Είχε
να το λέει η γειτονιά για τον όμορφο κήπο της Χριστίνας. Ακόμη και οι
αριστοκράτες της περιοχής, με τα ανάκτορα τους, κοντοστέκονταν να θαυμάσουν το
μικρό περιβόλι. Σε μια τόσο μικρή έκταση γης άνθιζαν τα λουλούδια, θαρρείς,
όλου του κόσμου. Καμάρωνε η Χριστίνα τα παιδιά της, επιθεωρώντας τις φορεσιές
τους. Μιλούσε στα ταπεινότερα σαν έσκυβαν τα πέταλα τους προς τη γη. Τα μάλωνε
τρυφερά μα ύστερα, μετάνιωνε ποτίζοντας με δάκρυα
τις σιωπές τους. Σαν σήκωναν τα βλέμματα στο φως, αναριγούσε από χαρά η καρδιά
της.
Οι νύχτες της Άνοιξης γλυκαίνονταν απ' τα αρώματα, ξαστέρωνε ο ουρανός, να μπάσει μέσα του όλη την ευφορία. Η Χριστίνα ολομόναχη, ακόμη περίμενε τον πρίγκιπα με το άσπρο άλογο. Στεκόταν μαραμένη στο παράθυρο. Δακράκια τα μάτια της, έσταζαν δροσοσταλίδες που ξεθάρρευαν τους καλπασμούς των ονείρων της.
Αχ, ήταν άδεια η καρδιά της, που ποτέ δε θα μπορούσε να γεμίσει με όλους τους αμύθητους θησαυρούς. Ήθελε ένα άσπρο τριαντάφυλλο κομμένο από τ’ παλάτι του, να γεμίσει τη ζωή της. Μόνο ένα, να χωρά στο μικρό ποτηράκι πάνω στο κομοδίνο. Να το κοιτά ολονυχτίς ανασαίνοντας τη ζωή του. Θα του ’δινε όλα τα άνθη που τα 'χε κρατήσει γι’ αυτόν.
Μια άμαξα σταμάτησε στον δρόμο. Ανατρίχιασαν τα πέταλα, τινάχτηκαν οι χαίτες των αλόγων. Ήταν ο πρίγκιπας της! Του πρόσφερε τον εαυτό της μέσα στις πολύχρωμες γιρλάντες.
Κάποια χελιδόνια στέκονται στα κλαδιά της. Ξυπνάει απ' το τραγούδι τους. Περαστικά είναι, ξεκουράζονται. Το ποτήρι στο κομοδίνο είναι άδειο. Ολόγυμνη χαμηλώνει τα μάτια της από ντροπή και χάνεται μέσα στις μαδημένες μαργαρίτες.
Οι νύχτες της Άνοιξης γλυκαίνονταν απ' τα αρώματα, ξαστέρωνε ο ουρανός, να μπάσει μέσα του όλη την ευφορία. Η Χριστίνα ολομόναχη, ακόμη περίμενε τον πρίγκιπα με το άσπρο άλογο. Στεκόταν μαραμένη στο παράθυρο. Δακράκια τα μάτια της, έσταζαν δροσοσταλίδες που ξεθάρρευαν τους καλπασμούς των ονείρων της.
Αχ, ήταν άδεια η καρδιά της, που ποτέ δε θα μπορούσε να γεμίσει με όλους τους αμύθητους θησαυρούς. Ήθελε ένα άσπρο τριαντάφυλλο κομμένο από τ’ παλάτι του, να γεμίσει τη ζωή της. Μόνο ένα, να χωρά στο μικρό ποτηράκι πάνω στο κομοδίνο. Να το κοιτά ολονυχτίς ανασαίνοντας τη ζωή του. Θα του ’δινε όλα τα άνθη που τα 'χε κρατήσει γι’ αυτόν.
Μια άμαξα σταμάτησε στον δρόμο. Ανατρίχιασαν τα πέταλα, τινάχτηκαν οι χαίτες των αλόγων. Ήταν ο πρίγκιπας της! Του πρόσφερε τον εαυτό της μέσα στις πολύχρωμες γιρλάντες.
Κάποια χελιδόνια στέκονται στα κλαδιά της. Ξυπνάει απ' το τραγούδι τους. Περαστικά είναι, ξεκουράζονται. Το ποτήρι στο κομοδίνο είναι άδειο. Ολόγυμνη χαμηλώνει τα μάτια της από ντροπή και χάνεται μέσα στις μαδημένες μαργαρίτες.
7/4/2016 Εύα Λόλιου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου