Στην εγγονή μου Μαρία
 
Άγιε Βασίλη, εθελοντή διάκονε της προσφοράς,
Έλα να στήσεις πάλι τις αρχέγονες «αγάπες», τη Βασιλειάδα σου. Σκύψε να συσκευάσεις δέματα για τους παλιούς και νέους πένητες, χαμόγελα για τους αγγέλους  με τις προσδοκίες στη βαλίτσα τους, που ψάχνουν στο φλυτζάνι  να μαντέψουν σε ποια χώρα ανατέλλει το πρωί το όνειρο και κάθε βράδυ κουρασμένο πέφτει στο κρεβάτι για να ταξιδέψει...
Έλα με το μειλίχιο βλέμμα σου να γαληνέψεις την οργή που φώλιασε λιθάρι στη σφεντόνα μας και δε γνωρίζουμε πια πού να σημαδέψουμε: Παντού τριγύρω γκρεμισμένα είδωλα, ψευδοπροφήτες, Δούρειοι σωτήρες και δημαγωγοί της ευκαιρίας...
Γύρω μας γέμισε ο κόσμος πτώματα, και άστεγα φεγγάρια. Απ’ τη Συρία, την Απώτερη Ανατολή μέχρι την Αλβιόνα και την Πέρα Δύση οι μοχθηροί θησαυροφύλακες Εγκέλαδοι ταρακουνούν του κόσμου τα θεμέλια...
                Στη χώρα του ήλιου και της θάλασσας, των σοφών αγαλμάτων και των ποιητών, του ξένιου Δία, του λυράρη Απόλλωνα, της  τριχερούσας Παναγιάς, με τα αφρόκτιστα νησιά, τα γαλανά ακρωτήρια της ελπίδας, τις κορυφογραμμές λευκές περισπωμένες πάνω από της άνοιξης το πράσινο και τη σελήνη κόκκινη αγάπη για τα ερωτευμένα μάτια,
                                      Μάγοι μαθητευόμενοι και ξένοι πειρατές μάζεψαν σύννεφα ασήκωτα, σκοτείνιασαν τον τόπο. Ελπίζουμε πια στον αλύπητο Βαρδάρη να φέρει τσουχτερή την ξαστεριά, να τελειώσουν κι οι ισχνές οι αγελάδες, μήπως επαναληφθεί το θαύμα της εφτάχρονης εναλλαγής...
 
Όμως εμείς ακόμα τραγουδάμε και χορεύουμε, όπως τα δένδρα που πεθαίνουν όρθια με τα κλαδιά χέρια στον άνεμο απλωμένα σε ρυθμό ζεϊμπέκικο. Κρατάμε  κάτω από τη γλώσσα μας περίσσευμα φιλιού για τα φλογάτα χείλια, στα δάχτυλα υστέρημα αγάπης για τα  περιπλανώμενα πουλιά, στα μάτια φως χαμηλωμένο για τα αβέβαια βήματα στους λασπωμένους δρόμους...
Διαλέγουμε από της θάλασσας τ’ αστραφτερά χαλίκια λέξεις και τις πλέκουμε φανέλες για τα παγωμένα αισθήματα, χρώματα ακανόνιστα απ’ τα νταμάρια  του βουνού και φτιάχνουμε ψηφιδωτά ν’ αντλούμε χαμηλότονο μειδίαμα στις μέρες της υπομονής, γυμνάζουμε το γέλιο και το δάκρυ πάνω στις σκηνές και τις ζητωκραυγές μέσα στα γήπεδα...
Σε πείσμα των ανέμων και των τοκογλύφων ζούμε ακόμη, έστω και με λάδι από τους μαυραγορίτες, κι όσοι αντέχουμε, υψώνουμε στους δρόμους τη γροθιά για να ξορκίσουμε τα παγανά...
 
Έλα να μας γλυκάνεις την αναμονή, τουλάχιστον να σταματήσεις τον κατήφορο. Είναι καιρός να δούμε όνειρα ανωθρώσκοντα  εμείς που τόσο μαζικά πιστέψαμε στ’ ωραίο παραμύθι σου.
Έλα απόψε με το τυχερό νούμερο δεκατέσσερα με μία χαρτοσιά να αντιστρέψεις τη σαγίτα της Κλωθώς, της ιστορίας το ξεφύλλισμα και να μοιράσεις, άρχοντας βυζαντινός με το πουγκί λυτό, τα χρώματα, τους άσσους, που κρατούσαν στο μανίκι τους οι πονηροί, και φύλλα δυνατού χαμόγελου σε πλήθη αναμένοντα με  πεινασμένα μάτια...
 
Άγιε Βασίλη, πέρνα κι απ’ το σπίτι μας. Ετούτη τη βραδιά γίναμε όλοι νήπια, και παίζουμε τα όνειρα πεντόβολα. Βάλαμε στο τραπέζι τις καρδιές και τις ανακατέψαμε, φλουριά στη βασιλόπιττα, να πάρει ο καθένας όποια τύχει, να τις αγαπάει όλες ίδια.
Έλα να πάρεις το κομμάτι σου, να παίξεις φυσαρμόνικα –παππούς μιας άλλης εποχής- τον καλαματιανό να σύρεις προς τα μέρη τ’ ουρανού, να στροβιλίσεις μες στην αγκαλιά σου μπαλλαρίνα τη μικρή μας Σταχτοπούτα, εγγονή μονάκριβη, κι ύστερα στο βαρύ ζεϊμπέκικο, μ’ ένα ποτήρι τσίπουρο στο χέρι, «Άντε και άσπρο πάτο» να πάνε κάτω τα φαρμάκια όλης της γης...