Όταν γεννήθηκε, της είπε να κοιτάζει
μακριά, πέρα απ’ τα σύνορα του ανθρώπου.
Ο ουρανός και η γη να ’ναι τα σημάδια
που πάντα θα εξερευνούν οι ελπίδες της.
Πράγμα σπάνιο για μωρό δεν έκλαιγε
μα σιωπηρά δεχόταν την απεραντοσύνη
στην αγκαλιά της μάνας του, της νύχτας.
Μόνο η φωνή ενός μεθυσμένου
την έκανε ν’ αλλάζει χαρακτηριστικά
κοιτάζοντας πότε την ανατολή, πότε τη δύση.
«Άνοιξε διώρυγες, όπου βλέπεις
δυστυχισμένα πρόσωπα. Δρόσισέ μας
μ’ έναν καινούργιο παράδεισο στα χείλη».
Και όταν μεγάλωσε, άκουσε τον πατέρα της
να λέει: «Κόρη μου, ανάστατη αυγή
ό,τι σε πλήγωσε τη νύχτα, καθάρισέ το
με το πέρασμα του φωτός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου