Στον
ΓΙΩΡΓΑΚΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Είπες,
«λεφτά υπάρχουνε…» κι οι πλείστοι σε
πιστέψαν
για
τούτο και πρωθυπουργό της χώρας μας σε στέψαν.
Μα
«γιοκ λεφτά» και σα «χαζό» αμέσως σ’ αποπέμψαν.
Όμως
δεν είπες ψέματα γιατί λεφτά υπάρχουν
μα
τα ‘χουν οι τοκόγλυφοι και οι ξένοι που μας άρχουν.
ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΗΣ «Η
ΚΡΙΣΗ»
Στην
«Κατοχή» πεθάνανε χιλιάδες απ’ την πείνα,
γιατ’
οι συνθήκες ήτανε άλλες τα χρόνια ‘κείνα.
Κι
ενώ παράγαμ’ αγαθά πολλά στον κάθε τόπο,
να
τα διακινήσουμε, δεν είχαμε τον τρόπο.
Κι
έτσι πεθάναν οι πολλοί από την ασιτία,
και
την αβιταμίνωση, σαν δεύτερη αιτία.
Μα
τώρα που τα αγαθά σ’ όλο τον κόσμο φθάνουν
σε
λίγο χρόνο κι είν’ φτηνά κι όλους μας παραφτάνουν,
«την
κρίση των επάρατη», κανείς να μη φοβάται,
όσο
και να μας απειλεί όσο και να βρυχάται…
Απλούστατα,
θα σφίξουμε λιγάκι το ζωνάρι
και
του κορμιού θα χάσουμε τα περιττά τα βάρη.
«Την
Κρητική διατροφή» θα τηνε θυμηθούμε
και
σε υγεία και λεφτά, πολύ θα ‘φεληθούμε.
Θα
πάμε εις τα όσπρια, φακές και φασολάδα,
φάβα,
ρεβίθια και κουκιά, που θρέψαν την Ελλάδα.
Τα
φρούτα, που σνομπάρουμε, να ‘ρθούνε στο τραπέζι.
Γλυκό,
φαί και φάρμακο, να ‘ναι το πετιμέζι!
Μία
μονάχα κουταλιά λάδι απ’ το Κρητικό μας,
θα
‘ναι σαν δέκα «Μπον – Φιλέ» εις τον οργανισμό μας.
Να
πάμε πάλι, στις ελιές, στις βρούβες, τους μανίτες,
στους
ασκολήμπρους, στους βρωβιούς, τις χορταρένιες πίτες,
στον
ντάκο, στον ξυνόχοντρο, και εις τις χυλοπίτες.
Εις
τους μπουμπουριστούς χοχλιούς με ροζμαρί και ξύδι
και
στο γλυκό και καυτερό Μεσογειανό κρομμύδι.
Με
όλ’ αυτά και ξυδολιές κι αγγούρια και ντομάτα,
μυζήθρα,
ρόκα, κάρδαμο, μαρούλι και πατάτα
και
παξιμάδι Σφακιανό, θα την περνούμε φίνα!
χωρίς
να καταλάβουμε της Κρίσεως την πείνα.
Κι
όταν θελήσει ο Θεός και θα περάσ’ η Κρίση,
η
ψευτοκαλοπέραση πίσω μην μας γυρίσει
και
η «Κρητική Διατροφή» για πάντα να κρατήσει!
Εις
ΑΛΜΠΑΝΗ ΓΙΑΤΡΟ
Λες είσαι μέγας
χειρουργός κι όχι απλός χειρούργος
μα πρόσφατα
αποδείχτηκε πως είσαι ένα βόδι
γιατί σε μια
εγχείρηση πρόκυψες και κακούργος
και το γερό
απέκοψες αντί το άρρωστο πόδι.
Εις
ΑΝΟΗΤΟΝ ΜΥΩΠΑ
Για να μην
φαίνεσαι άσκημος, γυαλιά δεν εφορούσες
γι’ αυτό και στα
μπατζάκια σου τους φορές ουρούσες.
Μα όταν πήγες στο
γιατρό και σου ‘πε να διαβάσεις
τι γράφει εις τον
πίνακα, κόντεψε να τον σκάσεις
σαν του ‘πες:
Οφθαλμίατρε, δεν παρατάς την πλάκα
μα δεν υπάρχει
πίνακας. Τι με περνάς; για βλάκα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου