Μένω στα ξόρκια
Που η μήτρα της ύπαρξης 
Μου πέταξε στα μούτρα, χωρίς
Ευλάβεια για την διαφορετικότητά μου,
Καθώς εγώ συνήθισα μικρότερος
Να μετατρέπομαι εντός μου
Και τρομαγμένος

Πλένομαι τα δάκρυα 
Που οι κατάρες έσταξαν στα μάτια
Και πνίγομαι από τις
Αρρώστιες που κυνήγησα
Με μένος να αγαπήσω τις πλάτες τους·
Κοίταξα στους βολβούς 
Των ματιών τους τις προτάσεις 
Που δεν κατανόησα πριν να τις μεταφράσω
Και τώρα,
Πίνω λαίμαργα τις δίψες μου
Μπας και ξαποστάσω κάτω 
Από την μπλεβί πανσέληνο της λήθης…

Στερνό χαμόγελο 
Αποχωρίζονται τα σκασμένα χείλη μου
Μην μπορώντας σοβαρά να 
Μιλήσουν για τις κατάντιες της γενιάς μου·
Παράλογο, θαρρώ, κρύβεται το μίσος
Πίσω από τις ξεδοντιάρικες γνάθους,
Που τρελαινόμουν να φιλάω 
Και πλέον,
Σκύβω στα πόδια μου
Ανάμεσα, να δω το πρόσωπό μου…

Εις μάτην…