Πριν επιχειρήσω με τη δική μου οπτική γωνία
μία κριτική προσέγγιση των δέκα μελετών της Σοφίας Κανταράκη οι οποίες
περιέχονται στο παρόν βιβλίο, θα κάνω την εξής διευκρίνιση: είναι η πρώτη φορά
που επικεντρώνω την προσοχή μου σ’ ένα κείμενο που δεν αφορά πρωτογενή έντεχνο
λόγο και μυθοπλαστική λογοτεχνία (ποίηση, διήγημα, παραμύθι, κ.τ.λ.), όπου θα
μπορούσα να ανταποκριθώ σχετικά επιτυχημένα με ένα άρθρο μου. Επειδή το έργο
που έχω ανά χείρας αφορά ένα σύνολο μελετών, που η σφαιρική θεώρηση του
συγγραφέα δεν μου αφήνει πολλά περιθώρια για συμπληρώσεις ή έστω για εύστοχες παρατηρήσεις,
οι οποίες θα μπορούσαν να ανοίξουν έστω ένα μικρό παράθυρο στη ζωή και στο έργο
μιας από τις μεγαλύτερες μορφές της εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής, όπως είναι
ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Μολονότι τυγχάνω πιστός προσκυνητής του
γλαφυρού λόγου του κυρ-Αλέξανδρου και εραστής των λαϊκών πρωταγωνιστών του, το
ζητούμενο ή αν θέλετε ο στόχος ώστε να σταθεί ικανοποιητικά η άποψή μου
απέναντι στις εμπεριστατωμένες μελέτες της Σοφίας Κανταράκη, θα ήταν μια εκ
βαθέων αναζήτηση και εξέταση στο «αν το βιβλίο αυτό συνιστά μεγάλη συμβολή στην
κατανόηση της ζωής και του έργου του γνωστού κοσμοκαλόγερου». Προσπάθεια ή
δοκιμή η οποία θα απαιτούσε εξ αρχής τη διασταύρωση βιβλιογραφικών πηγών και θα
οδηγούσε στην εξαγωγή συμπερασμάτων μέσα από τον συσχετισμό των υπαρχόντων
μελετών. Δεν θα ήταν φρόνιμο να έχω μια τέτοια φιλοδοξία εφόσον θα μπορούσε να
ανταποκριθεί καλύτερα ένας φιλόλογος, που επιπροσθέτως διαθέτει και τα
κατάλληλα επιστημονικά εφόδια, έστω και αν η συγγραφική εμπειρία μπορεί να
οδηγήσει κάποιον να πιστεύει ότι θα επιτύχει αναλαμβάνοντας ένα τόσο σοβαρό
εγχείρημα ως ερευνητής.
Θα γράψω λοιπόν ως αναγνώστης, που για πρώτη
φορά διάβασε ένα βιβλίο μελετών για έναν από τους πιο αγαπημένους του
συγγραφείς, τον οποίο είχε μάλιστα ως πρότυπο στην αρχή της συγγραφικής του
δοκιμασίας. Πρώτα θα εξετάσουμε τους λόγους που η εκπαιδευτικός Σοφία Κανταράκη
πήρε το μολύβι και άρχισε να γράφει. Να εικάσουμε ότι το έκανε από απλή
φιλοδοξία ή από εσωτερική ανάγκη να αφήσει κάτι αξιόλογο στις επερχόμενες
γενιές; Όπως είναι ευρέως γνωστό, ακόμη και αν έχει πεθάνει ο συγγραφέας,
συνεχίζει να ζει μέσα από το έργο του και μέσα από τη σκέψη των αναγνωστών του.
Η προσπάθειά της όμως, κρίνω, πως δεν είχε το παραμικρό εγωιστικό κίνητρο, αν
δώσουμε τη δέουσα σημασία στην ψυχική χαρά που δημιουργεί κάθε είδους προσφορά
και ευεργεσία στους συνανθρώπους μας.
Αφήνοντας στην άκρη οποιεσδήποτε ανυπόστατες
σκοπιμότητες και λειτουργώντας παράλληλα με τη σκέψη ενός καλού εκπαιδευτικού,
που θεωρεί το επάγγελμά του όχι απλώς βιοπορισμό με πιστή εφαρμογή των οδηγιών
του Υπουργείου Παιδείας αλλά εξαιρετικής σημασίας λειτούργημα, είμαστε σε θέση
να προσεγγίσουμε ολοκληρωτικά τη συγγραφική φυσιογνωμία της ιστορικού-φιλολόγου
Σοφίας Κανταράκη, από την οποία γεννήθηκε αυτό το καλοδουλεμένο και όμορφο
βιβλίο. Άλλωστε, το ενδιαφέρον της φανερώνεται ευθαρσώς στη μελέτη της για την
περιγραφικότητα και την εικονοποιοία του Παπαδιαμάντη ως κριτήριο
φιλαναγνωσίας: «Μέσα από τις διαδρομές
στα παπαδιαμαντικά μονοπάτια είναι βέβαιο ότι οξύνεται και παράλληλα
διευρύνεται η αναγνωστική ικανότητα των μαθητών και, μέσω της αναγνωστικής τους
περιπλάνησης, επιτυγχάνεται παράλληλα η αισθητική απόλαυση». Σε άλλο σημείο
της ίδιας μελέτης, αναρωτιέται: «ποια στοιχεία,
όμως, είναι εκείνα που επιτρέπουν στον μαθητικό ψυχισμό να επηρεαστεί και να γίνει
δεκτικός σε αναγνωστικές διαδρομές που, ενδεχομένως, θα τον σαγηνεύσουν, αλλά
και παράλληλα θα τον ταρακουνήσουν από τη γραμμικότητα της σχολικής
προγραμματισμένης πορείας;».
Με απλά λόγια, η Σοφία έχει μεράκι και αγάπη
που περισσεύουν ώστε να μπορεί να διεισδύσει στον κόσμο του κυρ-Αλέξανδρου,
έχοντας ταυτόχρονα και το πλεονέκτημα της κοινής καταγωγής, το οποίο και της
έδωσε εντυπωσιακά πετάγματα στους τόπους και τους χώρους όπου έζησαν οι
πρωταγωνιστές του Παπαδιαμάντη, για να μπορέσει να κατανοήσει σε μεγάλο βαθμό
τον χαρακτήρα τους, και να ερμηνεύσει τα λόγια και τις πράξεις τους μέσω των
κοινωνικών και ηθικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων που επικρατούσαν εκείνη την
εποχή. Οικολογική ευαισθησία και υπέρμετρη φυσιολατρία που διοχετεύεται στα
ίδια βουνά, στα ίδια ακρογιάλια, στις ίδιες πηγές, στα ίδια περβόλια, στα ίδια
βράχια, στα ίδια κυπαρίσσια, σε κάθε σχήμα και μορφή, με την ιδιοτυπία που τους χάρισε ο Θεός. Τα
ίδια καλντερίμια πάλλονταν στο νου του αξιομνημόνευτου συγγραφέα και συνεχίζουν
να πάλλονται στο νου της μελετήτριάς του, ζώσες και αμείλικτες αλήθειες, που
δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς γαλήνια τις νύχτες αν δεν τις φωτίσεις με τη δική
σου ξεχωριστή ματιά.
Και άραγε, ποιο είναι το παρόν και ποιο το
παρελθόν που εικονίζεται στο έργο του, όταν επαναστατεί αρνούμενος τις
απάνθρωπες κοινωνικές συμβάσεις και φτάνει μέχρι στο σημείο να υποστηρίξει τον
πολιτικό γάμο, αυτός ο θεοσεβούμενος άνθρωπος εν έτει 1896 (στο διήγημα «Χωρίς
στεφάνι»), αποδεικνύοντας έμπρακτα την ευσπλαχνία του σε όλους τους κοινωνικά
αδικημένους και ιδιαίτερα στις ανύπαντρες γυναίκες που θεωρούνταν «μιάσματα»
της κοινωνίας. Μήπως τελικά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι πιο διαχρονικός,
προοδευτικός, διορατικός, πιο σύγχρονος κι από τους συγγραφείς των ημερών μας,
αν αφαιρέσουμε κάποιες κοινωνικές και πολιτιστικές συνιστώσες εκείνης της
εποχής: το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, την οικονομική δυσπραγία, την τυπολατρική
θρησκευτική προσήλωση, τον θεσμό της προίκας και κάποιες δεισιδαιμονίες; Μήπως
όμως, από τότε δεν έχει αλλάξει κάτι στα πολιτικά ήθη -όπως εύλογα
συμπεραίνουμε διαβάζοντας τα αποσπάσματα που μας παρατίθενται από το διήγημα:
«Χαλασοχώρηδες»-, και ο Έλληνας εν όψει των εκλογών δεν είχε ούτε απόκτησε ποτέ
πολιτική συνείδηση και ζούσε και ζει ακόμη σ’ ένα διεφθαρμένο πολιτικό
περιβάλλον, από το οποίο υπήρξαν στιγμές που επωφελήθηκε προσωπικά αλλά και κάποιες
στιγμές που αδικήθηκε; Δεν βρισκόμαστε σήμερα στο ίδιο σημείο, όταν το 1893 ο
Τρικούπης δήλωνε στη Βουλή: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», ενώ είχε ήδη επικρατήσει ο
δικομματισμός και οι πολιτευόμενοι γνώριζαν καλά την ψυχολογία του όχλου,
ξεγελώντας με μύρια τεχνάσματα τον κακόμοιρο λαό;
Θα διαπιστώσουμε λοιπόν έκπληκτοι, ότι μέσα
από την πληθώρα των ανθρώπινων τύπων που μας παρουσιάζει ο κυρ-Αλέξανδρος
ξεπηδούν πρόσωπα της πεζής καθημερινότητάς μας, με τα οποία κάποτε
συναναστραφήκαμε και αποτελούν το παρελθόν μας ή τα έχουμε ορίσει μέσα στο
περίγραμμα της ζωής μας και αποτελούν
τους συγγενείς μας ή τους φίλους μας μέσα στο ρέον παρόν μας, και
κάλλιστα θα μπορούσαμε να τους επαναεφεύρουμε
και να τους επαναπροσδιορίσουμε ως σύγχρονους και γνήσιους παπαδιαμαντικούς
ήρωες, αισθανόμενοι την τραγικότητα της ύπαρξής τους. Και αυτό ακριβώς, γιατί ο
Παπαδιαμάντης δεν στάθηκε στην επιφάνεια και μας μίλησε στην ψυχή, αποκαλύπτοντας
την μεγάλη παγκόσμια ανθρώπινη περιπέτεια και συνοψίζοντας την σε μικρές
ιστορίες-αριστουργήματα του λόγου. Γυναίκες που βγάζουν με κάθε ευκαιρία τα
άγριά τους ένστικτα, διαπράττοντας ασυνείδητα μητρικά εγκλήματα με την
εξαπόλυση αρών ή προχωρώντας σε πιο επικίνδυνα μονοπάτια, αφαιρώντας τη ζωή από
τα παιδιά τους επειδή δεν μπορούν να τα θρέψουν και το μέλλον τους
προοιωνίζεται να είναι μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία).
Άρα, η Σοφία Κανταράκη πρέπει να
συνειδητοποίησε αρχικά την ευθύνη και το βάρος που επωμίζεται και αργότερα να
προχώρησε με αφοσίωση στη συγγραφή αυτού του βιβλίου, έχοντας πίστη στην
επιστημονική της κατάρτιση. Αν και εδώ έχουμε τη συλλογή άρθρων που συνέγραψε η
ίδια σε διαφορετικές χρονικές περιόδους -έχουμε και μία εισήγηση σε συνέδριο-,
γεγονός που ενισχύει αυτό που προείπα, ότι η ζωή και το έργο του Παπαδιαμάντη
την απασχολούν εδώ και χρόνια ως βιωματική αναγνωστική εμπειρία με τους μαθητές
της αλλά και ως ιερή υποχρέωση που πρέπει να αναλαμβάνει ένας μορφωμένος
άνθρωπος και μάλιστα συντοπίτης της μεγάλης αυτής συγγραφικής μορφής, για να
φωτίσει τη ζωή και το έργο του με τη δική του ξεχωριστή ματιά.
Όλοι μπορούμε να διδαχτούμε πολλά από τη ζωή
και το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: συγγραφείς, εκπαιδευτικοί, φοιτητές,
μαθητές. Τα αμέτρητα φανταστικά πλάσματα τα οποία περιγράφονται με απίστευτη
ζωντάνια μπροστά μας -τα ονομαζόμενα «κρούσματα»-, αντλούνται από την
ανεξάντλητη πηγή της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Οι πρωτόγνωρες λέξεις μάς
ωθούν ασυναίσθητα στο να ξεκινήσουμε μια έρευνα, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η ιδιορρυθμία
της γλώσσας με την οποία εκφράζεται ο κυρ Αλέξανδρος δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα
όσων διατείνονται ότι είναι υπαρκτό το πρόβλημα της δυσκολίας και αδυναμίας των
μαθητών να προσλάβουν τα νοήματα και τα μηνύματα των κειμένων του. Το
χρησιμοποιούν στην ουσία ως δικαιολογία για να εξοβελίσουν από την εκπαίδευση
έναν ζωντανό θησαυρό της γλώσσας μας, χάρις τον οποίο τα παιδιά μπορούν να
αναπτύξουν δημιουργικά τη φαντασία τους και να χαρούν τη λογοτεχνική τέρψη, που
δεν αφήνεται να λειτουργήσει αβίαστα λόγω των φορτωμένων σχολικών προγραμμάτων
και των χωρίς ευελιξία διδακτικών μεθόδων.
Κι αν η αποπνευματοποίηση της εποχής μας και
ο ακόρεστος υλισμός καρφώνουν κυρίως τα όνειρα των νέων σ’ ένα μέλλον, σανίδα
θαλασσοταραγμένη ενός ναυαγισμένου καραβιού, που και που βγαίνουν στο φως
ανάλογα έργα -όπως της Σοφίας-, σποραδικές νιφάδες να καλύψουν το μαύρο του
τοπίου με το λευκό του πνεύματος, αρκεί να είναι έτοιμοι από καιρό οι πεινασμένοι
της αλήθειας, για να αρπάξουν την ευκαιρία και να βυθιστούν σ’ ένα ωφέλιμο
ταξίδι γνώσεων, χωρίς ν’ αφήνουν πίσω τους μετανιωμένοι τον παλιό τους εαυτό.
Μην λησμονάμε ότι «οι σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες μάθησης βλέπουν τον καθηγητή
συνεργάτη του μαθητή και τον μαθητή συνδημιουργό της γνώσης», όπως γράφει η
Σοφία Κανταράκη στη σελίδα 88 της μελέτης της με τίτλο: «Το σχολικό ανάγνωσμα στον Παπαδιαμάντη». Αυτή την κατάληξη θα είχε
άλλωστε και μία κριτική προσέγγιση, κατά την οποία ο υποφαινόμενος δεν έχει
κανέναν δισταγμό να διατυπώσει με ειλικρίνεια και θάρρος τη γνώμη του, ότι η
συγγραφέας πέτυχε τον άμεσο και απώτερο στόχο της. Αυτός που δεν γνώριζε αρκετά
για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να λάβει ένα είδος βοήθειας για να αναζητήσει
κάποια πράγματα περισσότερο, διαβάζοντας διηγήματά του ή επισκεπτόμενος τη νήσο
Σκιάθο για να έρθει σε επαφή με το φυσικό περιβάλλον που τον ενέπνευσε, και
αυτός που γνώριζε πολλά, να διακρίνει κάποιες φωτοσκιάσεις της ζωής και του
έργου τού άφταστου συγγραφέα -έστω απειροελάχιστες-, που του είχαν διαφύγει ή
δεν τον είχαν κατευθύνει στο να τις φανταστεί οι μελετητές του Παπαδιαμάντη, με
το έργο του οποίου ασχολήθηκαν με ψυχική ζέση και θαυμασμό.
12/03/2017
Λάσκαρης
Π. Ζαράρης
Ποιητής-συγγραφέας-βιβλιοκριτικός
Μέσα από τη διεισδυτική ματιά σου, αγαπητέ μου Λάσκαρη, ανέδειξες με στοχαστική ματιά και λογοτεχνική οπτική έναν κόσμο που στροβιλίζεται ανάμεσα μας και αγωνιά να ταυτοποιηθεί στη διαχρονικότητά του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ!
Το σχόλιό σου τα λέει όλα Σοφία... Χαίρομαι που βρήκες ενδιαφέρουσα την προσέγγισή μου!!!
Διαγραφή