Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Τρία ποιήματα του Παύλου Πολυχρονάκη.



ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ…

Πρωτού να μας στριμώξουνε, Αγκέλες και Βρυξέλες,
ο Κρατικός μηχανισμός ήταν γεμάτος βδέλλες.
Τουτέστιν, κομματοφρουρούς κι άλλους χαραμοφάδες,
που έργο δεν προσφέρανε και παίρναν τους παράδες.
Αυτοί σαν πιάνανε δουλειά τα χέρια είχαν στις τσέπες
και όταν εσκολνούσανε τα βγάζαν απ’ τις τσέπες.
Και δεν τους πίεσε κανείς, το αντίθετο να κάνουν:
Τα χέρια τους, στις τσέπες τους, στο σπίτι να τα βάνουν
κι όταν θα πιάνανε δουλειά, απέξω να τα βγάνουν.


ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣΗΦΗ
(Για 25 λόγους ήρθε στην Κρήτη)

Με ερπετά, σαύρες, σκορπιούς και, φίδια και λιακόνια,
είχα παρτίδες μπόλικες απ’ τα μικρά μου χρόνια.
Γι’ αυτό κι όταν ΔΕΝ πιάσανε τον κολυσαυροσήφη
έτρεξα και συνέντευξη του πήρα του… ερίφη
αφού με ένα κοτόπουλο τον είχα ομπρός φιλέψει
κι ακούστε τι μου δήλωσε ο δόλιος επί λέξει.
Τζάμπα στον κόσμο γίνηκε σάλος πολύ μεγάλος.
Δεν είμαι ο κροκόδειλος του Νείλου, ο μεγάλος
όπου μπορεί να καταπιεί ολόκληρο μοσχάρι
κι ακόμη και σε ελέφαντα ποτέ δεν κάνει χάρη.
Εγώ ‘μαι ένα δίμετρο σοφό κροκοδειλάκι
που τρώω φίλια, ποντικούς και κα ‘να βατραχάκι.
Δεν βρέθηκα στον τόπο σας κακό για να σας κάνω,
τον Καζαντζάκη άκουσα: «Να φτάξω όπου δεν φτάνω….»
κι ήρθα γιατί σας αγαπώ και πριν πεθάνω θέλω
να επισκεφτώ στον τάφο του τον Μέγα Βενιζέλο.
Να προσκυνήσω ευλαβικά το δοξασμένο Αρκάδι
που ‘ναι της Γης το ιερό, της Κρήτης το σμαράγδι.
Να απολαύσω τσικουδιά, τυριά, σύγκλινα, στάκα
και να φορέσω κρητικά στιβάνια και τη βράκα.
Να ακούσω λίρες και βιολιά, λαγούτα, μαντινάδες,
Ξυλούρη, Ερωτόκριτο κι όμορφες κουζουλάδες!
Με πεντοζάλη να μεθώ, με σούστα, με συρτάκι
και στο ποτάμι να βιώ του Σταύρου Θεοδωράκη.
Του Κακαβέλα*, μια σταλιά σοφίας να του πάρω
και για να κάνω τον Κωστή τον Μητσοτό κουμπάρο.
Και τέλος για να αγωνιστώ, εδώ, στον πιο μεγάλο
Διαγωνισμό της Σάτιρας, να πάρω το ρεγάλο**.

* Κακαβέλας = Ο Καταξιωμένος δημοσιογράφος Δημήτρης Κακαβελάκης
** Ρεγάλο = Το βραβείο των 3.000 Ευρώ


ΑΤΥΧΙΑ

Είναι φίλε, μη σου λάχει…
Μια πανέμορφη κυρία
την προσπέρασα εν τάχει
και μου λέει μ’ απορία:

Γιατί τρέχεις; Θα με χάσης!
Άρπαξε την ευκαιρία∙
πάρε με να με χορτάσεις∙
ειν’ ωραία συγκυρία!

Σόρι κούκλα μου, να ζήσεις,
αλλά τρέχω! δεν προφτάνω
και μη με παραξηγήσεις∙
έχω ακράτεια κοπράνων…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου