Στα ξάστερα μεσονύχτια θα γέρνω στ’ ακρογιάλι
για ν’ αφουγκράζομαι τις θύμησες,
που οι νύμφες κόρες του Ποσειδώνα κόμπο
έχουνε δέσει σ’ άσπρο δαντελωτό μαντήλι.
Παρέα με τη φλόγα από ένα τρεμόσβηστο καντήλι
με λιγοστό λάδι, ένα αναφιλητό του κύματος
και ένα μειδίαμα για μια χαραυγή.
Για να σύρουν των κυμάτων το χορό κάτω
απ’ τη φλογισμένη ερημιά τ’ ουρανού.
Στην απροσδιόριστη ηλικία του πέλαγος καλαφατισμένα
καράβια ξέρουν τον πόνο να καιροφυλαχτούν
και να του αποκρύπτουν καλά τα χρόνια,
παραμονεύοντας τη μανία τ’ αγέρα να εφορμήσουν.
Εκείνου του ναυαγοπνίχτη, που έμαθε να τροφοδοτεί
με ναυάγια τα όνειρα και στο κατόπι τον ανήξερο κάνει.
Στο παντέρημο ακρωτήρι με το φάρο να δεσπόζει
στης μαρτυρίας το απόσπασμα αποσπασματικά όσο γίνεται,
δεσπόζοντας στ’ άγρυπνα μάτια των ναυτικών
το φόβο απόβρασης χαμένης ελπίδας, επαγρυπνώ.
Όσες δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν την τρικυμία
καλπάζοντας στα κύματα προτάσσουν εναλλακτικές συμφωνίες
στις σκληρές συνθήκες συμβίωσης με το υγρό στοιχείο.
Θα σταθώ εκεί στον άμβακα απ’ το κουφάρι του φάρου,
που το δέρνει το κύμα κι ο αγέρας του γδέρνει
την τραχιά απ’ αλμύρα κορμοστασιά.
Θα ακουμπώ στο επιστύλιο μιας φευγαλέας σκέψης
για ν’ αφουγκραστώ τους ανεκπλήρωτους πόθους
μιας στερημένης αυτοεξόριστης εποχιακής συγκυρίας.
Στα βράχια θα γυρνοφέρνω μέσα στα γκρίζα
κι αδιάφεγγα νυχτέρια, που ζωγραφίζουν ιπτάμενα αφρόψαρα
να χοροπηδούν τη μοναξιά τους.
Το γκρίζο εξάλλου προκύπτει απ’ του ήλιου
το φοβισμένο βλέμμα
και από τα δάκρυα μιας αφανούς σελήνης,
που τιμωρημένη σε απομόνωση με στέρηση,
αργοπαλεύει να επιβιώσει.
Απόψε τη χαρά του ντύθηκε ο άνεμος και σαν τρελός
τη στροβιλίζει αφηνιασμένα εδώ κι εκεί.
Το κύμα αφρομανούσε σαν ο ουρανός μ’ ένα χαμόγελο
στη μέρα έσκασε ένα πεταχτό φιλί
και σκύβει παραπέρα πάνω από λιμάνια ποιητών επώνυμα.
Να σμίξει ποθεί το πρωί με της αυγής τον εραστή
και να χαθεί σ’ αμμουδερά υγρόλουστα περγιάλια.
Vicky Kostenas Lagdos,
Dichterin
Zürich, 25. Oktober 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου