Ο Ντόναλντ ξάπλωσε κάτω από την πλατειά σκιά ενός μεγάλου δέντρου. Έπλεξε τις παλάμες του πίσω απ’ το κεφάλι του και σκέφτηκε πως του δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία να πάρει ένα δροσερό υπνάκο. Τα παιδιά είχαν πάει στο σπίτι της Νταίζη, για να τη βοηθήσουν στην ετοιμασία ενός λαχταριστού κέικ. Ο θείος Ντόναλντ έπρεπε να κλαδέψει και να ποτίσει τα φυτά στον κήπο της αυλής του σπιτιού. Το έριξε όμως στον ύπνο και άρχισε να ονειρεύεται πανέμορφα, εξωτικά μέρη.
Ο ήλιος έκαιγε ψηλά στον ουρανό και αποφάσισα να κάνω ό,τι ακριβώς έκανε ο αγαπημένος μου ήρωας. Το δωμάτιό μου ήταν γεμάτο με σκόρπια βιβλία παντού…
«Το καλοκαίρι, μου λένε οι φίλοι μου, τα πάντα αλλάζουν θέση και η τάξη γίνεται αταξία. Τα φύλλα των βιβλίων ταξιδεύουν σαν χάρτινα καραβάκια στη θάλασσα ή πετούν στον ουρανό σαν αεροπλανάκια, με αποτέλεσμα να βουλιάζουν ή να καρφώνονται στα μαλλιά ενός περαστικού κυρίου».
«Παλιόπαιδο, θα σου δείξω εγώ!», απειλεί ο άγνωστος με χειρονομίες, αλλά τον τραβάει η γυναίκα του δίπλα και του λέει: «Μα δεν καταλαβαίνεις πως είναι ακόμη παιδιά; ».
Αυτό ακριβώς τα δικαιολογεί όλα: «ΠΑΙΔΙΑ».
«Γιάννη, προσπάθησε να μην τεμπελιάζεις και να συγκεντρωθείς στο διάβασμα. Μη χάνεις το χρόνο σου κάνοντας αφηρημένα σχέδια και μουντζούρες στο περιθώριο του βιβλίου», με παρατηρεί αυστηρά ο πατέρας μου.
Ανοίγει την πόρτα του δωματίου μου, μόλις που προλαβαίνω να κρύψω μια απίθανη περιπέτεια του Σκρουτζ Μακ Ντακ ανάμεσα στις σελίδες των «Νέων Ελληνικών». Το μάτι του πέφτει πάνω σ’ ένα ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου με τίτλο: «Ο ύπνος της βαρκούλας». Μου δίνει κουράγιο: «Συνέχισε ανενόχλητος». Τότε αρχίζω να διαβάζω αργά και καθαρά την πρώτη στροφή του ποιήματος:
«Αγεράκι τα φτερά σου για λίγο κόψε…
Φόβον έχω το γιαλό μην ανασάνει,
τι εδώ πα στο φεγγαρόλουστο λιμάνι
μια βαρκούλα αποκοιμήθηκεν απόψε».
Αυτή η ώρα όμως, που ο μπαμπάς επιμένει να διαβάζω είναι η πιο ευτυχισμένη ώρα της δικής μου μέρας, ο δικός μου απολαυστικός, μυστικός κόσμος. Μες στη ζέστη του μεσημεριού ανοίγονται τα παιδικά φτερά και γεννιούνται οι επιθυμίες των μακρινών ταξιδιών και των περιπετειών. Θέλω να νιώσω ένα πολύ μικρό, αλλά ευχάριστο συναίσθημα μακριά απ’ το άγχος του σχολείου.
Το ενοχλητικό ροχαλητό του μπαμπά ακούγεται μέσα στην ησυχία. Η Μαρίνα, η αδελφή μου, λέει πως ο πατέρας μας έχει μια μύγα μέσα στο δεξί ρουθούνι του. Όταν εκείνος αναπνέει, η μύγα προσπαθεί να βγει έξω από τη φυλακή, μα τελικά δεν τα καταφέρνει. Μετά γελάει ασυγκράτητα. Πού πήγε ο σεβασμός, που πρέπει να δείχνουν τα παιδιά προς τους γονείς τους; Αυτή αστειεύεται και κοροϊδεύει, αν μεγαλώσει κάποτε και η κοιλιά της φουσκώσει και φτάσει μέχρι το ταβάνι, θα καταλάβει τότε τον μπαμπά. Μετά με πλησιάζει και αρχίζει να μου ψιθυρίζει κοντά στ’ αυτί μου τα νέα της Ελένης. Είναι η πιο αγαπημένη φίλη της, την οποία συμπαθώ ιδιαίτερα, και δεν το κρύβω καθόλου.
Η Μαρίνα μ’ ενημερώνει τι ακριβώς σκέφτεται η φίλη της για μένα, δηλαδή για «το εκνευριστικό και ενοχλητικό πλάσμα που γυροφέρνει γύρω της σαν ένα τεράστιο κουνούπι». Έτσι με χαρακτηρίζει και περηφανεύεται για το σχόλιό της. Εγώ όμως, δεν μπορεί να μοιάζω μ’ ένα κουνούπι, με τίποτα! Δε θέλησα ποτέ να τις πιω το αίμα και να της κάνω ένα ολοστρόγγυλο πρήξιμο στο δέρμα. Το λέει μεταφορικά η καημένη, που δεν την αφήνω στην ησυχία της όπου τη συναντήσω. Αν καθίσει σε κάποια καρέκλα -απ’ αυτές που έχει η μαμά κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής μας- τότε κινδυνεύει άμεσα να φύγει από το σπίτι μας με βαμμένη χρώματα τη φούστα της. Ή ακόμη χειρότερα να δεχτεί την επίθεση εκατοντάδων μυρμηγκιών, τα οποία θα ελευθερώσω πάνω στα απαλά, μακριά μαλλιά της. Τότε θα τη δω αγριεμένη και θα πάρω πρωτοβουλία να τη σώσω από τους μυστήριους εχθρούς και θα της τραβήξω μερικές τούφες μέχρι να ουρλιάξει: «Άουτς!…Με πόνεσες». Τρέχει να γλιτώσει από τον υποτιθέμενο εχθρό της· εμένα. Την κυνηγάω και τελικά τη φθάνω σφίγγοντας δυνατά τη μέση της. Τα μάτια της παγιδεύονται σ’ ένα θολό σύννεφο και νιώθει πως εγώ, «το αγρίμι» δεν είναι τελικά όπως φοβόταν και αφήνεται στα χέρια μου. Ύστερα σκύβω και της κάνω μια απαλή δαγκωματιά στη μύτη της. Τινάζεται ξαφνιασμένη και βλέπω καθαρά το μεγάλο κόκκινο σημάδι ν’ απλώνεται όλο και περισσότερο. Ακούει τις φωνές η μητέρα μου και έρχεται με τη Μαρίνα, την «υπερασπίστρια των αδυνάτων». Αυτό ήταν το παρατσούκλι που της έδωσα, γιατί στεναχωριόνταν για την πιο μικρή αδικία πάνω στη γη. Ωστόσο δε δειλιάζει να πει μπροστά στη μάνα μας:
«Εσύ δε μου λες συνέχεια πως σου έλειψε η παρέα της Ελένης; Περίμενες πως και πως να έρθει στην αυλή μας, ν’ ακούσεις το γέλιο της για να χαρείς και τώρα…τι κάνεις τώρα; Μόνο πειράγματα και αταξίες! Για σύνελθε λοιπόν!».
Δεν μπορώ να κοιτάξω τη μάνα μου στα μάτια από ντροπή, αισθάνομαι όμως, πως συμφωνεί κι εκείνη με τη Μαρίνα. Πράγματι, λέει αλήθεια η αδελφή μου. Θα πω κάτι που άκουσα και μου άρεσε πολύ: «Το γέλιο της μοιάζει σαν ανάβρυσμα δροσοπηγής». Τα χρυσαφένια μαλλιά της είναι πιο εντυπωσιακά και από εκείνα της κούκλας Μπάρμπι.
Στην ησυχία του μεσημεριού, οι λίγες χαρές ενός άτακτου αγοριού μεγαλώνουν. Φτιάχνω με τη σκέψη μου όμορφα όνειρα και το μικρό, λιτό μου δωμάτιο γίνεται το παρατηρητήριο προς τη γαλανή θάλασσα. Σκέφτομαι ότι κατεβάζω τη βάρκα του μπαμπά και τη βαφτίζουμε: «Πλουτς!» στα κατακάθαρα νερά.
«Απόψε, της λέω, θα μας ταξιδέψεις μέσα στην κοιλιά σου, αλλά πρόσεξε, γιατί σ’ εμπιστευόμαστε, μην μπάσεις ποτέ νερά!».
Η Ελένη κάθεται μπροστά στην πρύμνη, φορώντας ένα χαριτωμένο ψαθάκι στο κεφάλι της, στολισμένο με μια όμορφη κορδέλα και ένα ροζ τριαντάφυλλο. Κοιτάζει πολύ μακριά, εκεί που η θάλασσα ενώνεται με τον ουρανό και ίσως εκεί θα ήταν το ιδανικό μέρος των διακοπών μας. Η βάρκα διαπερνά ένα ψηλό, σκούρο κυματάκι, πασπαλισμένο στην κορυφή του με αφρό, σαν σαντιγί σ’ ένα γλυκό. Ένα άλλο κύμα, πιο δυνατό, χτυπάει τη μια πλευρά της βαρκούλας κι εκείνη ταρακουνιέται. Η Ελένη μαζεύεται φοβισμένη δίπλα μου και φωνάζει: «Είναι καρχαρίας». Τα κορίτσια πολλές φορές γίνονται υπερβολικά. Μπορούν να μπερδέψουν ένα μικρό βράχο της θάλασσας με την κοιλιά μιας φάλαινας. Οι φάλαινες δεν ξαπλώνουν ποτέ ανάσκελα στο βυθό, με την κοιλιά τους να ξεχωρίζει στην επιφάνεια.
Όλο αυτό το φανταστικό ταξίδι με κάνει να ξεχνώ τα δυσάρεστα και να νιώθω την ομορφιά του κόσμου να με περιτριγυρίζει. Σβήνουν οι δύσκολες ώρες του σχολείου, όταν η αυστηρή δασκάλα μου, η Ευδοξία, με ύφος ιεροεξεταστή βαθμολογεί την έκθεσή μου. Φοβάμαι πως τα γράμματα ξεφεύγουν από τις σειρές και το χέρι μου τρέμει στην ορθογραφία των λέξεων. Μια φορά έγραψα την «Αγάπη» με «ύψιλον» κι όλη η τάξη γέλασε γι’ αυτό το πάθημά μου. Η δασκάλα σχολίασε πικρά:
«Τόσο μικρός που είσαι, πως είναι δυνατόν να ξέρεις πολλά πράγματα για την αγάπη!».
Στο διάλειμμα, είπα σε όλους τους συμμαθητές μου, πως η «Αγάπη» θα ταίριαζε να γράφεται με «ύψιλον» και όχι όπως μας μαθαίνουν οι κανόνες της ορθογραφίας. Γιατί αυτό το γράμμα, μου θυμίζει μια φαρδιά κούπα του καφέ, όπου μέσα της θα μπορούσαν να χωρέσουν ένα σωρό πράγματα: οι ιδέες ενός καλύτερου κόσμου, αλλά κυρίως η ελπίδα και η καλοσύνη.
Οι γονείς δε θα έπρεπε να μισούν την «τεμπελιά» σαν κάτι πολύ κακό και φοβερό, αλλά να την επιθυμούν και να τη θέλουν κοντά τους. Ο Ντόναλντ τελικά είχε δίκιο, όταν κάθονταν κάτω από τη σκιά του δέντρου και χουζούρευε! Σε κάτι τέτοιες στιγμές χαλάρωσης γεννήθηκαν οι μεγαλύτερες εφευρέσεις και οι απόψεις που έσωσαν τον κόσμο. Όλοι γελάνε όταν τους λέω πως εγώ γεμίζω το μυαλό μου με πολλά όνειρα, ώστε να μην υπάρχει ελεύθερος χώρος για τις γνώσεις που προσφέρουν τα βιβλία. Μετά γεμίζω την καρδιά μου με την ξεγνοιασιά και τη γαλήνη της Ελένης και αισθάνομαι μια ανεξήγητη δύναμη κάθε φορά που κοιτάζω το τέλειο πρόσωπό της. Στα μάτια της αναμιγνύονται άπειρα, βαθιά χρώματα και η μυτούλα της μοιάζει με τη φωλιά των μυρμηγκιών.
Τα νύχια της τρίβονται πάνω στα μολύβια με τις δύσκολες αριθμητικές πράξεις και τα παράξενα θεωρήματα.
«Δε χρειάζεται, Ελένη, να προετοιμάζεσαι για τη νέα χρονιά. Δεν είναι καλό να γυρίζεις ανόρεχτα τις σελίδες των βιβλίων».
«Και γιατί παρακαλώ;» μου απαντάει εκείνη απορημένη.
«Να! Γιατί έρχεται ένα δροσιστικό αεράκι, να…κι η θάλασσα χορεύει στα κύματά της. Ένας γλάρος απλώνει τα φτερά του πάνω στο βράχο και ετοιμάζεται να πετάξει ψηλά».
Δε θέλω να της πω την αλήθεια· πως καρδιοχτυπώ μήπως φορέσει κάποτε γυαλιά και ασχημύνει το πρόσωπό της-ζωγραφιά.
«Προς τα πού λες θα πετάξει αυτός ο γλάρος;».
«Σ’ ένα μακρινό νησί, όπου εκεί δεν πόνεσε και δεν έκλαψε κανείς άνθρωπος!».
«Πόνεσα και έκλαψα, όταν ο αδελφός μου ξεμάλλιασε τις κούκλες μου και όταν ένας συμμαθητής μου είπε πως είμαι σαν μια ψηλή, λεπτή και σουβλερή βελόνα που περπατάει στραβά».
Πως ήταν δυνατόν να περπατάει στραβά η Ελένη, αφού εγώ ο ίδιος θαύμαζα το περήφανο και σταθερό βάδισμά της; Εκείνος που της το είπε, θα τη ζήλευε σίγουρα!
«Στο μακρινό νησί που θα πάμε, κανείς άνθρωπος δε θα ζηλεύει τον άλλο άνθρωπο», συμπλήρωσα.
«Θα έρθω μαζί σου, αν μου υποσχεθείς πως δε θα υπάρχουν δυστυχισμένα, φτωχά, πεινασμένα και πληγωμένα παιδιά από τις σφαίρες του πολέμου».
«Όχι, δε θα γίνονται πια πόλεμοι, αλλά θα βασιλεύει η ειρήνη και οι άνθρωποι θα ζουν χαμογελαστοί. Θα τρέφονται με σαρκώδεις, γευστικούς καρπούς που δε θα τελειώνουν ποτέ».
Εκείνο το βράδυ έκανα μια μεγάλη προσευχή: «Κάνε, καλέ Θεέ μου, σε παρακαλώ…οι άνθρωποι να γίνουν αθώοι σαν τα μικρά παιδιά, κάνε, Θεέ μου, σε παρακαλώ να πλημμυρίσει ο κόσμος από αγάπη και κανείς άνθρωπος να μη θελήσει να κάνει κακό σε άλλον άνθρωπο ποτέ. Η δασκάλα μου, η Ευδοξία να μας παραδίδει το μάθημα με πολλή υπομονή και τα λόγια της να μη στεναχωρούν και να μην πληγώνουν κανένα παιδί. Κάνε, καλέ Θεέ μου, σε παρακαλώ, να παντρευτώ την Ελένη… όταν μεγαλώσω».
Τελικά, ο Ντόναλντ ήξερε τι έκανε όταν τεμπέλιαζε ξαπλωμένος κάτω από την πλατιά σκιά του δέντρου, χωρίς να ιδρώνει φροντίζοντας τα φυτά του κήπου. Έτσι κι εγώ, σαν το συμπαθητικό ήρωα των κόμιξ κάνω συνέχεια όνειρα κι ελπίζω σ’ έναν καλύτερο κόσμο, γράφοντας τη δική μου ιστορία: «Ο Ντόναλντ ξέρει τι κάνει…».
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
** Γ΄ Μετάλλιο από την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «ΔΙΟΤΙΜΑ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΣ» και συμμετοχή στο βιβλίο που εκδόθηκε με τα βραβευμένα έργα του διαγωνισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου