Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Το ίδιο ξημέρωμα


   Ξημέρωνε Κυριακή. Ο ήλιος σε λίγο θα έπαιζε κρυφτούλι πίσω από τα σύννεφα. Δίσταζε να ξεμυτίσει και να εντυπωσιάσει τους αγουροξυπνημένους με το κόκκινο πρόσωπό του. Ήθελε να μείνει ακόμη στην αγκαλιά της νύχτας, να μετεωριστεί πριν παραδώσει το σώμα του στη μέρα. Γι’ αυτό εμφανιζόταν σύντομα στον ουρανό κι όταν το μετάνιωνε, γυρνούσε προς τα πίσω. Τα σκοτεινιασμένα σύννεφα ήθελαν να στείλουν στους περαστικούς αρκετή βροχή, αλλά δεν είχε έρθει η κατάλληλη ώρα ακόμη. Εξέταζαν τις διαθέσεις του ήλιου και περίμεναν υπομονετικά. Ο ήλιος άκεφος, φαίνεται τελικά πως θα άφηνε τα σύννεφα να κρύψουν τα χρώματά του, να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά πάνω από την ήσυχη και αθόρυβη πόλη.
   Τότε ακούστηκε ο πρώτος λυγμός της κοπέλας. Κάλυψε το βήχα του Σωτήρη. Εκείνος βρίσκονταν στο μπάνιο και προσπαθούσε ν’ αφανίσει τα σημάδια της νύχτας απ’ το πρόσωπο και το σώμα του. Κοίταξε τις δαγκωματιές στους ώμους και στα χέρια του και απελπίστηκε. Σήμερα δε θα μπορούσε να κυκλοφορήσει αμάνικος στην πλατεία. Τα σημάδια θα γίνονταν μεγάλες μελανιές· πειστήρια μιας πολύ ερωτικής νύχτας. Δεν είχε συνέλθει ακόμη από την ταλαιπωρία, όταν ακούστηκε ο δεύτερος λυγμός της. Μπήκε στο δωμάτιό του τρομαγμένος να δει τι συμβαίνει. Το κρεβάτι του ήταν άδειο. Η πόρτα της βεράντας ανοιχτή. Οι γυμνές πλάτες της ξανθιάς  κοπέλας διακρίνονταν ολοκάθαρα. «Τι κάνει η ξεδιάντροπη;» σκέφτηκε.
   Της φώναξε: «Έλα μέσα, θα παγώσεις. Θέλεις να μαζέψεις όλο τον κόσμο κάτω απ’ το μπαλκόνι μου;».
   Το σώμα της ένιωθε το δροσερό αεράκι· τεντώθηκε το δέρμα της από το ανέλπιστο άγγιγμα του βοριά. Η Θεά του Έρωτα είχε αφήσει έκθετα τα κάλλη της στη φύση, μα οι αμφιβολίες του ήλιου δεν την ηρεμούσαν, ίσα-ίσα τη συντάραζαν. Η Ζβετλάνα δεν άκουγε, ήταν βυθισμένη στον εαυτό της. Τα μεγάλα της γαλανά μάτια πετούσαν φωτιές στο ξημέρωμα και θαύμαζαν το επικίνδυνο παιχνίδι του ήλιου με τα σύννεφα.
   «Αυτό το ξημέρωμα είναι διαφορετικό από τα άλλα» του είπε καθώς εκείνος της χάιδευε το λαιμό.
   Απέναντι ήταν η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα και δεν είχε καμία όρεξη οι πιστοί που θα συνέρεαν με τα πρώτα χτυπήματα της καμπάνας, να κοντοσταθούν και να κοιτάζουν αδιάκριτα προς τα πάνω. Ένιωθε πως όλες εκείνες οι συμπαθητικές κυριούλες θα κολάζονταν με τη συμπεριφορά του. Σκέφτηκε πως και η ίδια η σπιτονοικοκυρά του δε θα δεχόταν τέτοια πρόκληση και θα κατάφθανε με τα ολοστρόγγυλα μάγουλά της ν’ απαιτήσει τα χρωστούμενα νοίκια, θα τον έδιωχνε κακήν κακώς.
   «Πρέπει να φύγεις, σε λίγο θα ξεκινήσει η κίνηση στο δρόμο», της είπε αγανακτισμένος.
   «Θα καθίσω λίγο ακόμα. Η θέα του σπιτιού σου είναι πολύ καλή. Μου θυμίζει τη θέα του σπιτιού μου στο Μπέογκραντ» του απάντησε χωρίς δισταγμό.
   Ο Σωτήρης την αντάμειψε πλουσιοπάροχα για τις «υπηρεσίες της». Αλλά εκείνη δε δεχόταν τίποτα, ήταν ανένδοτη κι έψαχνε επιχειρήματα για να τον πείσει να την αφήσει να μείνει.
   «Θα σου ανοίξω την καρδιά μου. Θέλω να συζητήσουμε» του είπε με μελωδική χροιά στη φωνή της.
   «Βρε τι πάθαμε! Είπα να περάσω μια ερωτική νύχτα και τώρα είμαι αναγκασμένος ν’ ακούσω τις εξομολογήσεις σου», αντέδρασε χτυπώντας θυμωμένα τα χέρια του στο τραπέζι.    
   Η Ζβετλάνα όμως άρχισε να συγκινείται, τα μάτια της θόλωσαν, τα δάκρυά της κυλούσαν πάλι στο μάγουλό της και οι σκιές και η μάσκαρα άρχισαν να ξεβάφουν. Έτσι δυστυχισμένη και κλαμένη αυτή η «βόρεια καλλονή» έπαιρνε στοιχεία από τη μεσογειακή ομορφιά. Ήταν έτοιμος να της πει: «Εντάξει κορίτσι μου, ήσουν πολύ καλή στις υποχρεώσεις σου. Ομολογώ πως λίγες γυναίκες με συγκίνησαν όσο εσύ, αλλά μην μας πουλάς και αίσθημα τώρα!». Συγκρατήθηκε. Το κορμί της άρχισε να τουρτουρίζει από την ψύχρα του πρωινού. Τη λυπήθηκε, τη σκέπασε με τη ρόμπα του. Η κοπέλα είχε αρπαχτεί πάνω του για να ζεσταθεί. Βούλιαζε στα συναισθήματά της. Τα χέρια της προσπαθούσαν να πιαστούν από τον χλωμό ήλιο και το λιγοστό φως. Ήθελε να γελάσει λίγο κι ας πέρασε απ’ τη ζωή της δηλητήριο που πότισε την ψυχή της. Ο ήλιος κλωθογύριζε τον ίδιο πόνο. Οι αναμνήσεις ξεχείλιζαν στο πικρό ποτήρι της.
   Ο Σωτήρης ένιωσε υπαίτιος και άρχισε να ψάχνει το σφάλμα του στις κινήσεις και στα λόγια του.
   «Που οφείλεται αυτό το συγκινησιακό ξέσπασμά της; Μα αυτή η πανύψηλη κοπέλα, χθες τη νύχτα, πέρασε την πόρτα του διαμερίσματός μου και η κορμοστασιά της και το ύφος της σιγουριάς της σ’ έκαναν να νιώθεις άβολα. Τώρα, βρίσκεται στη βεράντα μου ένα ψυχικό ράκος και το χειρότερο δεν ξέρω πως να το χειριστώ. Αν συνεχίσω να επιμένω να φύγει, ίσως η αντίδρασή της γίνει εντονότερη. Το κλάμα της και οι φωνές της θα ξυπνήσουν τους γείτονες και τότε θα καταφθάσει ο «κέρβερος»· η σπιτονοικοκυρά μου, με διάθεση να μου παραδώσει μαθήματα ηθικής».
   Τότε εκείνη θα αποκάλυπτε μια σημαντική παράμετρο της προσωπικής ζωής του Σωτήρη· την ασωτία και τη φιληδονία. Δεν ήταν καθόλου άσχημος και είχε ωραία και ευγενικά χαρακτηριστικά. Θα δυσκολευόταν κανείς να πιστέψει πως δεν ήταν ικανός να δημιουργήσει φυσιολογικές σχέσεις με γυναίκες, αλλά να γεύεται τις χαρές του «άλλου φύλου» μέσω των γνωστών γραφείων γνωριμιών. Η γοητεία του ήταν το μεγάλο του δόλωμα. Ήξερε κιόλας να μιλά με τρόπο, να τουμπάρει και τις πιο δύσκολες με την αρρενωπότητά του. Έκανε και επίδειξη των μυών του στα κοριτσόπουλα που τον πλησίαζαν με θαυμασμό. Βέβαια, το αδύνατό του σημείο ήταν η νευρικότητα· τα απότομα ξεσπάσματα, του είχαν στοιχίσει πολύ σε γνωριμίες. Η αλήθεια είναι ότι εκτιμούσε πολύ το «ωραίο φύλο», αλλά απέφευγε τις δεσμεύσεις και τις συναισθηματικές ακρότητες. Απεχθανόταν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις πολύχρονες και ώριμες σχέσεις. Ήθελε να παραμένει αμετανόητος εργένης.
   «Μάλλον θα την κατέκλυσαν οι συνηθισμένες τύψεις συνειδήσεως, λόγω του ξεπεσμού της, και γι’ αυτό βρέθηκε σε τέτοια κατάσταση» σκέφτηκε χωρίς αμφιβολίες.
   Άρχισε να μαλακώνει ο Σωτήρης, τις έπιασε το χέρι· κίνηση ασυνήθιστη για το χαρακτήρα του. Ποτέ δεν ασχολήθηκε με τα προκαταρκτικά. Όποια ποθούσε, την κοιτούσε απευθείας στο στήθος και στα πόδια. Άγνωστη η λέξη «τρυφερότητα» στο λεξικό αυτού του εργένη.
   «Έλα, πάμε μέσα να μου τα πεις!» την τράβηξε χωρίς να του εναντιωθεί εκείνη.
   Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και άρχισε να του διηγείται την ιστορία της:
   «Μια μέρα σαν τη σημερινή έφυγα από την πόλη μου, το Βελιγράδι. Ήταν έτσι, όπως αυτή τη στιγμή ακριβώς· σκοτεινή. Τα κτίρια μουντά και ανόρεχτα σαν τους ανθρώπους που χάσανε τους δικούς τους στον πόλεμο. Μόνο και μόνο αυτό αρκούσε για να πάρω την απόφαση να φύγω… Το χαμένο χαμόγελο στο πρόσωπο των παιδιών, ο θάνατος στα μάτια των μεγάλων. Άνθρωποι, αν και ζωντανοί, έμοιαζαν περισσότερο με νεκρούς».
   Ο Σωτήρης την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Προσπαθούσε να ξεχωρίσει το γαλάζιο από το πράσινο, το καστανό από το μαύρο. Έβρισκε άπειρες αποχρώσεις. Κάθε χρώμα γεννούσε μια καινούργια αντανάκλαση και του θόλωνε το τοπίο. Θυμήθηκε πως, μικρό παιδί κάποτε, εντυπωσιάστηκε από το θέαμα ενός ουράνιου τόξου που διαπέρασε την ψυχή του και ευχαρίστησε το Θεό γι’ αυτό το δώρο της φύσης. Μετά την ψυχική καταιγίδα, η Ζβετλάνα προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τη ζωή της. Όσο μιλούσε, η προφορά της δεν την πρόδιδε. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει ότι δεν είναι βέρα ελληνίδα, αλλά ξένη μετανάστρια. Ο Σωτήρης ήθελε ν’ αναστενάξει. Δεν θυμήθηκε να πέρασε ποτέ τόσο καταπιεστικό ξημέρωμα. Η κοπέλα του είχε μεταδώσει τον πόνο της.
   «Οι δικοί σου που βρίσκονται;» ρώτησε μ’ ενδιαφέρον.
   «Στο Βελιγράδι. Πίστεψαν πως θα συνέρχονταν από τις πληγές και πως η πόλη θα έπαιρνε την παλιά της, ελκυστική φυσιογνωμία. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να μείνω άλλο εκεί, γιατί οι σφαίρες, οι βόμβες και οι κραυγές των πληγωμένων σφύριζαν στ’ αυτιά μου, παρόλο που ο πόλεμος είχε τελειώσει πια».
   «Και τελικά ήρθες στην Ελλάδα, στη χώρα του ήλιου, της θάλασσας και του έρωτα!» είπε και στα λόγια του φανερώθηκε μια δόση ειρωνείας.
   «Ναι, ήμουν ένα άμυαλο κορίτσι τότε, τι περίμενες; Σκέφτηκα πως θα έβρισκα γρήγορα δουλειά σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Κατάλαβα όμως πως αν είσαι ξένος, τίποτα δεν αξίζεις για τους ντόπιους. Όλοι θέλουν να σ’ εκμεταλλευτούν. Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ, αλλά το παράπονό μου είναι αυτό. Κανείς δεν μ’ αγκάλιασε στοργικά. Με πρόδωσε ο ήλιος εκείνης της μέρας, με πρόδωσε κι ο φωτεινός ήλιος της χώρας σου. Πίστεψα πως οι άνθρωποι είναι καθαροί, όπως ο ουρανός σας, μα γελάστηκα».
   Ο άντρας ένιωσε την αδικία του πολέμου, τις ελπίδες των ανθρώπων που προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ τη μοίρα τους. Διαπίστωσε πως οι αγαθές προθέσεις καμιά φορά αντί να φέρουν την ευτυχία, φέρνουν τη δυστυχία. Δεν ήξερε, ούτε είχε δοκιμάσει ποτέ του να παρηγορήσει, αφού όσους ανθρώπους γνώριζε, όλοι τους φορούσαν τη μάσκα του δυνατού, του αλύγιστου στις δύσκολες περιπέτειες. Άρχισε ν’ αναπτύσσει θεωρίες περί μεταναστών, να βάζει κλίμακες ανωτερότητας σε μερικούς λαούς και άλλους να τους ρίχνει στον Καιάδα.
   «Οι Σέρβοι, βέβαια, σαν ομόθρησκοι και αξιόλογοι πολιτιστικά βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας μαζί με τους Έλληνες».
   Η Ζβετλάνα γέλασε αυθόρμητα για πρώτη φορά. Ο Σωτήρης ένιωθε μεγάλη ταραχή και αμηχανία. Εκείνη τινάχτηκε έκπληκτη από τη θέση της. Το βλέμμα της διαπέρασε την ανατολή.
   «Για κοίταξε Σωτήρη, ο ήλιος τελικά σκόρπισε τα σύννεφα. Νίκησε το πυκνό σκοτάδι. Ο ουρανός χαμογελάει και πάλι».

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου