Στην προσμονή για του ήλιου τ’ αγουροξυπνημένο μάτι
το κύμα παιχνιδιάρικα στην αμμουδιά πελάζει.
Γλάροι μισέψαν στ’ ουρανού το νέφελο γινάτι
για να ριχτούν στη θάλασσα οι χρησμοί να γίνουν άτι.
Ίσως και ν’ αλλάξει κάτι.
Αυτή η φωτιά θα σβήσει, όταν θα σου έχουν καεί όλα σου τα σπίρτα.
Τους χειμώνες θα ξορκίζεις σαν ο Εγρέος θ’ αναζητά
νεφελόφερτες ώρες να συνάξει.
Έχεις μια ζωή, που την ανοίγεις διάπλατα στην απλωσιά του κόσμου.
Τη γη μετράς σε βουνοκορφές και σ’ αλυκές
της αλμυρόγευστης θάλασσας τις γούρνες.
Με τη διαίσθησή σου ν’ αγγίζεις τ’ απροσπέλαστο
της ηγεμονίας του ουρανού βασίλειο.
Κι όπου βαδίζεις ανοίγονται δρόμοι, σκαλίζονται μονοπάτια
από φωσφορίζουσες πυγολαμπίδες στην πλαγιά των ονείρων σου.
Εδώ και μέρες τώρα τα δέντρα ξελευθερώθηκαν
απ’ τη στολή του πολύκαρπου φορτίου τους.
Είναι καιρός, που ο άνεμος θα αρχίσει επίσημα
να βαφτίζεται για να καταταγεί στη λεγεώνα του Αίολου.
Είναι καιρός τώρα πια, που του ορίζοντα τα τέσσερα σημεία
φιλιώθηκαν κι έπαψαν ν’ αλληθωρίζουν.
Τώρα ο οι καιροί φυλλομετρούν τα πλοία, που δεν έδεσαν,
τα φεγγάρια, που δεν άντεξαν στο σελάγισμα να υπακούσουν
και τους έρωτες, όσους παλαμάρι έρριξαν στον κάβο της καρδιάς.
Στης χαράς το λάκτισμα μια νεφελόσπαρτη συννεφούλα
απόδιωξε τα πουλιά της φυγής.
Κι εγώ ναυαγός ξέμεινα στο παντέρημο ακρογιάλι
ν’ αναμασώ της μελισσάνθης τους ανάβλεπτους πόθους,
που γέννησε μέσα απ’ την αισθητή σου απουσία η θάλασσα.
Θροίζει το κύμα σαν πονά, γιατί μάνα δεν έχει το βάρος ν’ απιθώσει.
Μέσα απ’ το άπλετο φως διακτινίζεται η αθωότητα της θάλασσας.
Να ’ρθεις πίσω στην αμμουδερή ακτή μ’ ένα τραγούδι μελωμένο
απ’ το κελάρυσμα ρυακιού για ν’ αναστήσεις τα όνειρα,
που θάφτηκαν κάτω απ’ το βάρος της λήθης.
Της παρηγοριάς να στήσεις το τραγούδι σε κυματοδαρμένα ναυάγια
και στους χαμένους κόπους ερώτων χοές να ρίξεις λησμονιάς.
Τίποτα δεν κράτησες στο νου από αυτά, που πέρασαν κι έφυγαν,
αυτοδιαγράφοντας της μοίρας το περίβλημα,
όπου κι αν το μάτι σου απλώσεις,
θαμπώνεσαι στων λιοπερίβολων την άπλα.
Τρέχουν τα δέντρα στη μοίρα τους κατόπιν.
Τρέχεις κι εσύ μαζί για το ευοίωνο διάγγελμα της χελιδόνας.
Το περίγραμμα της σκιάς μου μετακινείται παράλληλα με το θρόισμα,
που το κύμα αφήνει σ’ ένα βαθύ αναστεναγμό.
Σβήσε απ’ τη σκιά σου τη μαγνητική βελόνη,
που τορπεντίζει τις Πλειάδες κι εντείνει την ορφάνεια του ουρανού.
Καλά που έμαθες, πως οι έρωτες γεννιένται από αποδεκατισμένες
λεγεώνες ανεκπλήρωτων πόθων για ν’ αντέξουν,
ανταπεξέρχοντας τις κακουχίες, στο πείσμα των καιρών.
Ήπια απ΄ της ζωής τ’ αθάνατο νερό,
κι έγινα ονείρων πρέσβυρα στην πεμπτουσία του έναστρου ουρανού.
Τότε δεν έχει λόγο να μη μου γνέφει το φεγγάρι
σαν μ’ ένα σάλτο του μου κόβει τη μιλιά.
Δεν αναλώνομαι ποτέ σε χασοφέγγερα νυχτέρια,
όταν γνωρίζω πως ο ήλιος πάλι θ’ ανατείλλει
να τον κρατήσω όλη μέρα αγκαλιά.
Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin
Zürich, 2.11.11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου