Μικρά, άσχημα,
κοκαλιάρικα πλασματάκια σε στρατιές, χτυπούν ρυθμικά τα βήματα τους.
Τραγουδούν μπερδεμένα γράμματα, βγάζοντας ήχους πουλιών και
λύκων. Φλυαρούν ακατάπαυστα για το μεγάλο ταξίδι στη γη. Ξεκαρδίζονται,
τσόφλια αυγών που σπάνε. Τρικλοποδιές, σκέψεις εκδίκησης για την
ευτυχία. Αφουγκράζονται τα βήματα των ανθρώπων στον φλοιό της γης.
Ο ήλιος βασιλεύει, νυσταγμένος πίσω από τις σκιές των βουνών. Υπομένουν να κοιμηθεί, να ξεγλιστρήσουν στο σκοτάδι από μυριάδες τρύπες. Ευκίνητα, με την ταχύτητα του φωτός, ξεπηδούν από πηγάδια, σπηλιές, φαράγγια και καταβόθρες. Τα μικρότερα ξωτικά ξεμυτίζουν από τις μυρμηγκοφωλιές, τσαλαπατώντας αυτόχθονες λαούς.
Η ομίχλη έχει σκεπάσει την πόλη με τον υγρό μανδύα της. Οι καμινάδες σφυρίζουν τον πυρακτωμένο ήχο της φλόγας που καίει τα σωθικά τους. Λιβάνια ξορκίζουν τους καλικάντζαρους, αφημένα δίπλα στα τζάκια. Θυμιατά φύλακες των νοικοκυριών.
Αφηνιασμένα ξαμολιούνται στα σκοτεινά μονοπάτια, αποφεύγοντας τα άστρα των Χριστουγέννων. Τρυπώνουν από τις χαραμάδες των παραθύρων και τις κλειδαρότρυπες. Λιχνίζουν την άσπρη σκόνη των κουραμπιέδων. Λερώνουν με τα ακάθαρτα νύχια τους τα γλυκίσματα. Τσαλαβουτούν στα λάδια των δοχείων, αφήνοντας το πέρασμα τους στα άσπρα γιορτινά τραπέζια.
Κάθονται πάνω στις κοιμισμένες καρδιές, ξωτικά όνειρα να τις τρομάξουν. Χρυσωμένα μήλα, σεντούκια θησαυρών, περιτυλίγματα δώρων μαγαρίζονται από τη ζήλια των μικρών θεών.
Η γέννηση του Χριστού αστραποβολεί, ασημώνοντας την μικρή πόλη. Φωτεινές ακτίνες λαμπυρίζουν στους σπιτικούς λύχνους. Τρομαγμένα βουτούν στον σκοτεινό βυθό που ασπρίζει από την άχνη των γλυκών αναμνήσεων.
Ο ήλιος βασιλεύει, νυσταγμένος πίσω από τις σκιές των βουνών. Υπομένουν να κοιμηθεί, να ξεγλιστρήσουν στο σκοτάδι από μυριάδες τρύπες. Ευκίνητα, με την ταχύτητα του φωτός, ξεπηδούν από πηγάδια, σπηλιές, φαράγγια και καταβόθρες. Τα μικρότερα ξωτικά ξεμυτίζουν από τις μυρμηγκοφωλιές, τσαλαπατώντας αυτόχθονες λαούς.
Η ομίχλη έχει σκεπάσει την πόλη με τον υγρό μανδύα της. Οι καμινάδες σφυρίζουν τον πυρακτωμένο ήχο της φλόγας που καίει τα σωθικά τους. Λιβάνια ξορκίζουν τους καλικάντζαρους, αφημένα δίπλα στα τζάκια. Θυμιατά φύλακες των νοικοκυριών.
Αφηνιασμένα ξαμολιούνται στα σκοτεινά μονοπάτια, αποφεύγοντας τα άστρα των Χριστουγέννων. Τρυπώνουν από τις χαραμάδες των παραθύρων και τις κλειδαρότρυπες. Λιχνίζουν την άσπρη σκόνη των κουραμπιέδων. Λερώνουν με τα ακάθαρτα νύχια τους τα γλυκίσματα. Τσαλαβουτούν στα λάδια των δοχείων, αφήνοντας το πέρασμα τους στα άσπρα γιορτινά τραπέζια.
Κάθονται πάνω στις κοιμισμένες καρδιές, ξωτικά όνειρα να τις τρομάξουν. Χρυσωμένα μήλα, σεντούκια θησαυρών, περιτυλίγματα δώρων μαγαρίζονται από τη ζήλια των μικρών θεών.
Η γέννηση του Χριστού αστραποβολεί, ασημώνοντας την μικρή πόλη. Φωτεινές ακτίνες λαμπυρίζουν στους σπιτικούς λύχνους. Τρομαγμένα βουτούν στον σκοτεινό βυθό που ασπρίζει από την άχνη των γλυκών αναμνήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου