παρουσία κριτικών στους τομείς της τέχνης; Κατά πόσο λειτουργεί αμερόληπτα σε μια εποχή που τα πάντα διαβρώνονται;
Στην εποχή μας η κριτική έχει καταντήσει ανταλλαγή φιλοφρονήσεων και εξυπηρετήσεων μεταξύ φίλων. Όποιος κινείται εκτός του κυκλώματος συνδιαλλαγής δεν έχει μεγάλες πιθανότητες να γράψουν για το έργο του κάτι ενθαρρυντικό. Οι κριτικοί συνήθως δρουν ως εντολοδόχοι των μεγάλων εκδοτικών οίκων και μισθώνονται για τις υπηρεσίες τους γράφοντας θετικές κριτικές για βιβλία σε εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας. Στο διαδίκτυο όπου τα πράγματα είναι περισσότερο αγνά, γράφεται συχνά ο λόγος τής αλήθειας και οι κριτικοί κάνουν ανεπηρέαστοι τη δουλειά τους, έστω και αν πολλοί από αυτούς αυτοαποκαλούνται με αυτή την ιδιότητα, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα τού ρόλου τους και χωρίς να διαθέτουν τα ανάλογα πνευματικά εφόδια. Στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι να πέσουν έξω στις εκτιμήσεις τους από άγνοια και όχι από σκοπιμότητα, κάνοντας επικριτικά σχόλια για το έργο κάποιου λογοτέχνη και για το μέλλον του. Η πορεία όμως κάποιων μπορεί να τους διαψεύσει.
Η κριτική θα ωφελούσε σαφώς τα λογοτεχνικά έργα και τους δημιουργούς, αν καθιερωνόταν ορισμένες αντικειμενικές σταθερές για την αξιολόγηση των κειμένων (του ωραίου, του μέτριου και του κακού), μακριά από τα κριτήρια του προσωπικού γούστου. Η άποψή μου είναι ότι οι αληθινά «μεγάλοι» ποιητές δεν τυχαίνουν αναγνώρισης σε αυτή τη ζωή. Το βάθος της ποίησης που αντιπροσωπεύει κάθε δημιουργός, χρειάζεται πολύ χρόνο για να εκτιμηθεί σφαιρικά. Απαιτεί όμως και ευαίσθητους κριτές, με αγάπη για τον δημιουργό και τα ποιήματα, για να ξεχωρίσουν αυτά που γράφονται στα βράχια απ’ όσα γράφονται στην άμμο.
15) Τι σας βοηθάει περισσότερο να απελευθερώσετε την έμπνευσής σας;
Συγχαρητήρια Λάσκαρη για τη συνέντευξή σου! Με το ύφος του λόγου σου, αλλά και με το περιεχόμενό του αποδεικνύεις πως είσαι Λογοτέχνης με Λ κεφαλαίο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ Γεράσιμε για τα καλά σου λόγια!!! Εύχομαι πάντα να βρίσκεσαι στις επάλξεις της λογοτεχνίας και να προσφέρεις γλυκούς καρπούς!!!
Διαγραφή