Υπάρχουν λουλούδια που μυρίζουν υπέροχα, λουλούδια που ακόμη και ξεχασμένα βαθιά στο παρελθόν δε σταματούν να μας συγκινούν, τη στιγμή που τα ανασύρουμε από τον χαμένο κήπο. Μοσχοβολούν το ίδιο ευχάριστα, όπως την πρώτη φορά που τα συναντήσαμε στο όμορφο ταξίδι μας. Ίσως αντανακλούν και τα δικά μας χρώματα, έστω και αν δεθήκαμε μαζί τους πρόσκαιρα.
Ήταν και πάντοτε θα είναι ένα λουλούδι εύοσμο και εντυπωσιακό, στα χρώματα του ήλιου και της θάλασσας, στις λεπτές αποχρώσεις των πόθων μας, λουλούδι μακρινό, νησί κρυμμένο σε μια γωνιά της Μεσογείου, ακοίμητο μες στον απέραντο κήπο του Ελληνισμού. Πολλοί το ζήλεψαν για την τόση ομορφιά του, για τα συγκεντρωμένα πλούτη της γης και του ουρανού. Μα ήρθε ο ξεριζωμός και πια δε φυτρώνει η ευτυχία σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του νησιού. Κι όταν καμιά φορά φυτρώνει, μαραίνεται σιγά-σιγά, δυστυχεί και τελικά ξεραίνεται, γιατί όσο και αν είναι ο σπόρος της αντοχής δυνατός, η πίκρα των ανθρώπων που άφησαν τα σπίτια τους κι έχασαν τους δικούς τους, τους πνίγει όπως τα αγριόχορτα. Δεν μπορεί να ευδοκιμήσει μέσα σ’ ένα ποτάμι από δάκρυα.
Θα σας διηγηθώ μια πλευρά αυτής της μεγάλης ιστορίας, μια μικρότερη ιστορία μέσα στη μεγάλη, την τραγική. Ο Νίκος ήταν μελαχρινός, ψηλός αξιωματικός της ΕΛ.ΔΥ.Κ., ψυχωμένος, με δυνατή χαρακτηριστική φωνή που έδειχνε άνθρωπο μ’ επιβολή και ισχυρή θέληση. Η Μυρτώ μια δεκαοχτάχρονη λεπτή κοπέλα, εύθραυστο πλάσμα με λεβέντικη όμως κορμοστασιά, με γαλανά μάτια και χρυσαφένια μαλλιά που στο συναπάντημα του ανέμου ταξίδευαν πέρα-δώθε, ίδιες πρωινές ηλιαχτίδες. Το χαμόγελό της ήταν η άνοιξη στα αυστηρά μάτια του αξιωματικού, η αγκαλιά της Μεσογείου ολόκληρη. Γνωρίζονται και ερωτεύονται παράφορα σ’ ένα ανήσυχο πολιτικό κλίμα, πριν την εισβολή του Αττίλα το 1974. Μα ο έρωτας τους έμεινε ανευόδωτος και σύντομος για το νεαρό ζευγάρι. Τότε, γίνονταν προσπάθειες για την ένωση με τη μητέρα Πατρίδα. Ο λοχαγός εντελώς αναπάντεχα και αναίτια αποχωρεί από το νησί, λίγο καιρό μετά την εισβολή και η ποθητή ένωση δεν επιτεύχθηκε ποτέ.
Ο Νίκος επέστρεφε μετά από λίγους μήνες και έβλεπε πάλι το σύνορο, την πράσινη γραμμή που είχε οριοθετηθεί με την επίβλεψη των κυανόκρανων του Ο.Η.Ε. και τον χώριζε από την αγαπημένη του. Δεν μπορούσε να πλησιάσει το σπίτι της, γιατί αυτό ήταν πλέον από τη μαύρη πλευρά, την κατακτημένη. Πού να βρίσκεται τώρα το άνθος της ψυχής του; Δυστυχισμένο, σε μια γωνιά κρυμμένο, φοβισμένο ή άνοιξε τις ευωδιές του σ’ άλλους κήπους πιο φιλικούς στα όνειρα των ανθρώπων και στις ελπίδες τους; Έτρεξε ασθμαίνοντας, ανέβηκε σε ταράτσες κοντινών σπιτιών μήπως και δει δειλά το λουλούδι του να σκιρτάει, να φαίνεται στο παράθυρο το πρόσωπό της φωτισμένο, παρόλη την πίκρα του καταπατημένου τόπου και να τον καλεί με το μοσχοβόλημα του σε μια καινούργια συνάντηση, εξίσου γεμάτη προσδοκία όπως οι προηγούμενες.
Μάταια όμως. Ίσα με την άκρη του ματιού μπόρεσε να διακρίνει μια επισήμανση παρουσίας κι αυτή μόνο εχθρική. Ο κυματισμός της τουρκικής σημαίας με το μισοφέγγαρο του πλήγωνε την καρδιά, του ξερίζωνε το ζεστό κορμί της αγάπης του μέσα απ’ τα σπλάχνα του. Τριγύρω υπήρχαν μισογκρεμισμένα κτίρια από τις αεροπορικές επιθέσεις. Μίσησε εκείνη τη στιγμή όσο τίποτε άλλο…Έπρεπε να ρωτήσει, να μάθει, κανείς δεν ήξερε τι απέγινε η μικρή, η εύπλαστη Μυρτώ που την λύγιζε το φύσημα του ανέμου. Έτρεμε στην ιδέα ότι μπορεί να αιχμαλωτίστηκε, έτρεμε στην ιδέα του τελειωτικού αποχωρισμού. Όμως πίστευε βαθιά, ότι ο Θεός είναι ελεήμονας για τα τόσο γοητευτικά πλάσματα και δύσκολα θα άφηνε ένα πανέμορφο λουλούδι σε χέρια βέβηλων. Την αναζήτησε σε κάθε πιθαμή του ελεύθερου τμήματος της Λευκωσίας. Μα πουθενά! Ώσπου έμαθε από κάποιον που γνώριζε, τι ακριβώς έγινε. Η Μυρτώ έφυγε με τους γονείς της για την Αγγλία. Ο Νίκος από την μια ανάσανε, χάρηκε που γλίτωσε από το χαμό, από την άλλη λυπήθηκε και ένιωσε προδομένος που δεν περίμενε εκείνη, έστω λίγο καιρό να τον ξαναδεί κι ύστερα, εφόσον τελικά το αποφάσιζε να φύγει, να τον αποχαιρετούσε τελειωτικά.
Ο Νίκος εξηντάχρονος και γκριζομάλλης πλέον καθόταν και ρουφούσε άπληστα τον καφέ του, σ’ ένα ξενοδοχείο της Αγίας Νάπας, παρατηρώντας με βουλιμία και ενθουσιασμό τα κοκκινισμένα απ’ τον ήλιο σώματα των τουριστριών. Άχ και να είχε τα άλκιμα νιάτα του! Η σημερινή νεολαία με τα ακατανόητα σύμβολα σχεδιασμένα πάνω τους, μοντέρνα τατουάζ, δίνει μια πίκρα στον κόσμο των παλιών, σ’ αυτούς που πολέμησαν για ιδανικά, με σύμβολα: «Το δ’ ελεύθερον το εύψυχον», «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης». Ειρωνεύονται το δικό μας κόσμο και σηκώνουν αδιάφοροι τις σημαίες της ηδονής, ενώ λίγο πιο πέρα απόλαμβάνει τον ήλιο χαρούμενο το τέρας της ξενικής κατοχής.
Εκείνη τη στιγμή, μια φωνή σαν σιγοψιχάλισμα, σαν απαλή βροχή διέκοψε τις σκέψεις του. Πίσω από τις πλάτες του ερχόταν ένα ειρηνικό σάλπισμα, κλείσιμο του ματιού στον κόσμο των μαγευτικών σειρήνων που σε πλανεύουν με μία μελιστάλαχτη φωνή. Η ίδια φωνή πάντοτε που οριοθετούσε τα όνειρά του, φλοίσβος που κάποτε έψελνε τον ύμνο του έρωτα στις ζεστές καρδιές. Τότε στράφηκε και αναγνώρισε εκείνη τη γυναίκα, που μιλούσε στο τηλέφωνο ζωντανά και παθιασμένα: «Το σπίτι είναι δικό μας και θα μείνει για πάντα!». Η ίδια απαίτηση εδώ και χρόνια τώρα για τις χαμένες εστίες και τους συγγενείς. Το τηλέφωνο γλίστρησε απ’ τα χέρια της. Οι ρυτίδες της συμπαθητικές, γλυκιές τις έδιναν μια πρόσθετη γοητεία. Τα μάτια της πιο δυνατά και σίγουρα τώρα, έμοιαζαν να επιθυμούν το αγκυροβόλιο της όψιμης ζωής. Τα βλέμματα διασταυρώθηκαν, έμειναν μετέωρα για ένα, μπορεί και δύο λεπτά και πάνω τους πέρασαν κινηματογραφικά τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια· τα πρώτα ραντεβού στη Λήδρας, οι περίπατοι στον κήπο της πόλης, οι εκδρομές στην «Πέτρα του Ρωμιού», αλλά και οι ταραγμένες μέρες, η μόνιμη απειλή του Αττίλα, οι προδοσίες και τα παράπονα. Με έκπληξη αναγνώρισε ο ένας τον άλλον και αγκαλιάστηκαν με ενθουσιασμό.
Υπήρξε διεκδικούμενη ανέκαθεν από πολλούς μνηστήρες, «το μήλον της έριδος», περιζήτητη λόγω οικονομικών σπουδών σε κολέγια της Αγγλίας και επίτευξης διδακτορικού διπλώματος στην Αμερική.
-Για χρόνια ένιωθα απογοήτευση που δεν τελεσφόρησε η σχέση μας. Δεν άφηνα κανέναν να μ’ αγγίξει με τον τρόπο που μ’ άγγιξες εσύ.
-Δε θέλησες, όμως να με παντρευτείς, να φέρουμε καρπούς, παιδιά.
-…Το αντίθετο μάλιστα. Αν μου το πρότεινες, δε θα έφερνα αντίρρηση!
-Μα…δεν έλαβες το γράμμα μου;
-Όχι, δεν ήρθε κάποιο γράμμα.
-Έτσι εξηγείται πως δεν καθυστέρησες να φύγεις μακριά. Θα νιώθεις σίγουρα και προδομένη. Σου έγραψα πως θα φύγω για τη μητέρα Πατρίδα και πως θα γυρνούσα πίσω μετά από λίγους μήνες να σε παντρευτώ.
-Κάτω απ’ την πίεση των γεγονότων εγκαταλείψαμε το νησί. Οι γονείς μου πίστευαν ότι μετά την εισβολή των Τούρκων θα πάγωνε κάθε ανάπτυξη στον τόπο. Δεν ήθελαν να αντιμετωπίσω ένα μέλλον ζοφερό, υποταγμένο στην αβέβαιη μοίρα, ανίκανο να προωθήσει τα όνειρά μου. Και αποφάσισαν το καλύτερο για το παιδί τους, αφού βέβαια προετοίμασαν το έδαφος. Κάθε αποκοπή από το γενέθλιο τόπο πονάει, έστω και αν οδηγεί στη λύτρωση από το κακό. Δεν είχα τη διεύθυνσή σου, ούτε το τηλέφωνο. Έλπιζα πως κάποτε η μοίρα θα κανόνιζε αυτό το ραντεβού κι όπως έγινε! Νίκο, σκέφτομαι να γυρίσω πίσω οριστικά. Άλλαξε το νησί, έγιναν σημαντικά έργα, μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι γονείς μου δε ζουν πια, έκανα ένα γάμο, χώρισα σύντομα, δεν προλάβαμε να κάνουμε παιδιά. Εσύ; Θα έχεις φτάσει στη σύνταξη τώρα.
-Μυρτώ, δεν παντρεύτηκα ποτέ, κάτι ισχυρό με κρατούσε τόσα χρόνια. Το λουλούδι της Μεσογείου δεν μ’ άφηνε ήσυχο, η μυρωδιά του έφτανε μέχρι το Βόλο. Δεν πήρα σύνταξη απ’ το στρατό, γιατί εκείνη τη μέρα που έφυγα και σου το έγραψα αναλυτικά, είχα ήδη παραιτηθεί από το στράτευμα.
-Μα πώς, εγώ νόμιζα ότι ήσουν πλασμένος γι’ αυτό το επάγγελμα, ο τέλειος άνθρωπος.
-Δεν ξέρω, πες το ευσυνειδησία, πες το βλακεία αρνήθηκα να εκτελέσω τις διαταγές της κυβέρνησης των στρατιωτικών από την Αθήνα. Μας έλεγαν οι ανώτεροι πως ο σκοπός μας εδώ ήταν καθαρά αμυντικός και έπρεπε να εμποδίσουμε τα χειρότερα, την προέλαση των Τούρκων πέρα απ’ το τείχος, στο νότιο κομμάτι της Λευκωσίας, ενώ ταυτόχρονα να προστατεύουμε τους αμάχους και να περιθάλπουμε τους τραυματίες. Εγώ επέμενα με μία ομάδα πιστών στρατιωτών, όταν η δύναμη μας κατέλαβε το στρατόπεδο της ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ. στο Κιόνελι, να προχωρήσουμε κι άλλο, να σπρώξουμε τους εισβολείς στα παράλια και στο καλό από κει που ήρθαν! Αυτοί πρόσταξαν να υποχωρήσουμε, γιατί θα ανάβαμε κι άλλες φωτιές μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Κατά τη διάρκεια της νυχτερινής επίθεσης, φτάσαμε στην αντιαρματική τάφρο των εχθρών και παραμείναμε εκεί ενώ δεχόμασταν διάσπαρτα πυρά από πυροβόλα όπλα. Για τους περισσότερους ήταν καθαρή τρέλα να προωθηθούμε κι άλλο. Με το πρώτο φως της ημέρας θα γινόμασταν εύκολος στόχος των αεροπλάνων, ελλείψει μάλιστα δικής μας αντιαεροπορικής κάλυψης. Αυτή η τρέλα ήταν ένα πάθος που με διακατείχε, μια τυφλή αγάπη που μ’ έκανε να αψηφώ κάθε κίνδυνο και λογική εκτίμηση των πραγμάτων. Η μοναδική εικόνα που έβλεπα μπροστά μου ήταν η αποχώρηση των Τούρκων, η απελευθέρωση του νησιού. Είπαν πως η πολιτική θα φέρει ειρηνική λύση και πως με τη βοήθεια των διεθνών πιέσεων οι Τούρκοι θα εγκατέλειπαν τα προσωρινώς κατεχόμενα μέρη. Λες και εκείνοι μέχρι τώρα είχαν υπολογίσει καθόλου τα διατάγματα και τις διεθνείς συνθήκες! Με κατηγόρησαν φιλοπόλεμο «γεράκι» και επικίνδυνο λόγω υπερβάλλοντος ζήλου, για την ηρεμία της δύναμης στην Κύπρο. Ξεχνάν πως μας έστειλαν όλους κι όλους πεντακόσιους άνδρες πεζικού, νέους, αξιωματικούς και οπλίτες και μας έριξαν στο έλεος του Θεού. Μ’ ένα τυφέκιο μόνο στο χέρι, χωρίς την παραμικρή υποστήριξη αρμάτων, πυροβολικού και μηχανοκίνητων μέσων. Ωφέλιμη η βοήθεια της Εθνικής Φρουράς, μα δεν μπορούσε να φέρει καταπληκτικά αποτελέσματα, καθ’ ότι νεοσύστατος στρατιωτικός μηχανισμός του έλειπαν οι εμπειρίες από μεγάλους πολέμους. Δεν άντεχα να μένω αμέτοχος, δε μ’ άφηνε ο πόνος να μην αντιδράσω, ένιωθα προδομένος και προτίμησα να κλωτσήσω την επαγγελματική μου σταδιοδρομία και να παραιτηθώ.
-Σκέψου, πως είχα την εντύπωση ότι λιποτάκτησες, πως υπαναχώρησες από τους φλογερούς σου πόθους και τα πιστεύω σου για την εθνική ενότητα και ομοψυχία, για την κοινή μας μοίρα. Ποτέ δεν ξέχασα τον στίχο που μου έλεγες συνέχεια, με πολύ αγάπη για μένα και το νησί: «λουλούδι ευωδιαστό στον κήπο της Μεσογείου». Θεώρησα δειλία και αδύνατο ψυχισμό την αποχώρησή σου, αλλά τελικά δεν ήταν παρά μία πράξη ανδρείας από έναν άνθρωπο που σέβεται τον εαυτό του. Ο έρωτας μου δεν έσβησε για σένα, με ακολουθούσε σε κάθε βήμα μου και ονειρευόμουν τη στιγμή που θα ενώναμε κάποτε τις τύχες μας.
-Μόλις έλαβες το παλιό γράμμα που σου έστειλα.
-Ναι, μετά από τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Ισχύει ακόμη η πρόταση που θα άλλαζε τις ζωές μας;
Ισχύει πάντοτε. Θα ήταν τρομερό στο τέλος να συμβιβαστούμε μ’ έναν έρωτα που δεν κατόρθωσε να γίνει μόνιμος δεσμός, για χάρη των ισχυρών της γης, με μια χωρισμένη πόλη, γιατί και τα δύο φιλικά μέρη δε γνώριζαν τις πραγματικές τους δυνατότητες. Κουβαλούσαν μεγάλη ψυχή στο ματωμένο τόπο, άνδρας και γυναίκα τους χώριζε μια θάλασσα από πάντα, μια θάλασσα ήταν όλη τους η επιθυμία να γίνουν ένα, αλλά κάτι πήγε στραβά στο τέλος. Οι ιστορίες γράφονται ερήμην των λαών και οι πόλεμοι γίνονται αίμα των αδικημένων και των προδομένων. Αν τα κράτη είχαν ένα μικρό ίχνος συνείδησης και τάσσονταν στο καλό, όπως έκανε ένας απλός Ελλαδίτης λοχαγός, χωρίς διαπλοκές και συμφέροντα, για χάρη μιας ιδέας ή ενός λυτρωμού, ενός έρωτα για μια Κυπριοπούλα, το έμψυχο δυναμικό που θα έστελναν στον κίνδυνο, θα γινόταν ένα απέραντο λιβάδι με λουλούδια μοσχοβολιστά.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
*** Γ΄ βραβείο από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων της Αθήνας το έτος
2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου