Ήταν
ένας ταβερνιάρης που τον λέγανε Παυλάκα
κι
είχε μπόι δύο πήχες κι ένα μέτρο μια μουστάκα.
Στην
ταβέρνα του μια μέρα πήγε να του κάνει πλάκα
ένας
καινουργιοφερμένος που ‘ταν απ’ την Καλαμπάκα
και
του είπε: Ταβερνιάρη, να σου χέσω τη μουστάκα.
Στη
στιγμή ο ταβερνιάρης πάει και φέρνει μια σαράκα
και
του κόβει το αυτί του, το δεξί στο τάκα – τάκα.
Στον
Γεντί Γκουλέ που πήγε, επειδή λεφτά ‘χε πάκα…
όλοι
οι μάγκες τονε γλείφαν και τον ρήμαζαν στην τράκα.
Κι
ήρθε κι ο Καπετανάκης, που ‘χε πήχυ τη μουστάκα
για
να μετρηθεί μαζί του, μα φοβήθηκε κι εγλάκα.
Λόγω
διαγωγής αρίστης ξέμπλεξε με τη φυλάκα
κι
εξανάνοιξε αμέσως την ταβέρνα του στην Πλάκα.
Εκεί
βρέθηκε μια μέρα η πιο όμορφη Σλοβάκα
και
του είπε πως θαυμάζει την ωραία του μουστάκα
και
για άντρα της τον θέλει και με γάμο, στο ατάκα.
Μα
ο Παυλάρας που ‘χε γίνει μάγκας μέσα στη φυλάκα
στη
στιγμή της απαντάει: Σκλεναρίκοβα, ας την πλάκα
και
μη μου κολλάς εμένα… Τι με πέρασες; μαλάκα;…
να
μου λέν’ το κέρατό μου φτάνει ως την Καζαμπλάνκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου