Με τη Χρύσα
Ι. Μαρδάκη έτυχε να συναντηθούμε τον Ιούνιο σε μια γιορτή της ποίησης που έλαβε
χώρα φέτος στους Δελφούς, όπως και κάθε χρόνο εδώ και τριανταδύο χρόνια, τους
Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης. Τιμή μου η γνωριμία με μια αξιόλογη
δημιουργό, η οποία μάλιστα είναι και συμπατριώτισσά μου, εμπνεόμενη κάτω από τον
μεγαλοπρεπή και πλούσιο σε φυσική ομορφιά ορεινό όγκο της Όθρυς.
Ποίηση με
την οπτική γωνία μιας καθηγήτριας κοινωνιολόγου ή γενικά ποίηση η οποία
συγκεντρώνει γύρω της τεχνικές και υλικά δόμησης με νοηματικό πυρήνα και κύριο
στόχο τον άνθρωπο σ’ έναν σύγχρονο κόσμο που παλεύει να βρει προσανατολισμό;
«Όσο αγαπώ
τους ανθρώπους τίποτε δεν αγάπησα
Ούτε πουλιά,
ούτε λουλούδια
Ούτε της
ηλιοματωμένης δύσης το γλυκό αναστεναγμό
Ούτε του
τραγουδιού τη μελωδία, που τόσο μέσα μου πόνεσε
Ούτε του
φωτός το άστραμμα πάνω στους λαξευτούς λίθους
και τα
μέταλλα των αργυραμοιβών.
Όσο αγαπώ
τον άνθρωπο
που δειλά
ανοίγει παραθυράκι σε ακριβοθώρητο όνειρο
Κι αυτόν που
με φόρα τα χέρια τινάζει σαν για να πετάξει
Κι αυτόν
ακόμη που ανεμοδέρνεται
από πεθυμιές
και παραστρατήματα».
(Πρώτη και τρίτη στροφή του ποιήματος: «Αγαπημένε
μου homo sapiens sapiens»).
Το πρώτο
σκέλος της ερώτησης ακόμη κι αν απαντηθεί θετικά, δεν αποκλείει την καταφατική
απάντηση και στο δεύτερο σκέλος, το οποίο αποτελεί την ουσία της ποιητικής
γραφής της φίλης Χρύσας Ι. Μαρδάκη, αφού το βιοποριστικό επάγγελμα δεν είναι
δυνατόν να περιορίσει τη διευρυμένη ματιά μιας ποιητικής προσωπικότητας, που
εκδηλώνει τη θέλησή της να εκφραστεί και να αποτυπώσει τις σκέψεις της,
διαδικασία οφειλόμενη πρωτίστως σε μια βαθύτερη ανάγκη -συναισθηματική και
ψυχολογική-, το να πλάθεις λέξεις και στίχους από το μηδέν της αντικειμενικής
πραγματικότητας:
«Γιατί να
μην είμαστε τα κατακόκκινα ακροκέραμα;
Υπεροπτικά
από την εξέδρα της κεραμοσκεπής
Αστραφτερά
κοροιδεύουν τα βότσαλα της αυλής
Ανίσκιωτα
ατενίζουν τα ανοιχτά ουράνια
Εκείνα πρώτα
χορταίνουν τη λιακάδα
Πρώτα
δροσίζονται με το ψιλόβροχο,
γιατί δεν
κλονίζονται από το ύψος της κορυφής».
(Τρίτη στροφή του ποιήματος: «Κάτω από ένα ακροκέραμο»).
Μιλώντας για
ποίηση, δηλαδή για υποκειμενική πραγματικότητα, έχουμε σχεδόν πάντα στο μυαλό
μας κάτι το ξεχωριστό, κάτι που δεν μπορούν να συλλάβουν οι άλλοι τριγύρω στον
ίδιο βαθμό και με παρόμοια ένταση, εμποτισμένοι από τις έγνοιες της καθημερινής
ζωής. Τις περισσότερες φορές, περνά τόσο γρήγορα από μπροστά τους, που δεν
προλαβαίνουν να το αποκρυσταλλώσουν σε σκέψη ή σε τετελεσμένο γεγονός,
σημαντικής αξίας και πολλαπλών προεκτάσεων:
«Λοιπόν,
μεγάλωσα αρκετά
για να
τινάξω από πάνω μου
τα πούπουλα
του νεοσσού;
Για να
επιβάλλω ανοχή στους παλιμπαιδισμούς μου;
Για να
βαδίζω κάπως άνετα
στη δοκό της
ισορροπίας
απερχόμενων
και νεόκοπων γυμναστών;
Θα μετρήσω
το μπόι μου
με όσους
πονηρά πατούν στα νύχια
κι εκείνους
που στέκονται στα ξυλοπόδαρα
Θα φορέσω το
μέσα έξω της στολής μου
να
φανερωθούν τα ξεφτίσματα των σιριτιών
Θα περιμένω
υπομονετικά στην ουρά
όσο τα
τελετουργικά τύμπανα
θα με καλούν
στην οδυνηρή μύηση
Την πρώτη
κιόλας μέρα του σχολείου
μπήκα στο
στάδιο της μνηστείας
Αντάλλαξα
αναθήματα πίστης,
γράφτηκα
στον κατάλογο
των πολλά
υποσχόμενων ωρίμων αξιωματούχων
και στις
λίστες γαμήλιων μυστηρίων
Τόσα
χειροφιλήματα για έναν σκουριασμένο χαλκά!
Τόσα
χειροκροτήματα για μια μουνζουρωμένη υπογραφή!
Λοιπόν,
μεγάλωσα τόσο,
που έχω
κουραστεί
να είμαι
διαρκώς υπό δοκιμή».
(Ποίημα με τίτλο: «Δόκιμος»).
Στην ποίηση
της Χρύσας Ι. Μαρδάκη, θα παρατηρήσουμε κάποιες αθόρυβες και ανεπαίσθητες
στιγμές, οι οποίες γίνονται η αιτία να δραστηριοποιηθεί η μνήμη κι από το
υποκειμενικό «γίγνεσθαι» να εκληφθούν ωφέλιμα και αναμφισβήτητα συμπεράσματα για
τη φύση του ανθρώπου, ικανού για τα καλύτερα αλλά και για τα χειρότερα:
«Ό,τι ξέρω
για τους ανθρώπους
ένα βουητό
που το πήρε
το πέλαγος
Σε ξεχασμένο
ακρογιάλι θρηνεί
η Αριάδνη το
χαμένο της έρωτα
καθώς το
μαύρο πανί της προδοσίας
έναν
ορίζοντα πάντα μαύρο βάφει
Ό,τι ξέρω
για τους ανθρώπους
μια μέλισσα
που λιγώθηκε
στη γλύκα του νερόκρινου
και
διψασμένη τσαλαβουτά στους βάλτους
Τι θαυμαστό
άγριο μέλι
ζεσταίνει
την παγερή σπηλιά της την αρκούδα!
Ό,τι ξέρω
για τους ανθρώπους
ένα κλειδί
σκουριασμένο
θαμμένο στο
κατώφλι της Κερκόπορτας
Ποιος
λογαριάζει το παλιό αίμα σαν καίγεται
σε
νιόβγαλτες μηχανές;
Ποιος
σκιάζεται τη νέμεση μπροστά στην αμβροσία;».
(Οι τρεις πρώτες στροφές του ποιήματος: «Όσα
ξέρω για τους ανθρώπους»).
«Πορέψου
άνθρωπέ μου
Πορέψου με
της μάνας σου της Εύας το ζιζάνιο στον ουρανίσκο
Τόσο
λαίμαργος, τόσο ανενδοίαστος
Πορέψου με
τον παππού σου, του Αγαμέμνονα, την πεισμονή
Τόσο
αλαζόνας, τόσο ακράτητος
Πορέψου
κουβαλώντας στους ντελικάτους ώμους σου
αιώνες
αυτοκαταστροφικών κανιβαλισμών
Μη βαδίζεις
αγέρωχα σαν καινουργιοφτιαγμένος κι άσπιλος
Τα θανάσιμα
αμαρτήματά σου πάντα ένα βήμα μπροστά σου
πιστά
ακολουθείς
Πορέψου με
ό,τι σου φόρεσαν
μίζεροι
χρόνοι
άχαροι καιροί
Άγριες
εποχές
Ποιοι σε
ξεγέλασαν πως οι χάρτες σου
οδηγούν στην
αθανασία;
Πλανεύτηκες
από εκπαιδευόμενους καραγκιοζοπαίχτες
πως η
Μονόπολη δεν είναι παιχνίδι
ούτε εσύ
πιόνι
και καθόλου
δε μοιάζεις
στη φιγούρα
του Χατζιαβάτη».
(Πρώτη και τρίτη στροφή του ποιήματος: «Πορέψου
Άνθρωπέ μου»).
Στίχοι
προβληματιζόμενοι, που δε λάμπουν μόνο για μια στιγμή και σβήνουν ξαφνικά, αλλά
μεταφέρουν ακέραια τα μηνύματά τους, για να τα αξιολογήσει ο αναγνώστης και να
ευφρανθεί βρίσκοντας την ψυχική του γαλήνη, ταυτόχρονα παίρνοντας μέρος στην
υποψία μιας υποδόριας σοφίας, κληρονομημένης από τους φιλοσόφους, τους ρήτορες
και τους δραματικούς ποιητές της Αρχαίας Ελλάδας, διδαχές των οποίων ή ακόμη
και ερωτήματά τους έχει ενστερνιστεί η ποιήτρια, ώστε τόποι, πρόσωπα, μύθοι και
ονόματα εκείνης της εποχής να αποτελούν κυρίαρχα σύμβολα, τα οποία και
αποκαλύπτουν εύκολα τα νοήματα των ποιημάτων της:
«Δεν έχει
στην Ελλάδα άλλους Έλληνες
Όσοι της
λιγοστεύουν, τόσους σιάχνει
Κάθε τόσο
πίσω του πετάει ο Δευκαλίων τον Έλληνα
Λιθάρι στο
αγριοβούνι, που ανθρωπεύει, γεννά η Πύρρα
Παραβγαίνουν
οι πέτρες τρεχάλα προς τη θάλασσα
και το πηχτό
ρετσίνι από το πληγωμένο πεύκο αναβρύζει
Οι εποχές
φτεροκοπώντας αβγαταίνουν
πάνω από τα
πολυσοδιασμένα μποστάνια
Ανεβαίνει σαν
βλαστάρι από το χώμα
το σκληρό αγκάθι
στο σώμα
Τριβόλια
τριβελίζουν τα αχόρταγα στομάχια
Στους
κάμπους στυφά νεράντζια σουφρώνουν τα χείλη
και
διψασμένο κι αυχαρίστητο κρατά το στόμα
το γλυφό
νερό στις αμμούδες
Με
πληγιασμένα δάχτυλα η γριά Μάνα
ζυμώνει το
οργωμένο δέρμα
από ξαφνικές
μπόρες νοτισμένο
από τον
Άρχοντα Ήλιο μαστιγωμένο».
(Στίχοι από το ποίημα με τίτλο: «Όλοι... Έλληνες»).
«Τις
παρακολουθώ καθώς γερνώ μαζί τους
Με
καταπλήττουν, όπως διαλέγουν ρούχα και συντρόφους
Μυστικά
διαπλέκουν τους μύθους τους
Ανεπαίσθητα
φυσούν την αύρα τους
σε ό,τι
βλέπω και ό,τι ακούω, σε ό,τι γεύομαι, οσμίζομαι, αγγίζω
Καμιά δεν
έμαθα, δεν κατάλαβα, δεν αποκρυπτογράφησα
Καμιά δεν
αποκάλυψε ποτέ τα πειστήρια της αθωότητάς της
Κι όσες
θέλησαν να απελευθερωθούν,
φοβήθηκαν
πως την έχασαν
Ήρθε μόνη
της η Φαίδρα να κλάψει τη μοίρα που της φόρτωσαν
κι η
Κλυταιμνήστρα σκότωσε το φονιά
του ανέμελου
κοριτσιού και του ανέφελου ονείρου
Ποιος έχει
το δίκιο στη σημαία του;
Ποιος το άδικο
στους ώμους;
Και συ,
γυναίκα, ποια είσαι;».
(Τελευταία στροφή του ποιήματος: «Ε, συ γυναίκα, ποια είσαι;»).
Στίχοι που μετατρέπονται σε οξυγόνο ή γίνονται το
ανοιχτό παράθυρο ενός ποιητικού σπιτιού, όπου η νοικοκυροσύνη των δωματίων και
οι οφειλές από την αρχαία ελληνική γραμματεία και τη λαϊκή παράδοση, δεν
οδηγούν την ποιήτρια σε ανάλωση μανιερίστικων πρακτικών, επειδή κάθε λεπτό, κάθε
ώρα αποζητά τον αντίκτυπο της ψυχής πάνω στο χαρτί. Κι αυτή ακριβώς είναι η
μοίρα του ποιητή, η άτεγκτη, η δυσοίωνη, μα και η ευοίωνη και η γενναιόδωρη:
«Έρμη ψυχή,
καθώς
ξεκολλάς απ’ του Θεού το τσόφλι
και ροβολάς
στις γειτονιές των αλχημιστών
και στα
αλώνια του Διγενή
και
αναθρώσκεις και σκιρτάς,
πόσο
παθαίνεσαι,
πόσο
αναστατώνεσαι στο τρεμούλιασμα του ρυακιού
κόντρα στον
άνεμο σαν πετά ο γλάρος!».
(Πρώτη στροφή του ποιήματος: «Ανάστα ψυχή μου»).
Κι όπως γράφει
η ίδια στον πρόλογό της: «Ας πούμε ότι
είναι δελεαστικό από σκόρπιες πολύχρωμες κλωστές να τυλίγεις τα κουβάρια
ανομολόγητων ιστοριών και να υφαίνεις από χαλιά μέχρι κουρελούδες κι από
βελούδα μέχρι χασέδες. Εξαρτάται από τις κλωστές, από τον αργαλειό, μάλλον κι
από την υφάντρα».
Πρέπει να
αναρωτιέται συνεχώς ο ποιητής αν θα τον προδώσει κάποτε η μοίρα του. Ο χρόνος θα
τον καταξιώσει ή θα τον καταβαραθρώσει, θα τον κάνει να νιώσει ασήμαντος ή
σημαντικός ή θα τον απογοητεύσει, αν δεν έχει καταφέρει μέχρι τότε που θα κάνει
τον τελευταίο του απολογισμό, να εκφράσει τον πόνο και τον καημό του σύγχρονου
ανθρώπου:
«Μπήκαμε
μαζί στο άδειο δωμάτιο
Μου είπες: «εκεί
θα πρέπει να είχε ένα κρεβάτι
εκεί που μια παραφορά έχει
κιτρινίσει το μάρμαρο».
Μου είπες: «αυτός
ο τοίχος έχει ρουφήξει για καλά τον πυρετό
που ασχημονεί στα όμορφα
πρόσωπα».
Δεν είδες το
ράγισμα στη γυμνή λάμπα
Όταν
στριμώχνεται η φωταψία
κάπου θα
ξεσπάσει».
(Ποίημα με τίτλο: «Ράγισμα»).
«Περιφέρεσαι
στα τσιμεντένια δωμάτια
Ακόμα
αναζητείς ένα χαμένο θησαυρό
μέσα στα
συρτάρια
κάτω από τα
σκεπάσματα
τι κι αν
φοβάσαι ότι είναι πια άνθρακες
στάχτη στο
τζάκι της Πρωτοχρονιάς;
Οι κινήσεις
σου καθώς ξεντύνεσαι
τα έξω ρούχα
σου
ακριβείς,
χειρουργικές.
Μια
φλουδίτσα προσωπείου αν σπάσει
θα βάλει σε
κίνδυνο τον εύθραυστο ψυχισμό σου
Με περισσή
φροντίδα
φορείς τη
θερμαντική αλοιφή της οικογενειακής γαλήνης».
(Στίχοι από το ποίημα: «Αμνησία»).
Η
ασφαλέστερη διαδικασία για να κατατάξεις έναν ποιητή στους καλούς, στους
μέτριους ή στους κακούς, δεν είναι η κριτική ενός ατόμου, ακόμη κι αν η γνώση
του για την ποιητική τέχνη θα μπορούσε να δικαιολογήσει την προσπάθειά του να
αποφανθεί με βάση τα δικά του αισθητικά κριτήρια. Όσο εμπεριστατωμένη κι αν
είναι μια βιβλιοκριτική, συχνά παρουσιάζει ελλείψεις και αρκετές παρανοήσεις,
αφού έχει διατυπωθεί από πολλούς η άποψη ότι σε κάθε ανάγνωση ανακαλύπτονται
καινούργια πράγματα και δίνονται ποικίλες ερμηνείες, έτσι που το ποίημα να
ξαναγράφεται μέσα στη σκέψη του αναγνώστη, ανάλογα με τις προτιμήσεις του και
τις ανάγκες του.
Το
συναίσθημα θα μπορούσε να είναι ο πιο αξιόπιστος δείκτης μέτρησης της αξίας ενός
ποιήματος και του δημιουργού του. Από το πόσο αγγίζουν οι στίχοι του μια μεγάλη
ομάδα ανθρώπων ή μια ολόκληρη κοινωνία και σε τι βαθμό μπορεί να βρίσκει ανάπαυση
η ψυχή του αναγνώστη διαβάζοντας ή αφορμές για γόνιμες σκέψεις και περαιτέρω
αναζητήσεις για καλύτερη γνώση του εαυτού του, προσωπική βελτίωση και ποιοτική
βελτίωση του τρόπου ζωής του:
«Ένα πρωί
αξημέρωτα την πόρτα μου ας σπάσω
κι ας είναι
ακόμη χάραμα και μία αχνή ημέρα
με της
αλήθειας μου το άγριο άτι να καλπάσω
ώσπου από τα
σύνορα της ήττας να περάσω
ώσπου για
ελεύθερη πνοή να βγώ να πάρω αέρα».
(Δεύτερη στροφή του ποιήματος: «Αφύπνιση»).
Στην
εισαγωγή του βιβλίου, η φιλόλογος Ζωή Ράππου σημειώνει στη σελίδα 12: «Στοιχεία της γραφής της είναι ο γοργός,
αιχμηρός και διεισδυτικός στίχος, ο συγκινησιακός τόνος με χρήση λέξεων άλλοτε
της καθαρεύουσας και άλλοτε της καθομιλουμένης, η ηθελημένη αμέλεια στη
σύνταξη, οι ρητορικές αλλά και οι πραγματικές ερωτήσεις και μια φιλοπαίγμων
διάθεση με την παράθεση αντωνύμων, μεταφορών αλλά και έντονων εξωλογικών
εικόνων». Λόγια, τα οποία δέχομαι απόλυτα για τις προφανείς αλήθειες τους.
Αν και η
σιωπή της ποιήτριας έχει να μας μιλήσει πιο ουσιαστικά, στο ποίημα με τίτλο: «Επιλεκτική
μνήμη».
«Ελάχιστα
θυμάμαι το αμήχανο γέλιο
ενός
μισοτελειωμένου αστείου
Θυμάμαι,
όμως
Ναι, θυμάμαι
τη σιωπή
Τη σιωπή της
αποδοχής του λυτρωτικού τετελεσμένου
Σιωπή πιο
βαθιά από τη φωνή σου
που πια δε
θυμάμαι
Σιωπή
γάργαρη, ρευστή
διατρέχει τα
χιλιόμετρα της μνήμης μου
σε μια
ατελείωτη γραμμή από τελείες».
Πέρα από
τους θεματικούς άξονες πάνω στους οποίους ισορροπεί η φίλη Χρύσα (μνήμη, ζωή,
θάνατος, μοναξιά, απουσία, φθορά, χρόνος), οι ατέλειωτες εικόνες της φύσης που
ξεδιπλώνονται στα ποιήματά της εξωτερικεύουν μια προσωπική ψυχική πληρότητα, η
οποία μοιάζει με παράδεισο. Παρόλο που, εκτός απ’ τα θετικά αισθήματα θα
αντλήσουμε και πίκρα, απογοήτευση, λεπτή ειρωνεία μέχρι και καλυμμένο σαρκασμό,
γιατί η ζωή είναι πολυπλόκαμη και οι αντιδράσεις της ποιήτριας στις διάφορες
καταστάσεις, από χαλαρές μέσα στο λυρικό τους ξέσπασμα έως δυναμικές, όταν υπό
το βάρος της αγανάκτησης χρησιμοποιούνται λέξεις της καθομιλουμένης, περισσότερο
αιχμηρές και λιγότερο λογοτεχνικά στρογγυλεμένες, καθώς είναι ανάγκη να
ειπωθούν τα πράγματα άμεσα, χωρίς πλαγιοκοπήσεις:
«Α! Τι καλά
βολεύουμε τα παλιά μας ρούχα!
Αφού με
αποδείξεις ταμειακών
και ανατολίτικα
παζάρια απαιτήσαμε το σφιχταγκάλιασμά τους
ξεπλένουμε
τον ιδρώτα που μας χάρισαν
γιατί
ντρεπόμαστε που τα ντυθήκαμε
Κι όμως ήταν
δική μας η επιλογή τους!».
(Τέλος του ποιήματος: «Τα παλιά μας ρούχα»).
Εκείνο που
μένει ως επίλογος του δελεαστικού ταξιδιού που μας προσφέρει η ποιήτρια Χρύσα
Ι. Μαρδάκη, δεν είναι άλλο από την αγάπη των ανθρώπων που επιζεί ακόμη και σε
εγωκεντρικές εποχές όπως η σημερινή, γιατί οι ποιητές ξέρουν καλά να σπέρνουν
την ελπίδα και να περιμένουν στο μέλλον να δρέψουν τους καρπούς της. Κάπως έτσι
και η Χρύσα, φύτεψε ένα μικρό βλαστάρι, που σιγά σιγά θα αναπτύσσεται για να
γίνει δέντρο -πιστεύω-, ενώ κάτω από το πλούσιο φύλλωμά του θα βρίσκει ίσκιο
και ανάπαυση κάθε κουρασμένος στρατοκόπος και λάτρης της ποίησης. Καλοτάξιδο
εύχομαι το παρόν δεύτερο ποιητικό σου βιβλίο!
«Οι άνθρωποι
αγαπάνε
ό,τι γεμίζει
το σώμα τους ψυχή
και την ψυχή
Θεϊκή ουσία,
ό,τι μέσα
στη βουή είναι ησυχία
στην
παραφροσύνη του πανικού είναι γαλήνη,
ό,τι τους
πονάει μα δεν τους πληγώνει
τους
ταράζει, μα δεν τους τρομάζει
ό,τι τους
δοκιμάζει μα δεν τους εξοντώνει
Ό,τι οι
άνθρωποι αγαπάνε
φύλακας
άγγελος πάντα τους σώζει
από τον
κακόβουλο, αλαζόνα εαυτό τους
φωλιά πουλιού
τούς κουρνιάζει
στο θάλπος
της στοργής».
(Δεύτερη και τρίτη στροφή του ποιήματος: «Ό,τι
οι άνθρωποι αγαπάνε»).
30/06/2017
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Ποιητής-Συγγραφέας