Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Στην πλατεία των ηρώων

   Καθόμουν νωθρός κι εξαντλημένος από την πρόωρη ανοιξιάτικη ζέστη και χάζευα τον κόσμο που περνούσε βιαστικός. Αυτή η πλατεία από τα εφηβικά χρόνια, μου κέντριζε το ενδιαφέρον· ήταν το πιο κοντινό κρησφύγετο για το σκασιαρχείο του σχολείου, αλλά και λόγω πυκνής βλάστησης ιδανική τοποθεσία σε περίπτωση διασταύρωσης με συγγενείς ή γείτονες που θα μπορούσαν να με «καρφώσουν» στους γονείς μου.
   Παρατούσα την τσάντα σ’ ένα παγκάκι και οραματιζόμουν το μέλλον μου σκεφτικός κοιτάζοντας στην κατεύθυνση που κολυμπούσαν οι πάπιες στη λίμνη.
   Αυτή τη φορά όμως, μετά από είκοσι χρόνια, αφού οι βάσεις της ζωής είχαν προ πολλού καθοριστεί, η πλατεία άρχισε να εξασκεί πάνω μου μία διαφορετική γοητεία. Παρατηρούσα ώρες τις προτομές των ηρώων και μοιραζόμουν ένα μέρος από την ένδοξη ιστορία τους. Σκονισμένοι και απεριποίητοι με τα σκληρά τους χαρακτηριστικά να σε ωθούν σε τολμήματα αυτοθυσίας. Ίσως παρατημένοι στη μοίρα της ψυχρής τους ύλης επιθυμούν ένα αλλιώτικο βλέμμα από τον περαστικό για να εδραιώσουν την αξία του ρόλου τους στην πλατεία.
   Συγκεντρωμένος λοιπόν στα πρόσωπα και τα μέτωπα αυτών των αγνών ηρώων και υπό την επιρροή της δεινής οικονομικής ελληνικής κατάστασης, αντιλήφθηκα μια συνομιλία που γινόταν προς τα δεξιά μου. Στράφηκα με περιέργεια και τέντωσα τις αισθήσεις μου για να συλλάβω κάθε λεπτομέρεια.
   Ήταν δύο γεροντάκια λυγερόκορμα, περιποιημένα, ντυμένα στην τρίχα, μα με κουστούμια παλιομοδίτικα, μιας κάποιας εποχής. Οι φωνές τους ήταν ένα μίγμα βραχνάδας και συριγμού από τρυπημένο λάστιχο. Τον ένα συζητητή τον έλεγαν Περικλή, τον άλλον Σωτήρη. Ο προσδιορισμός της ηλικίας τους άγγιζε τριψήφιο αριθμό. Είχαν διατελέσει στο παρελθόν βουλευτές της περιφέρειάς τους. Ο Περικλής έδωσε έμφαση στα λόγια του υψώνοντας τον δείχτη του δεξιού χεριού του.
   -Νομίζω πως λαχταράτε να ξεφύγετε από τα δεσμά του κοινωνικού περιβάλλοντος, μα δεν το αποτολμάτε φίλτατε!
   -Τι εννοείται; Πως για να επιτευχθεί το μέγιστο αποτέλεσμα, πρέπει να αναδιοργανώσουμε τους θεσμούς και την πολιτική σκέψη; Έσμιξε τα φρύδια ο Σωτήρης φανερά δυσαρεστημένος με όσα άκουγε.
   -Ναι, ας είπωμεν και ας γνέψωμεν καταφατικώς στας βουλήσεις του ελληνικού λαού και παραδεχτώμεν τας αδυναμίας του πολιτικού μας συστήματος.
   Πέρασαν στη μέση οδό του Κοραή με ευχέρεια και άρχισαν να διατυπώνουν τις απόψεις τους σε γλώσσα άλλης εποχής που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν στα πολιτικά σαλόνια του περασμένου αιώνα.
   -Δηλαδή να καταλήξωμεν σε άλλη μέθοδο εκλογής και ανάδειξης του πρωτεύοντος πολιτικού κόμματος στην εξουσία;
   -Υπάρχουν και οι συμμετοχικές κυβερνήσεις, μην το λησμονείτε!
   Ήταν μια ευχάριστη νότα αυτή η παρέα. Θα έλεγες πως είχαν κλέψει κιόλας την παράσταση. Ακόμη και των ηρώων τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν πάρει· εκείνοι ζωντάνευαν κι έβλεπες στο πρόσωπό τους ένα χαμόγελο ειρωνικό. Ένα χαμόγελο αγανάκτησης πως τόσοι ανίκανοι πολιτικοί πέρασαν από τη φτωχή μας Ελλαδίτσα και την ζημίωσαν με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους, ενώ κάποιοι που πίστευαν σε ιδανικά έχυναν το αίμα τους στα πεδία των μαχών.
   Ατυχή αξιοθέατα αυτού του πάρκου τα δύο γεροντάκια μαλώνανε με ήπιο τρόπο και διασκεδαστικό, με μόνο μέλημά τους την ανάληψη της εξουσίας και τα προνόμια που τους εξασφαλίζει. Αποφάσισα να τους συνεφέρω και να στρέψω την προσοχή τους στον υπαρκτό κόσμο. Στις μέρες μας όλο και περισσότερο οι γηραλέες οντότητες υποχωρούν από ενεργούς ρόλους και τα μπαστουνάκια μαζί με τα ματογυάλια εκριζώνονται από τη Βουλή. Ένας αμούστακος και ονειροπόλος νεαρός συχνά βγάζει πύρινους λόγους με λεκτική δεξιοτεχνία που θα τη ζήλευαν και οι πιο καταξιωμένοι ρήτορες.
   Μίλησα με αυθάδεια και έπαρση και αργότερα ένιωσα τύψεις για την αγένειά μου αυτή, για το γεγονός πως απευθυνόμουν σε ανθρώπους που τους αναλογούσε λόγω ηλικίας κάποιος σεβασμός:
   -Που νομίζετε ότι βρισκόσαστε; Στην εποχή των βενιζελικών και των αντιβενιζελικών ή στην εποχή που οι βασιλιάδες ρήμαζαν τον τόπο;
   Στα λόγια μου όμως δεν έδωσαν σημασία και είπαν εντελώς απαξιωτικά:
   -L’ enfant gate qui parle !
   Δεν μπορούσαν να διανοηθούν σε τι σκέψεις είχα προηγουμένως βυθιστεί. Μόνο ο συνονόματός μου Λεωνίδας απέναντι, ο ήρωας των Θερμοπυλών έδειχνε να με καταλαβαίνει και η περικεφαλαία του έγειρε για λίγο λοξά. Το πιθανότερο ήταν πως ήθελε να μου πει, πως σ’ αυτή την πλατεία έχει ακούσει πολλά αξιοπερίεργα, ιδίως από κάτι γεροντάκια με σκουριασμένες αρθρώσεις και σαρακοφαγωμένα μυαλά, ρούχα και ιδέες.

** Το παραχαϊδεμένο παιδί που μιλάει! (από τη γαλλική)

Λάσκαρης Π. Ζαράρης


***  Δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικό «Μουσών Μέλαθρον»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου