Θα ήθελα καταρχήν να ευχαριστήσω τον φίλο
λογοτέχνη Νίκο Μπατσικανή για την ποιητική συλλογή που μου χάρισε όταν ανταμώσαμε
στην εκδήλωση παρουσίασης του ποιητικού έργου του Θεόδωρου Σαντά, που
πραγματοποιήθηκε στη Λαμία. Κατόπιν, θα προσπαθήσω να καταδυθώ σε ό,τι γενικά
εκφράζει τον συγγραφέα και ποιητή Νίκο Μπατσικανή συνιστώντας τον πνευματικό
του κορμό και τον ψυχολογικό ιστό όπου πιάνονται τα ποιήματά του, δημιουργήματα
πρωτίστως μιας ανεπτυγμένης φαντασίας, μιας πλούσιας εμπειρίας και μιας
ξεχωριστής ευαισθησίας.
Η ποιητική συλλογή: «Κύρους Κατάβαση» του
Πελασγιώτη λογοτέχνη αποτελεί το ενδέκατο κατά σειρά βιβλίο του (το έβδομο
ποιητικό), ένα ενιαίο έργο σαράντα εφτά σελίδων που συνοψίζει νοσταλγικά την
προσωπική ιστορία του συγγραφέα, με τρόπο όμως που δεν παραπέμπει στην
πεζογραφία, μα σε καθαρή και πηγαία ποίηση, όπου η δύναμή της δεν εντοπίζεται
τόσο στην περιγραφή, αλλά στη χρήση της εκφραστικής λιτότητας, στην ανάδειξη
του ελάχιστου που αποδεικνύεται ότι εξοβελίζει από τον χρόνο, το περιττό. Κι
αυτό γίνεται με τη γλώσσα ως προστατευτική ασπίδα απέναντι στους κινδύνους της
αχαλίνωτης έμπνευσης, με τη γλώσσα αρωγό μιας εξαιρετικής ανάπλασης των
παρελθόντων γεγονότων και σαφώς με τη γλώσσα ωφέλιμη εμπειρία, που συνδυασμένη
με πρωτότυπες εικόνες, ξαφνιάζει ευχάριστα οριοθετώντας τον κοινωνικό περίγυρο,
μέσα στον οποίο ανασύρονται από την μνήμη, οικεία πρόσωπα της οικογένειας,
φίλοι και απλοί άνθρωποι του χωριού. Η συλλογή ξεκινά με τους εξής δύο στίχους:
«Στενεύουν τα περάσματα / οι φίλοι μου
φαντάσματα».
Από την πρώτη στιγμή δίνεται η εντύπωση στον
αναγνώστη ότι ο ποιητικός λόγος του Νίκου Μπατσικανή, είναι άμεσος, συμπυκνωμένος,
ρηξικέλευθος, μη προβλέψιμος και εκπέμπει το νόημα που θέλει να μεταδώσει ο
ποιητής χωρίς περιστροφές, ενώ οι λέξεις που επιλέγονται με προσοχή ηχούν σαν
τσεκουριές πάνω στον πελώριο κορμό ενός δέντρου:
«Τι μόνο ένας στιχάρης
μπορεί να σκοτώσει
δίχως μαχαίρι κι όπλο
χωρίς σταγόνα αίμα
με δυο του λέξεις μόνο».
Στην ουσία όμως η αίσθηση της παντοδυναμίας
κάθε ποιητή διακυβεύεται, με τη σκέψη ότι όσο και αν προσπαθεί κάποιος να
πριονίσει εκείνον τον κορμό ρίχνοντάς τον κάτω, θα στέκεται ακλόνητος μπροστά
σου, γιατί στ’ αλήθεια το μόνο που μπορούν να κάνουν οι λέξεις είναι να
χαϊδεύουν το άπειρο και να ομορφαίνουν τη ζωή των αναζητητών της ευτυχίας.
Συλλέγω ορισμένες μεγάλες αλήθειες από το έργο του ποιητή και τις παρουσιάζω
εδώ:
«Πικρή αλήθεια η ερημιά
τα όνειρά μας στέρφα».
«Ναυαγοί σε βράχια
με λάμψη θυέλλης σβηστή
κι άγκυρα σπασμένη».
«Η αγάπη
άγνωστη λέξη πια
όπως τόσα άλλα».
«Μονάχοι
καθένας στο καβούκι του
στην πορεία μας
για μια επανάσταση
- την πιο αναγκαία
ενάντια στο εγώ μας».
Πολύ εύλογα ο ποιητής
αναρωτιέται για το χρήμα:
«Μα ποια η χρεία σου
με τόση φτήνια κι έκπτωση αξιών;».
Η αντιπαράθεση του παρελθόντος με το παρόν,
έχει μια μεγάλη δυναμική και η πλάστιγγα της νίκης γέρνει στην πλευρά του
παρελθόντος, για τον απλούστατο λόγο ότι η παιδική ηλικία αφήνει τις πιο
έντονες αναμνήσεις με τη βίωση μιας ανέμελης ζωής, που το βάρος τής ευθύνης
απουσιάζει ή είναι ελάχιστο:
«Μ’ αλλιώς ήταν κάποτε
κι άλλα σημάδευαν τις παιδικές ψυχές».
Και κατά δεύτερο λόγο επειδή
η ιστορία της Πελασγίας (Κρεμαστής Λάρισας κι Άργους Πελασγικού) σχηματίζει
πυρήνα έμπνευσης που φέρνει στο φως, με τη νοητική σκαπάνη του ποιητή, πρόσωπα
της αρχαίας Ελληνικής ιστορίας (Μυρμιδόνες, Αχιλλέας). Στήνονται τα ανάλογα
σκηνικά μέσα από τα επιτεύγματα των προγόνων, προσφέροντας ένα ισοδύναμο
παράλληλο της σύγχρονης ζωής, όπου η διαμάχη για επικράτηση συνεχίζεται
αμείωτη. Εδώ έχουμε να κάνουμε αναμφισβήτητα με τη γενναιότητα των απλών
ανθρώπων που δεν τους καταγράφει η ιστορία, αλλά η συνείδηση των οικείων τους
και αποδεκτών της αγάπης τους:
«Η βάβω
πάντα στη γωνιά της
-αγία μορφή
στα μάτια μας
στο φως του λυχναριού-
με το σπαλέτο ανάριχτα
ψελλίζοντας τροπάρια
κατεβατά ολόκληρα
αν και γράμματα
διόλου δεν γνώριζε.
Μικρό το σπίτι κι ο σοφράς
Μα η ευτυχία ολούθε».
Ένα επαρχιακό περιβάλλον που
σφύζει από ζωή και αγροτικές δραστηριότητες αλλά και από αγάπη:
«Ευλογημένη η ώρα
το μάζεμα της άγιας ελιάς
με κόπο ξεκολλώντας
απ’ τη λάσπη, την πάχνη και το χιόνι
τα μαύρα μαργαριτάρια.
Κι αυτό
μέχρι τα κόκκινα αυγά
μέσα Μαγιού».
«Γεμάτα κιούπια
τότε οι καρδιές
παρά τη φτώχεια».
Ο Νίκος Μπατσικανής καταλήγει να αναπλάσει
ποιητικώς τα όνειρά του, που επηρεασμένα από την αγωνία και τον πόνο του
δημιουργού και κυρίως του Έλληνα που έχει
επίγνωση της ιερής καταγωγής του, προσφέρει μια σουρεαλιστική πινελιά
στη διαπραγμάτευση του θέματος:
«Κι ένα βράδυ
δεμένος στου χρόνου το μαγκάνι
-όμοια με σταμνί
στον πάτο πηγαδιού-
είδα στον ύπνο μου
μια αρχαία πόλη
γιομάτη νομίσματα
με τη μορφή του Αχιλλέα
και τη Θέτιδα κουβαλώντας ασπίδα
όπου πάνω
ήταν χαραγμένα «ΛΑΡΙ…» και «ΑΧ…».
«Αχιλλέααα»
Ούρλιαξα
μες στη νύχτα».
Θα κλείσω το παρόν κριτικό σημείωμα με τους
εξής στίχους:
«Καθώς οι σύντροφοί του
θρηνούσαν για μέρες
πριν την ταφή του
έτσι κι εμείς πρέπει
για την κατάντια μας
σήμερα
που αφήσαμε την Ιστορία μας
ξέφραγο αμπέλι».
Οι προηγούμενοι στίχοι δίνουν έναν
επιτυχημένο παραλληλισμό και ευκαιρίες για την κατανόηση του ποιητικού έργου:
«Κύρους Κατάβαση» του φίλου Νίκου Μπατσικανή, το οποίο καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό
να ενεργοποιήσει ορισμένες κοιμισμένες συνειδήσεις.
14/05/2015
Λάσκαρης
Π. Ζαράρης
Αγαπητέ Λάσκαρη, σε ευχαριστώ πολύ. Με συγκίνησες. Να είσαι καλά και να μας χαρίζεις ωραίες δημιουργίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εσύ Νίκο να είσαι καλά και να μας δίνεις όμορφες ποιητικές στιγμές!!!
Διαγραφή