Η Νίκη Ταγκάλου, μετά από παρουσία αρκετών
χρόνων στην εγχώρια ποιητική παραγωγή, μας επιτρέπει λόγω της πρόσφατης
δουλειάς της να την κατατάξουμε ανάμεσα στους πιο αξιόλογους σύγχρονους
ποιητές, διαδικτυακούς και μη διαδικτυακούς. Αυτό που αναφέρω εδώ μπορεί εύλογα
να βγει ως συμπέρασμα κατόπιν ανάλυσης του έργου τής συγκεκριμένης γενιάς που
διαπραγματεύεται τον ποιητικό λόγο ως ανθεκτικό στήριγμα της ύπαρξης και ως
αφορμή της σκέψης να κατανοήσει τον έρωτα και όλες τις παραμέτρους που τον
διέπουν, ανώδυνες ή επώδυνες. Με τον όρο «γενιά», δεν εννοώ βέβαια την ηλικία
εμφάνισης των ποιητών, αλλά την ηλικία που έτυχε να ωριμάσει το έργο τους.
«Δεν
φυλακίζεται η ποίηση αγάπη μου, πρέπει να
την
αφήνεις να κυκλοφορεί ελεύθερη
για
να σώνει όλο και περισσότερους ανθρώπους,
να
λυτρώνει ψυχές που έχασαν τον δρόμο…».
Η
ποιήτρια τοποθετεί ως προμετωπίδα στη συλλογή της τους προηγούμενους στίχους,
φανερώνοντας σε μας μία αρχέγονη θρησκευτική αντίληψη που επικρατούσε στην
ποίηση όταν ο ποιητής θεωρούνταν ταυτόχρονα ο μάγος της φυλής και ο γιατρός που
θεράπευε κάθε ψυχική και σωματική νόσο.
Η ποιητική συλλογή: «Το Κορμί της Λύπης» με
το υπέροχο εξώφυλλο που αναπαριστά ένα καλλιτεχνικό γυμνό, αποτελείται από 86
μακροσκελή ποιήματα που αρκετά από αυτά αγγίζουν τις πέντε και πλέον σελίδες,
και 147 ολιγόλεκτα που χαρακτηρίζονται από την περιεκτικότητα των στίχων. Στον
πρόλογο του βιβλίου γράφει η ίδια η ποιήτρια:
«Η
ποίηση είναι το ελάχιστο που χρωστώ στον
εαυτό
μου.
Είναι
το ελάχιστο που μπορώ να δώσω στους
ανθρώπους
που νιώθουν.
Οι
δικές μου σελίδες έχουν την φωνή μου και
προσπαθώ
να σας υποβάλλω σε μια κατάσταση
μέθης
ώστε να σας παρασύρω μαζί μου».
Πράγματι,
η όμορφη, καλή και ουσιαστική ποίηση υποβάλλει τον αναγνώστη σε μια αργή και
γλυκιά μέθη, όπου το μυαλό αδειάζει σταδιακά, το σώμα πλημμυρίζει από μία
παραλυτική αίσθηση και τότε βγαίνουν στην επιφάνεια τα συναισθήματα. Έχει
ξεκινήσει η παράδοση στο άφατο που εκπροσωπεί η ποίηση και στην αρμονία που
προϋποθέτει η ποίηση.
Στο ποίημα με τίτλο: «Αγάπη… Ώρα μηδέν», μας
αποκαλύπτει την επιθυμία της ν’ αντλήσει την ευχαρίστηση, να κατακτήσει την
ευτυχία μέσα σ’ έναν έρωτα, που όμως τελικά αποδεικνύεται πως δεν τηρεί τις
ελάχιστες προϋποθέσεις και υποσχέσεις, ώστε να την καλύψει με την πληρότητά
του. Μοιάζει να είναι ένα παιχνίδι χαμένο από την αρχή, ένα παιχνίδι άγριο, που
δεν θυμίζει σε τίποτα την άδολη αγάπη, αλλά ταιριάζει με τον αμείλικτο αγώνα
για το ποιος θα επικρατήσει τελικά σε μια αρένα:
«Aγαπημένε
μου, σκότωσα ότι είχα μέσα μου για να
μπορέσω
να δεχθώ ότι με πρόδωσες…».
Λίγο
πριν τον χαμό ένιωθα ευτυχία και αμέσως
μετά
η καταστροφή!
Όλοι
θεατές και εγώ ο πρωταγωνιστής της τραγωδίας.
Η
μια παράσταση καλύτερη από την άλλη.
Είχα
πια μπει στο πετσί του ρόλου.
Γδυνόμουν,
άφηνα την ψυχή μου σε μια καρέκλα
και
ξάπλωνα σε ένα κρεβάτι-αρένα.
Αγόραζα
στιγμές για να συνεχίσω να ζω.
Θυσιαζόμουν
δίνοντας την αναπνοή μου
σε
εκείνον, γιατί ήξερα πως το τέλος πλησίαζε.
Πάντα
ήταν κοντά, πάντα κολλημένο με την αρχή.
Η
υπέροχη αρχή κατέληγε σε καταστροφικό τέλος
και
το όνειρο μονομιάς εφιάλτης!».
Και
πιο κάτω στο ίδιο ποίημα γράφει με μια διάθεση απολογισμού των ερωτικών σχέσεων
αλλά και με απογοήτευση και πίκρα που εκείνες δεν ήταν αμφίδρομες και κατέληγαν
πάντα στην εκμετάλλευση και στο ψυχικό άδειασμα:
«Μου
έκλεβαν τα πάντα και τους έλεγα πάρτε κι
άλλα!
Χαζές
γυναίκες…
Παραδινόμαστε
σε όποιον μας κουνήσει μαντήλι
με
μυρωδιά έρωτα».
Εδώ
η Νίκη Ταγκάλου δίνει όμορφα μία εικόνα για τον έρωτα, που όμως επώδυνος και
βασανιστικός φέρνει την ομίχλη στο μυαλό και τυφλώνει τα μάτια. Φαίνεται ότι οι
προσπάθειές της να συναντήσει έναν αληθινό έρωτα –όπως της επιβάλλουν τα
πρότυπά της- αποτυγχάνουν από την αρχή κι εκείνος το μόνο που μπορεί να
προκαλέσει είναι: πόνο, δάκρυα και μοναξιά:
«Αλήτη
έρωτα!
Ποτέ
δε έκανες τίποτα σωστό κι εγώ σαν
άνθρωπος
έκανα πάντα λάθη.
Σε
κάθε έρωτα μπροστά μου έπεφτε πυκνή ομίχλη
και
έχανα πάντα το σωστό μονοπάτι.
Ο
έρωτας μου γινόταν θάνατος ανελέητος
με
χέρια που μου έσφιγγαν τον λαιμό και αναγκαζόταν
να
με αφήσει όταν τα δάκρυα μου καυτά,
του
έκαιγαν τις παλάμες».
Και
από το ποίημα: «Μην κλαις», το εξής απόσπασμα:
«Έχτιζα
αδιέξοδα γύρω μου και έπαιρνες
ένα
δρεπάνι ποτισμένο από το θάρρος σου
και
τα θέριζες όλα μονομιάς.
Μην
κλαίς ούρλιαζες…
Και
εγώ ερχόμουν δίπλα σου,
έμπαινα
κάτω από τα φτερά σου
και
σαν νεοσύλλεκτος Θεός
σκεπαζόμουν
με αυτά.
Μην
κλαίς άλλο έρωτα μου…
Θα
έρθει ο καιρός που τα δάκρυα σου
θα
σχηματίσουν κρεβάτι, θα ξαπλώσω μέσα τους
και
θα βυθιστώ στην αιωνιότητα».
Στο
ποίημα: «Μεταμορφώσεις», δίνεται
διάπλατα η αντιθετική εικόνα της πραγματικότητας και του ονείρου και
περιγράφεται το γεγονός ότι η ποιήτρια έχει μάθει να αιωρείται ανάμεσα στις δύο
αυτές καταστάσεις, χρησιμοποιώντας τες ως τεχνικές άμυνας πολλές φορές, για να
μη βλέπει σκόπιμα μπροστά της και άλλες φορές για να προσπορίζεται εμπνεύσεις
από τον ονειρικό και φανταστικό κόσμο:
«H πένα μου χώρισε τον κόσμο σε δύο μέρη.
Αυτόν που άντεχα και αυτόν που ονειρευόμουν.
Έπαιρνα τις εντολές και τις μετέτρεπα σε ευχές.
Έπαιρνα τους φονιάδες μου από το χέρι
και τους χάριζα τα μάτια μου μήπως
και δουν την αξία της ζωής μου.
Χάιδευα πίκρες και τις μεταμόρφωνα
σε γλυκές αναμνήσεις.
Έβαζα τα μαχαίρια τους στις τσέπες μου
και τα βάφτιζα κοσμήματα.
Οι φωνές τους αντηχούσαν στα αυτιά μου
σαν λόγια αγάπης.
Στα παράλογα χάριζα λογική.
Στα δάκρυα μου χαμογελούσα
γιατί θεωρούσα πως αυτή είναι
η φωνή της ψυχής μου.
Ένα πράγμα δεν μπορούσα να μεταμορφώσω.
Την ερημιά..
Όσο κι αν η ποίηση φώναζε, αυτή αντιστεκόταν!».
Στο ποίημα με τίτλο: «Δολοφονία», διατυπώνεται εύγλωττα το νόημα τής πραγματικής
αγάπης, όπως το αντιλαμβάνεται μία γυναίκα με ψυχή και όνειρα:
«Χέρια
που σκόρπισαν αγάπη αλλά και
στεναχώριες.
Αυτά
ήταν τα χέρια μου.
Τρύπια
ήταν η καρδιά μου και δεν κρατούσε
τίποτα
μέσα της.
Βρείτε
μου έναν λόγο να πεθάνω,
έναν
λόγο να ζήσω,
έναν
άνθρωπο για τον οποίο να κλάψω
και
τα δάκρυα μου να ριζώσουν μέσα του
μέχρι
να γίνουν χρυσάφι.
Πώς
να σε αποχαιρετήσω
δίχως
να πάψω να αναπνέω;
Πώς
να μου χαρίσω φως
δίχως
να σε ερωτευτώ;
Δολοφόνησέ
με ..μπορείς ...
Εγώ
εάν αγαπώ, καταθέτω τα όπλα!
Εγώ
εάν αγαπώ, δεν ζω για μένα!».
Στο
ποίημα: «Μονόλογος Ζωής και Θανάτου», στο συγκεκριμένο απόσπασμα που
επιλέγω, αποκαλύπτεται μία φιλοσοφημένη και στοχαστική ματιά σε θέματα ζωτικής
σημασίας για τον άνθρωπο:
«Στην
ψυχή μας πρέπει να συμπεριφερόμαστε
με
τρυφερότητα για να αντέχει
αυτά
που της επιβάλλουμε.
Στα
πάθη μας βιώνουμε τα πάντα,
στην
καθημερινότητά μας γιατί τα φοβόμαστε;
Στις
αμαρτίες μας δεχόμαστε τα πάντα,
στις
εξομολογήσεις μας γιατί τα αρνιόμαστε;
Κρυβόμαστε
στην αλήθεια του ψέματος
που
οι ίδιοι δημιουργούμε.
Εμείς
οι ίδιοι έχουμε φτάσει τον κόσμο μας
σε
ένα σημείο όπου δεχόμαστε τον θάνατό μας
σαν
τιμωρία ενώ θα έπρεπε να βλέπουμε
σαν
λύτρωση.
Ο
θάνατος δεν μας αφανίζει,
o
εαυτός μας όμως μπορεί».
Η
ποιήτρια φτάνει σε σημείο να εκφράσει μία σκληρή μα αντικειμενική παραδοχή στο
τέλος του ποιήματος: «Αισθηματίες Άνθρωποι»:
«Δεν
έχει ανάγκη αυτός ο κόσμος από αισθηματίες
ανθρώπους,
τους τρώει.
Και
ακόμα αναρωτιέμαι γιατί φταίω;».
Ενώ
στα ποιήματα: «Σε περιμένω» και «Περί Έρωτος», μας εκπλήσσει η ειλικρίνεια
του λόγου της:
«Δεν
θέλω πολλά για να νιώσω ευτυχία..
Ένα
φιλί και ένα χέρι να με κρατάει μακριά
από
την μοναξιά μου».
«O
έρωτας γλυκέ μου άνθρωπε, σου έλεγα έρχεται
πάντα
καμουφλαρισμένος…
Φοράει τα καλά του, χαμογελάει σαν
ήλιος
και σε καίει πριν το καταλάβεις.
Η αγκαλιά του σε κάνει να
λιγώνεσαι
από επιθυμία και πόθο αλλά τα
χέρια του
είναι αόρατα μαχαίρια που σε
κόβουν κομματάκι-
κομματάκι και ο πόνος είναι τόσο
γλυκός στην αρχή που δεν τον
καταλαβαίνεις
παρά μόνο όταν φτάσεις στο σημείο
να μετράς φλέβες ανάπηρες πάνω σου
και ξαφνικά να βουλιάζεις στο ίδιο
σου το αίμα».
Στο
ποίημα με τίτλο: «Θα με Χτίσω», αποτυπώνεται η δυσφορία μιας κουρασμένης ψυχής
που συνήθως εισπράττει μύρια δεινά από έρωτες και μόνη διέξοδος φαντάζει η
υπονόμευση της με την παραχώρηση που γίνεται στις παρορμήσεις της σάρκας.
«Θα χτίσω ότι γκρέμισα κομμάτι – κομμάτι.
Θα μου βάλω δύο μεγάλα εκφραστικά μάτια
που θα στάζουν μόνο καλοσύνη.
Ένα στόμα που θα εκτοξεύει γλυκά
και τρυφερά λόγια.
Δύο αυτιά που θα ακούν μόνο την ευτυχία.
Δύο χέρια που μόνο θα προσφέρουν.
Θα με χτίσω…
Κούκλα πορσελάνινη που θα δίνει
και θα δέχεται μόνο ευγένεια.
Μόνο ψυχή μη μου πείτε να χτίσω.
Αμαρτία ένα κουφάρι άδειο
όμως προτιμότερο από την σταύρωσή του.
Με σκουντάει η πείνα μου για ζωή
όμως την αγνοώ…».
Στα
ποιήματα: «Φίλε» και «Αλήθειες και Ψέματα», μας κερδίζει με την αμεσότητα
της, που οδηγεί τον αναγνώστη να συμπάσχει μαζί της:
«Φίλε μάνα με γέννησε και εμένα.
Ονειροπαρμένη ήμουν όχι εγκληματίας.
Καρφωμένες ιστορίες πάνω μου λύπης όχι χαράς.
Τσακίστηκα από ταράτσες για ένα σύννεφο.
Μάταια…
Η ζωή, αν δεν μπορείς να την μοιράζεσαι
σε τρώει».
«Αλίμονο
σε εμάς που κάθε ουρανό
τον
βλέπουμε πεντακάθαρο
και
δεν μας προβληματίζει ποτέ η ύποπτη
τελειότητά
του.
Αλίμονο
σε εμάς που ένα βράδυ
μας
κήρυξαν αγνοούμενους
γιατί
χαθήκαμε σε κάποια καμουφλαρισμένα
ψέματα
που αβίαστα τα περάσαμε για αλήθειες».
Η
ποιήτρια καταλήγει να νιώσει πως «Ήρθε ο Καιρός» να ξεφύγει απ’ όσα καταδυναστεύουν
την ύπαρξή της και επηρεάζουν αρνητικά την ψυχολογία της:
«Θα
έρθει η μέρα που θα περπατάω
πάνω
στο νερό,
και
δεν θα φοβάμαι μην πνιγώ.
Θα
κρατώ τον ήλιο στο χέρι μου
και
κάψιμο δεν θα νιώθω.
Θα
ανεβαίνω στις στέγες των σπιτιών
και
θα νιώθω φτερά στην πλάτη μου.
Θα
γλύφω τις πληγές μου και θα νιώθω ευτυχία
γιατί
θα επουλώνονται γρήγορα
και
θα νιώθω πιο άνθρωπος
κι
από τους ανθρώπους.
Το
θολό παρελθόν θα δώσει την θέση του
στο
καθαρό μέλλον».
Θα κλείσω αυτή την κριτική παρουσίαση με το
ποίημα: «Οι Γυναίκες που δεν Κλαίνε», μιας και αποδίδει με τον καλύτερο
τρόπο το προφίλ μιας έντιμης γυναίκας που λαχταρά να υπάρξει πέρα από τις
καθημερινές και σαρωτικές συμβάσεις της ζωής, με ουσιαστική τοποθέτηση,
δημιουργική πρωτοβουλία και μεγάλο θάρρος, να βιώνει μέχρι εσχάτων τα πάθη και
τους έρωτες, αλλά να μη φτάνει σε σημείο να χαραμίζει τη ζωή της και την
ανεξαρτησία της, σε έρωτες που λειτουργούν ως στέρηση της ευτυχίας:
«Δεν τις βλέπετε
ποτέ…
Είναι αόρατες
προς όλο τον κόσμο, ορατές μόνο
στον ίδιο τους
τον εαυτό.
Τα βράδια
ανοίγουν τα παράθυρα να δραπετεύσουν
οι στεναγμοί
τους.
Τρομάζουν τον
κόσμο γιατί η κατάσχεση της ζωής τους,
τους δίνει
δύναμη να συνεχίσουν.
Οι ήττες τις
κρατούν απασχολημένες.
Δεν χαμηλώνουν
ποτέ το κεφάλι. Τις μισούν για αυτό.
Δέχονται τον
θάνατο κάθε φορά που τους χτυπά
την πόρτα
και περιμένουν υπομονετικά
να τους χτυπήσει
πάλι η
ζωή τον ώμο.
Τις βρίσκετε
μέσα σε λόγια ανείπωτα, ξεφτισμένα,
οπουδήποτε δεν
πάει ο λογισμός σας.
Σε κάθε πόρτα
που ανοίγουν βρίσκουν αυτά που έχουν
χάσει.
Αυτές είναι οι
γυναίκες που δεν κλαίνε.
Πονούν δίχως
ίχνος μαρτυρίας επάνω τους.
Τις κοιτάς και
δεν σου προξενούν ίχνος λύπησης.
Αυτές οι
γυναίκες παίζουν με την φωτιά μέχρι που
καίγονται,
παίζουν με την
θάλασσα μέχρι που πνίγονται,
παίζουν με τον
αέρα μέχρι που τις σκορπάει.
Κάνουν όλα τα
στοιχειά της φύσης δικά τους
μέχρι που
χάνονται».
Η ποίηση της Νίκης Ταγκάλου όσον αφορά το περιεχόμενό
της είναι βαθιά ανθρώπινη, συναισθηματική, ερωτική, γνήσια, ανυπόκριτη,
παρορμητική, εξαιρετικά προσωπική. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί μια γλώσσα άμεση κι
εξομολογητική που συγκινεί τον αναγνώστη, χτυπώντας κατευθείαν στον στόχο της.
Αποφεύγει τις συνηθισμένες υπερβολές των σύγχρονων ομοτέχνων της, που
προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με τις επικίνδυνες ακροβασίες του ποιητικού τους
λόγου και με λέξεις-βεγγαλικά, που σβήνει γρήγορα η λάμψη τους. Αντιθέτως,
εκείνη μεταχειρίζεται ως όχημα την ψυχή της εμποτίζοντας με αυτή έναν στέρεο
ποιητικό λόγο, γεμάτο ενσυναίσθηση και ανθρωπιά. Αρκετές φορές γίνεται
χειμαρρώδης και λειτουργεί ως σκηνοθέτης σε άκρως ψυχογραφικούς μονολόγους,
όπου αντιθετικά αισθήματα διαλέγονται επί σκηνής. Προσπαθούν να υπερισχύσουν σε
μια καρδιά και σε μια ψυχή που πάλλονται από την αγωνιώδη αναζήτηση των
διάφορων προσώπων του Έρωτα. Το σώμα, το σώμα στην ποιητική συλλογή: «Το
Κορμί της Λύπης», απλώς νιώθει, ποθεί, υποτάσσεται, συμβιβάζεται,
παραδίνεται, ερωτοτροπεί και εκμαιεύει την αιωνιότητα από τις εφήμερες στιγμές,
όταν ο νους απουσιάζει:
«Καρδιά
ζήτησα και η ψυχή με τιμώρησε.
Μου
την έδωσε τόσο δυνατή που όσο πόνο
και
να παίρνει
έχει
περιθώριο και για άλλο.
Άραγε
τι να θυσιάσω.
Ψυχή
για καρδιά ή καρδιά για ψυχή;
Και
τα δυο μαζί μου κόβουν την ανάσα».
Η Νίκη Ταγκάλου αδιαφορεί για την
αρχιτεκτονική των ποιημάτων της όσον αφορά τον διαχωρισμό σε στροφές, την
ομοιοκαταληξία και το μέτρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν θεωρεί σημαντικά αυτά
τα στοιχεία που συνδέουν μερικούς ποιητές με την παράδοση ή ένα μέρος αυτής.
Απεξαρτημένη λοιπόν από τους περιορισμούς που πιθανώς να την εμπόδιζαν να
εκφράσει με τόσο εύρος και βάθος την ψυχή της, εισάγει στους στίχους της έναν
εσωτερικό ρυθμό και μία ικανοποιητική αρμονία που μόνο η απλότητα και η
ειλικρίνεια της διατύπωσης μπορεί να δημιουργεί.
Ωστόσο, ο νους δεν μένει νωθρός, αλλά
επεξεργάζεται όσα η μνήμη φέρνει στο φως και όλα όσα η καρδιά και η ψυχή
ερμηνεύουν και αποδέχονται ή δεν αποδέχονται. Η προσωπική εμπειρία μετατρέπεται
σε πείρα ζωής και σε θυμοσοφία, καθώς διατυπώνονται ιδέες και απόψεις που αν
τις αναλύσει κανείς, θα συμπεράνει ότι ισχύουν γενικά.
Πάντως, είναι γεγονός ότι η ποιήτρια Νίκη
Ταγκάλου στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, διεκδικεί με αξιώσεις το μέλλον της
ανάμεσα σε αρκετούς αξιόλογους ποιητές που δείχνει να τους ξεπερνά προς το
παρόν με την προσωπική της ποίηση, η οποία δεν επιδέχεται μιμήσεις, αλλά
ερωτήσεις και επεξηγήσεις, αφού ο ποιητής, ακόμη και στις περιπτώσεις που μιλά
απλά, μοιάζει να συγκεντρώνει γύρω του όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος και η
φωνή του να ακούγεται σε όλα τα πλάτη της υφηλίου, αποτελώντας τη συνείδηση
αυτής.
Συγχαρητήρια στην αγαπητή ποιήτρια Νίκη
Ταγκάλου και εύχομαι σύντομα η συνεισφορά της στην εγχώρια ποιητική παραγωγή να
εκτιμηθεί από όλους τους θεράποντες της ποίησης -ποιητές και κριτικούς- όπως
ακριβώς τής αξίζει.
17/10/2014
Λάσκαρης
Π. Ζαράρης
Ποιητής,
συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου